Macro

Στέφανος Δημητρίου: Τις πταίει λοιπόν;

Οι πρόσφατες εκλογές συνιστούν τομή για τη μεταπολιτευτική μας Δημοκρατία, όχι τόσο για το υψηλότατο ποσοστό της ΝΔ (υπήρξαν τέτοια ποσοστά και με τον Αντρέα Παπανδρέου, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τον Κώστα Σημίτη) όσο λόγω της κατάρρευσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με αποτέλεσμα να έχουν «ελαφρύνει» τα θεσμικά αντίβαρα. Τα αποτελέσματα επισφράγισαν την κυριαρχία της ΝΔ και αναδιοργανώνουν το πλαίσιο ορισμού και επεξεργασίας προβλημάτων, εφόσον πρόκειται για τη δεύτερη, μετά το 2012, αναδιάρθρωση του κομματικού συστήματος. Τώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κρίθηκε για τα πεπραγμένα της κυβερνητικής του θητείας. Αυτό έγινε το 2019. Τώρα, κρίθηκε για το πώς πολιτεύτηκε ως αξιωματική αντιπολίτευση και συνακολούθως για το αν μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστη, αποτελεσματική κυβερνητική λύση. Η εκπόνηση ενός προγραμματικού, κυβερνητικού σχεδίου, όμως, προϋπέθετε τη δημιουργική αξιοποίηση της τετραετούς παραμονής στην αντιπολίτευση ως ευκαιρίας για αναστοχαστική επανεξέταση του κυβερνητικού παρελθόντος, για γόνιμη –όχι αυτοακυρωτική και ανοικτίρμονα– δημιουργική αυτοκριτική και προγραμματική αναθεμελίωση της πολιτικής του υπόστασης, δηλαδή για εκ νέου επινόηση του πολιτικού εαυτού του. Δεν έκανε τίποτε από αυτά. Στο βίντεο με αυτούς που βουλιάζουν, βυθιζόμενος ήταν ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ. Βούλιαζε μέσα στην ανυποψίαστη αυταρέσκειά του. Δεν κατάλαβε ότι οι περισσότεροι δεν ένιωθαν πως βουλιάζουν σε βάλτο. Έτσι είναι το διαζύγιο με την κοινωνία.
 
 
Σε περιδίνηση
 
Εγκαταλελειμμένος στην πολιτική ραστώνη, την αυτιστική κομματική εσωστρέφεια και τη διανοητική ραθυμία του, ο ΣΥΡΙΖΑ παρέβλεψε ότι το είδος της αντιπολίτευσης που θα ασκούσε θα ήταν και προείκασμα για την επάρκεια μιας εναλλακτικής πρότασης εξουσίας. Η επονείδιστη εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ είναι αποτέλεσμα, πρωτίστως, του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος συνεθλίβη υπό το βάρος του κακού εαυτού του. Ας μη λησμονούμε ότι, ήδη κατά την κυβερνητική του θητεία, ο ΣΥΡΙΖΑ είδε την πολιτική-κυβερνητική αξιοπιστία του να πλήττεται βαριά. Ένας λόγος ήταν και το ότι ο ίδιος δεν προέβαλλε τα θετικά σημεία της κυβερνητικής του πολιτικής. Το μείζον, όμως, πρόβλημά του είναι η παντελής ανικανότητά του να χειριστεί τις αντιφάσεις του. Όσο ήταν αντιπολίτευση, ήταν ένα νωθρό, καταγγελτικό κόμμα, που περιορίστηκε στο να κάνει θορυβωδώς αντιπολίτευση για την αντιπολίτευση, λησμονώντας πως, όταν φωνάζεις συνεχώς, δεν σε ακούνε ακόμη και όταν θα έχεις λόγο να φωνάζεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κραυγάζουσα, διαπεραστική φωνή, αλλά όχι συγκροτημένο λόγο. Η έλλειψη κυβερνητικού προγράμματος, το οποίο είχε τέσσερα ολόκληρα χρόνια στη διάθεσή του, για να το εκπονήσει και να το προβάλλει, εμπέδωσε την εντύπωση για την πολιτική αναξιοπιστία του. Γι’ αυτό και δεν κέρδισε από τη φθορά της κυβέρνησης, παρά το μέγα σκάνδαλο των υποκλοπών και την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων κ.ά.. Θα κέρδιζε, εάν έπειθε ότι μπορούσε να διαχειριστεί αποτελεσματικά τα ζητήματα που απαιτούν – προγραμματικού βάθους και στρατηγικού προσανατολισμού – κυβερνητική πρόταση. Αντιθέτως, κατάφερε να πείσει για τη διαχειριστική του αναποτελεσματικότητα. Η τελευταία οφείλεται πρωτίστως στην πολυοργανική, προγραμματική του ανεπάρκεια, η οποία δεν του επέτρεψε να συνθέσει την επαγγελία μιας θετικής-φωτεινής προοπτικής για την κοινωνία και τη χώρα. Επιμένω στο περί φωτεινής προοπτικής, διότι η αλλοπρόσαλλη, ασυντόνιστη προεκλογική του εκστρατεία τον φυλάκισε στο κέντρο μιας γκρίζας, σκοτεινής εικόνας, αντεστραμμένης σε σχέση με την οπτική της κοινωνίας, όπως την κατέδειξε το εκλογικό αποτέλεσμα, δηλαδή ως προς το πώς η ίδια αυτή κοινωνία έβλεπε τη ζωή της και τις προσδοκίες της.
 
