Συνεντεύξεις

Στέγαση διαθέσιμη για όλους και όλες ως δημόσια υποδομή

Μια συζήτηση με τους Niklas Schenker και Sabine Nuss για τη στεγαστική κρίση
 
Την Πέμπτη και την Παρασκευή φιλοξενήθηκε μια πολύ σοβαρή διημερίδα στο ελληνικό παράρτημα του Ιδρύματος Ρόζα Λουξεμπουργκ. «Σε ποιόν ανήκουν οι πόλεις μας;», γύρω από αυτό το ερώτημα περιστράφηκαν οι τέσσερις συνεδρίες με θεματικές όπως την ιδιοκτησία και τη φύση του προβλήματος, τις διεκδικήσεις των κινημάτων, τις καλές πρακτικές, τη σύνδεση της στέγασης, των ανισοτήτων και της πράσινης μετάβασης. Η International Alliance of Inhabitants (Διεθνής Συμμαχία Κατοίκων) ήταν συνδιοργανώτρια του διημέρου και σε συνεννόηση με την Όλγα Νάσση, που έτρεξε για όλα, συζητήσαμε με τη “γερμανική συνιστώσα” των ομιλητών, τον Niklas Schenker και την Sabine Nuss.
 
 
Ο Schenker είναι νεαρός 31 ετών, βουλευτής στο κρατίδιο του Βερολίνου από τον Νοέμβριο του 2021. Κατά την κοινοβουλευτική περίοδο 2021-2026, ο Schenker είναι εκπρόσωπος για τα θέματα ενοικίων, στέγασης, δημόσιας στέγασης και επιδοτήσεων στέγασης, ποδηλασίας και πεζοπορίας, καθώς και της κουλτούρας των κλαμπ για το κόμμα της Αριστεράς (Die Linke). Επίσης, είναι μέλος των επιτροπών αστικής ανάπτυξης, κατασκευών και στέγασης, κινητικότητας, πολιτισμού και Ευρώπης, καθώς και της υποεπιτροπής για τη διαχείριση συμμετοχής και τον έλεγχο επενδύσεων στις κατασκευαστικές επενδύσεις. Η Δρ Sabine Nuss είναι πολιτική επιστήμονας και δημοσιογράφος. Είναι συγγραφέας διαφόρων βιβλίων με θέματα την ιδιοκτησία και την ψηφιοποίηση στον καπιταλισμό. Ήταν επικεφαλής της πολιτικής επικοινωνίας στο Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ και διευθύνουσα σύμβουλος του Karl Dietz Verlag, που εκδίδει, μεταξύ άλλων, τα έργα των Μαρξ-Ένγκελς και τα συλλεκτικά έργα της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Σήμερα ζει ως ανεξάρτητη συγγραφέας στο Βερολίνο.
 
 
Το πρόβλημα της στέγασης δεν είναι ελληνικό, γερμανικό, ούτε καν ευρωπαϊκό. Είναι παγκόσμιο και θα παραμείνει, δυστυχώς, διαρκές. Σε Δύση και Ανατολή, σε Βορρά και Νότο η προσφορά κατοικιών είναι σημαντικά μικρότερη από τη ζήτηση. Η χρηματιστικοποίηση της στέγασης και εν γένει του χώρου είναι από τις πλέον εμβριθείς ερμηνείες της δυστοπίας που ζούμε. Το κράτος ή γενικότερα οι διακρατικοί και παγκόσμιοι θεσμοί δε φαίνεται να θέλουν να επιλύσουν το στεγαστικό πρόβλημα γιατί αυτό θα μειώσει κέρδη των από πάνω και εξαρτήσεις των από κάτω. Σε αυτό το πλαίσιο σκεφτείτε την έκρηξη που έρχεται αν λάβετε υπόψιν πως:
 
 
– Στην Ασία και την Αφρική 2,25 δισεκατομμύρια άνθρωποι αναμένεται να προστεθούν στους αστικούς πληθυσμούς έως το 2050
 
– το 46% των Αμερικανών ενοικιαστών επιβαρύνονται με πάνω από το 30% του εισοδήματός τους για τα πάγια στεγαστικά τους έξοδα
 
– 1,2 δισεκατομμύρια κάτοικοι πόλεων –ένας στους τρεις ανθρώπους που ζουν σε αστικές περιοχές– δεν έχουν πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή και ασφαλή στέγαση
 
– Σύμφωνα με τη βασική μακροοικονομική πρόβλεψη του ΔΝΤ για την Ευρώπη που εκδόθηκε το 2023, το μερίδιο των νοικοκυριών που μπορεί να δυσκολευτούν στη κάλυψη των βασικών δαπανών τους που περιλαμβάνουν και τα έξοδα στέγασης είναι πολύ πιθανό να αυξηθεί κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, φτάνοντας το ένα τρίτο του συνόλου.
 