Ο ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε πολύ λίγος ως προς το να εμπνεύσει και να εκφράσει προσδοκίες. Αντίθετα, εκφράστηκε με φανατισμό, μη αναγνωρίζοντας τίποτε θετικό και βλέποντας παντού ζοφερό σκοτάδι. Από λίγος, κατρακύλησε στο να φαίνεται ελάχιστος, κυρίως επειδή, από το 2019 και μετά, αντί να θέτει ως επαρκής αντιπολίτευση την ατζέντα των θεμάτων, ήταν μίζερος ακόλουθος των πρωτοβουλιών που επιτυχώς ανελάμβανε η ΝΔ, καθορίζουσα η ίδια την πολιτική διάταξη των ζητημάτων και τις συναφείς προτεραιότητες. Ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατέστη συντελεστής για τη διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων. Κατέστη, όμως, διαμορφωτής της κοινής γνώμης, αλλά στρέφοντάς την εναντίον του. Εάν προέβαλλε ιδέες και εκφωνούσε συνεκτικό προγραμματικό λόγο, ικανό να εμπνεύσει αισιοδοξία στην κοινωνία με την πειστικότητά του, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την, σε βάρος του, μεταχείριση πολλών ΜΜΕ. Δεν το έκανε. Επέλεξε να περιδινείται, μέχρι τελικής αποδιοργανωτικής σύγχυσης, ανάμεσα στον ξύλινο, καταγγελτικό λόγο και την ηθικολογική, αυτοεπιβεβαιωτική κομπορρημοσύνη. Προτίμησε τα αναθέματα, αντί του ουσιώδους προγραμματικού λόγου.
 
 
Ζούσε στο 2019
 
Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ, μία ολόκληρη τετραετία, ήταν μεμψίμοιρος, καταγγελτικός σχολιαστής και ακόλουθος της ηγεμονικής πολιτικής της ΝΔ. Η πολιτική ηγεμονία προϋποθέτει προγραμματικό κύρος ως προϋπόθεση, για την αναγκαία πολιτική-κυβερνητική αξιοπιστία, και όχι πομπώδη μεγαληγορία, που κορυφώνεται στην ηθικολογική μεγαλαυχία του «ηθικού πλεονεκτήματος», που η παλιά Αριστερά όντως ήξερε ότι το είχε, όχι επειδή το διατυμπάνιζε ηχηρώς, αλλά επειδή της το αναγνώριζαν ακόμη και οι αντίπαλοί της. Μια τέτοια κληρονομιά, εάν την μετατρέψεις σε ηθικολογική υπεροψία, την έχεις κάνει φύλλο και φτερό και θα έχεις ο ίδιος μετατραπεί σε ραντιέρη-κληρονόμο μιας τιμημένης παράδοσης, που, στα χέρια σου, ξέπεσε. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε το, πολύ ενδιαφέρον, σχέδιο προγράμματος, λίγο πριν από τις εκλογές, ήταν πολύ αργά. Το παιχνίδι είχε κριθεί και η κοινωνία έκανε ταμείο για όλα, από το 2019 και μετά.
 