 
Κατά τη διάρκεια του ρεπορτάζ για όσα διαβάσατε κι όσα θα δείτε παρακάτω στη συνέντευξη ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που νοικιάζω με ενημέρωσε πως πρέπει να τον πληρώνω 50% παραπάνω για τον επόμενο χρόνο. Το γνωρίζω πως δεν είμαι μόνος σε αυτό και χρειάζεται να οργανωθούμε πολύ καλύτερα. Αυτό προσπαθεί η πρωτοβουλία “Γειτονιές για το δικαίωμα στη στέγη” που καλεί αυτή την Κυριακή στις έξι το απόγευμα, Βρυσακίου 15, σε ανοιχτή συνέλευση δικτύωσης, συζήτησης και σχεδιασμού της δράσης όλων των πληττόμενων.
 
 
Ο όρος “χωροχρονικές σταθεροποιήσεις” (spatio-temporal fixes) του David Harvey αναφέρεται στην αναδιοργάνωση των χρονικών και χωρικών χαρακτηριστικών των ροών του κεφαλαίου. Φαίνεται ότι το τρέχον χωροχρονικό καθεστώς είναι το χειρότερο όσον αφορά τη στέγαση των ανθρώπων από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κι έπειτα. Τι συνέβη; Γιατί η προσφορά κατοικιών είναι τόσο μικρή;
 
Διάφορες στρατηγικές νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και πρακτικής (λέξεις-κλειδιά: ιδιωτικοποίηση, απελευθέρωση, χρηματοπιστωτικοποίηση σε παγκόσμια κλίμακα) οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση. Οι υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος, όπως η στέγαση, η κινητικότητα, η υγεία κ.λπ., έχουν υποταχθεί όλο και περισσότερο στη λογική της αγοράς από τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
 
 
Μια κοινώς αποδεκτή κατευθυντήρια γραμμή για τη δυνατότητα απόκτησης στέγης είναι το κόστος στέγασης, συμπεριλαμβανομένων των λογαριασμών κοινής ωφέλειας, να μην υπερβαίνει το 30% του ακαθάριστου εισοδήματος ενός νοικοκυριού. Στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες περιοχές του δυτικού κόσμου, υπερβαίνουμε αυτό το ποσοστό. Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε το σχεδόν ανυπόφορο κόστος απλά για την ενοικίαση σήμερα;
 
Οι επενδύσεις επικεντρώνονται στη μεγιστοποίηση των αποδόσεων και, ταυτόχρονα, γνωρίζουμε ότι η προσιτή στέγαση φέρνει μικρές αποδόσεις κέρδους. Όταν το κράτος αποσύρεται από την προσφορά κατοικιών μέσω διαδικασιών απορρύθμισης ή ιδιωτικοποίησης, η μερίδα του πληθυσμού που λαμβάνει χαμηλά εισοδήματα δεν εξυπηρετείται καθόλου από αυτή τη συνθήκη. Η προσφορά τότε μειώνεται και τα ενοίκια μπορεί να αυξηθούν, εφόσον οι άνθρωποι γίνονται περισσότερο ευεπίφοροι σε εκβιασμούς. Για πολλά νοικοκυριά, το 30% είναι ήδη πολύ υψηλό όριο, ειδικά με τις αυξανόμενες τιμές σε τρόφιμα, υγεία, μετακίνηση και με δεδομένη τη στασιμότητα των μισθών. Χρειαζόμαστε μία θεμελιώδη αλλαγή παραδείγματος: η στέγαση πρέπει να είναι διαθέσιμη για όλους και όλες και να παρέχεται ως δημόσια υποδομή.
 