Το χειρότερο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είδε τους πολίτες ως δυνάμει ενεργούς πολίτες, που δικαίως απαιτούν να τους απευθύνονται με την ευθύνη του επαρκούς προγραμματικού λόγου, ο οποίος αποτελεί προτύπωση του πώς ένα κόμμα θα ασκήσει κυβερνητική εξουσία, αλλά ως ακροατές που θα ψηφίσουν ένα κόμμα, επειδή αυτό μπορεί να τους κάνει να θυμώσουν. Όντως ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να τους θυμώσει, αλλά όχι με την κυβέρνηση. Τους θύμωσε ο ίδιος, για αυτό που είναι ο ίδιος, επειδή παρέμεινε ο ίδιος, επειδή δεν μετασχηματίστηκε, αλλά αναπαρήγαγε τη χειρότερη δυνατή εκδοχή τού «βλέποντας και κάνοντας». Έτσι διέσυρε και την απλή αναλογική, που, τελικά, «ήταν λάθος!». Αυτή έπαψε, από την εποχή της εκλογικής μαγειρικής του Τάκου Μακρή, της ΕΡΕ, να είναι δίκαιο αίτημα και κατάντησε απλά λάθος. Συνεπώς, η ψήφισή της, το 2016, ήταν απλώς μια ζαριά. Αλλά, αφού δεν ήλθαν εξάρες, με το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά ντόρτια, τελικά ήταν λάθος. Σωστό! Σιγά να μην είναι αυτό τακτικισμός, που υποκαθιστά την πολιτική στρατηγική. Είναι ποτέ δυνατόν να είναι λάθος οι εξάρες και όχι τα ντόρτια; Να ένα παράδειγμα για το πώς χαράσσεται πολιτική στρατηγική: πρώτα αποκλείεις την «κυβέρνηση των ηττημένων» –ενώ, στην απλή αναλογική, δεν υπάρχουν ηττημένοι– μετά ικετεύεις για κυβέρνηση ανοχής και, ύστερα, απειλείς με κυβέρνηση ειδικού σκοπού. Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ ταύτισε την απλή αναλογική με την αστάθεια, όταν ο αντίπαλός του υποσχόταν σταθερότητα και ασφάλεια. Αυτό δηλαδή που αναζητούσε η κοινωνία ύστερα από μία υπερδεκαετή κρίση. Ο ΣΥΡΙΖΑ του 2023 είχε ο ίδιος καταδικάσει τον εαυτό του να ξαναζήσει το 2019. Άλλωστε δεν είχε προχωρήσει από τότε. Σε αυτό το 2019 ζούσε αυτοθαυμαζόμενος, χωρίς να κατανοεί ότι οι ψήφοι που του χαρίστηκαν, τότε, ήταν ψήφοι αποτρεπτικές της επανόδου της ΝΔ.
 