 
Ποιες είναι κάποιες καλές πρακτικές που θα μπορούσαμε να εφαρμόσουμε τώρα για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα στέγασης, έστω και προσωρινά;
 
Χρειαζόμαστε δημόσια χρηματοδοτούμενα προγράμματα κατασκευής κατοικιών που να δημιουργούν προσιτή στέγαση. Χρειαζόμαστε αποτελεσματική ρύθμιση των ενοικίων (πλαφόν στα ενοίκια) ώστε να μην συνεχίζουν να αυξάνονται και παράλληλα, να αρχίζουν να μειώνονται τα υπερβολικά υψηλά ενοίκια. Τέλος, χρειάζεται να κοινωνικοποιήσουμε τις μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες ακινήτων. Στο Βερολίνο, τα τελευταία χρόνια, υπήρξαν κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις: το 2020 εισήχθη το πλαφόν ενοικίων στο Βερολίνο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Βερολίνο ήταν μία από τις λίγες μεγάλες πόλεις στον κόσμο όπου τα ενοίκια όχι μόνο δεν αυξήθηκαν, αλλά μειώθηκαν κιόλας. Δυστυχώς, η ίδια η νομοθέτηση του πλαφόν στα ενοίκια ανατράπηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Γερμανίας λόγω διαφωνιών για την αρμοδιότητα. Το 2021, σχεδόν το 60% των ανθρώπων στο Βερολίνο ψήφισαν σε δημοψήφισμα για την κοινωνικοποίηση των μεγάλων ιδιωτικών εταιρειών ακινήτων, αλλά η συντηρητική κυβέρνηση αρνείται να το εφαρμόσει.
 
 
Ποια είναι η εμπειρία σας με συνεργατικά στεγαστικά προγράμματα; Είναι αυτές βιώσιμες λύσεις σε μεγαλύτερη κλίμακα;
 
Προσφέρουν στους ανθρώπους με χαμηλά εισοδήματα ασφάλεια, σε ότι αφορά την κατοχή κατοικίας. Οι συνεταιρισμοί επίσης προάγουν τη συναπόφαση. Ωστόσο, αυτές οι μορφές στέγασης οφείλουν να λειτουργούν σε περιβάλλον αγοράς, να αντιμετωπίζουν αυξανόμενα κόστη (π.χ. ενέργεια). Ας μην ξεχνάμε ότι τα ακίνητα που ανήκουν στο κράτος και χρησιμοποιούνται για κοινωνική στέγαση, μπορούν εύκολα να βρεθούν υπό την απειλή ιδιωτικοποίησης.
 
 
Με σχεδόν ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους να ζουν σε παραγκουπόλεις και με αυτό τον αριθμό να συνεχίζει να αυξάνεται, ειδικά καθώς αναμένεται να προκύψουν μερικές από τις μεγαλύτερες πόλεις στον αναπτυσσόμενο κόσμο μέχρι το τέλος αυτού του αιώνα, η καπιταλιστική απάντηση έχει συχνά επικεντρωθεί στην “ανθεκτικότητα”. Τι εναλλακτική απάντηση θα μπορούσε να προσφέρει μία σοσιαλιστική προοπτική;
 
Οι βασικές ανάγκες των ανθρώπων, όπως η στέγαση, οι υποδομές, η υγεία, η ενέργεια κ.λπ., θα πρέπει κατά προτεραιότητα να αποσυρθούν από την αγορά και να παραδοθούν στην αυτοδιοίκηση μέσω διαδικασιών δημοκρατικής συναπόφασης. Έχουμε ανάγκη μία προοπτική όπου οι κεντρικοί τομείς των υπηρεσιών κοινού ενδιαφέροντος, όπως η στέγαση, θα παρέχονται ως δημόσια υποδομή υπό τον έλεγχο της κοινωνίας των πολιτών. Λόγω του παγκόσμιου ανταγωνισμού της αγοράς, αυτό είναι δύσκολο να επιτευχθεί εξ αυτού και μόνο. Πρέπει να συνοδευτεί από αναδιανομή των εισοδημάτων και μείωση της μισθωτής εργασίας. Δεν υπάρχει, δηλαδή, μόνο μια πολιτική που πρέπει να εφαρμοστεί.
 
Βασίλης Ρόγγας