 
Το βάρος της ευθύνης
 
Η άρνηση για αυτοκριτική φάνηκε και στη, μετά την 21η Μαΐου, συνεδρίαση της ΚΕ, στην οποία τα μέλη της ενημερώθηκαν, τελευταία στιγμή (έτσι για να έχουν και σασπένς οι κομματικές διαδικασίες) ότι δικαιούνται να ακούνε και να χειροκροτούν, όχι όμως και να μιλήσουν. Εάν ήθελαν να διατυπώσουν γνώμη, μπορούσαν, καθ’ υπόδειξιν, να την υποβάλουν γραπτώς (έχει την αυταξία του εκείνο το «και γράμματα γνωρίζω»). Ήταν η στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ εξαλλάχθηκε, από αρχηγοκεντρικό κόμμα, σε βοναπαρτικό κόμμα. Είναι η συμβολική στιγμή που καταφανώς η κρίση των αντιπροσωπευτικών θεσμών μεταφέρθηκε και στον ΣΥΡΙΖΑ. Όλα αυτά υπονομεύουν και την προοπτική της συνεργασίας των δύο κομμάτων της αντιπολίτευσης, ιδίως προ των κρίσιμων αυτοδιοικητικών εκλογών, στις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ ξανά θα προσέλθει με το πραγματικό βιός του, δηλαδή την παντελή απουσία του και την παραμυθητική του αυταρέσκεια. Ας σκεφτούμε ότι, ακόμη και η μετεμφυλιακή, καθημαγμένη Αριστερά, ανασυγκροτήθηκε, μέσω συνεργασιών, στις δημοτικές εκλογές της 21ης Νοεμβρίου του 1954, με την υποστήριξη της κοινής υποψηφιότητας του Παυσανία Κατσώτα, στην Αθήνα, και του Δ. Σαπουνάκη, στον Πειραιά, κερδίζοντας επίσης και τους Δήμους Βύρωνα, Καισαριανής, Νίκαιας, Κερατσινίου, Δραπετσώνας, Νέας Φιλαδέλφειας, δηλαδή τους Δήμους οι οποίοι, τώρα έγιναν μπλε, εφόσον οι ψηφοφόροι τους δεν είχαν εναλλακτική κυβερνητική πρόταση να επιλέξουν. Έκτοτε, η Αριστερά διέπρεπε με την παράδοση των αριστερών δημάρχων και τις αυτοδιοικητικές συνεργατικές παρατάξεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο δεν έχει καμία σχέση με τις καλύτερες στιγμές αυτής της παράδοσης, την οποία δεν θέλει ούτε να γνωρίζει, διότι αυτά είναι πράγματα «που έγιναν παλιά» (την έχει αυτή την παραξενιά η Ιστορία: ασχολείται με το παρελθόν), με αυτήν την ευρείας αντίληψης και συνεργατικού πνεύματος Αριστερά, αλλά είναι κόμμα που έχει περιφρονήσει και την τοπική αυτοδιοίκηση, τα σωματεία, τα επιμελητήρια, τους φοιτητικούς συλλόγους. Ιδίως στους μεγάλους Δήμους είναι σημαντικό να υπάρξει συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, πρωτίστως στον Δήμο Αθηναίων, όπου θα πρέπει να αναζητηθεί ως υποψήφιος άνθρωπος με επαρκή γνώση της αυτοδιοίκησης. Αλλιώς, πέραν του κ. Μητσοτάκη, θα οφείλει χάριτας, στον ΣΥΡΙΖΑ, και ο κ. Μπακογιάννης.
 
Τίποτε, όμως, δεν δείχνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, και πρωτίστως η ηγετική του ομάδα, έμαθε κάτι. Γι’ αυτό –όπως συνήθως συμβαίνει σε ένα βοναπαρτικό κόμμα, όπου τα συλλογικά όργανα συντονίζονται στην εμμελή δοξολογία της ευάριθμης πραγματικής ηγεσίας και των διαγγελματικών, συχνά έμφορτων συγκινησιακού παλμού, φθεγμάτων– η πολιτική ευθύνη κυκλοφορεί αδέσποτη, προσδοκώντας μήπως και κάποιος την απαλλάξει από την ορφάνια της. Ίσως και να συμβεί, και ο ΣΥΡΙΖΑ να αναθεμελιωθεί μέσα από την ωρίμαση που επιφέρει η αυτογνωστική εμπειρία της εμπράκτως ανειλημμένης ευθύνης. Αλλιώς, το βάρος της ευθύνης θα το επωμιστούν οι σεσημασμένοι υπαίτιοι, που φταίνε για τα πάντα, από το 2019: η Γιαδικιάρογλου, η Πετροβασίλη και ο Χατζηπετρής.

Στέφανος Δημητρίου