Macro

Στέφανος Δημητρίου: Ποιοι είμαστε εμείς και γιατί μας ενδιαφέρει η Επανάσταση του 1821;

Τα συντάγματα της Επανάστασης περιλαμβάνουν μία προοιμιακή αναφορά στην έννοια του έθνους. Παρά τα κοινά προοιμιακά τους στοιχεία, ως προς τον προσδιορισμό του ελληνικού έθνους, εμφανίζουν και διαφορές ως προς το ποιοι θα λογίζονται μέλη του, δηλαδή πολίτες. Απαντούν διαφορετικά, δηλαδή, στο ποιοι θα συναποτελούν τον λαό. Ο τελευταίος είναι το ενιαίο πολιτικό σώμα, έτσι όπως το συγκροτεί το συντακτικό υποκείμενο της πράξης διά της οποίας θεσπίζεται το σύνταγμα. Αυτή η πράξη ισοδυναμεί με άσκηση εξουσίας, οπότε εκφράζει αντίστοιχη κυριαρχική βούληση. Η ταυτότητα αυτού του συντακτικού υποκειμένου αποκρυσταλλώνεται στην έννοια του έθνους, με την πολιτική, πλέον, σημασία της.

Στο σύνταγμα της Τροιζήνας (1827) διατυπώνεται η σχέση κυριαρχίας και συντακτικής εξουσίας. Η ίδια η έννοια της κυριαρχίας είναι η παραγωγική συνθήκη της συντακτικής εξουσίας. Στο άρθρο 5 του εν λόγω συντάγματος, αυτή ανήκει στο έθνος. Ο πολιτικός ορισμός του έθνους συνιστά και προσδιορισμό του φορέα της κυριαρχίας. Το έθνος, οριζόμενο ως υποκείμενο της συντακτικής εξουσίας, αναπροσδιορίζει τη σημασία της τελευταίας. Η Επανάσταση δεν είναι μόνο η απελευθέρωση από την οθωμανική κατάκτηση, αλλά και η πράξη με την οποία καθιδρύεται μια νέα πολιτειακή οργάνωση. Η Επανάσταση είναι η πράξη που θεμελιώνει την ελληνική Πολιτεία. Συνεπώς, ο φορέας της κυριαρχίας δεν είναι κάτι πρόσκαιρο, οριζόμενο σε αναφορά αποκλειστικώς προς τον επαναστατικού αγώνα, αλλά υπερβαίνει αυτή την προσωρινότητα και αυτοσυγκροτείται ως διαρκώς κυρίαρχη πολιτική ενότητα. Είναι φορέας της συντακτικής εξουσίας, άρα και έκφραση της κυριαρχίας στην αρτιγέννητη πολιτεία. Το πολιτικό έθνος θεμελιώνει την Πολιτεία, αλλά και διασφαλίζει τη συνοχή της. Ως εκ τούτου, θα είναι και η εγγυητική δύναμη των δικαιωμάτων που φέρουν οι συναποτελούντες αυτό το πολιτικό σώμα, δηλαδή οι πολίτες, άρα ο λαός. Η Επανάσταση, ως πράξη θεμελίωσης της Πολιτείας, συγκροτεί και το «Εμείς» αυτής της Πολιτείας, ως συνόλου υποκειμένων ίσων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, καθώς και ίσου πολιτικού αυτοκαθορισμού. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία: η δημοκρατική – φιλελεύθερη, αλλά και ρεπουμπλικανική, ιδεολογία της, όπως αποτυπώνεται στα κείμενα του Κοραή για την πρωτοκαθεδρία του νόμου ως ρυθμιστή των πολιτικών σχέσεων, του Αναστάσιου Πολυζωίδη και, βεβαίως, του Ρήγα, εξαίρει τη σπουδαιότητα της ισότιμης πολιτικής συμμετοχής.

Η Επανάσταση θεμελιώνει την πολιτική ιδιότητα στην πολιτική ισότητα, άρα θεμελιώνει τη συνθήκη κατά την οποία η δημοκρατική αρχή ορίζεται ως σύνθεση ελευθερίας και ισότητας. Η Επανάσταση θεμελιώνει το δημοκρατικό κράτος. Προϋποτίθεται, όμως, η εδραίωση της κυριαρχίας σε μια εδαφικώς καθορισμένη εθνική κρατική οντότητα, δηλαδή την Πολιτεία. Το έθνος κατοπτρίζει την ισχύ της κυριαρχίας. Αυτήν θα εκδηλώνει εντός της Πολιτείας. Ποια χαρακτηριστικά, όμως, θα συγκροτούν την αυτοτελή ύπαρξη αυτής της Πολιτείας και θα επιτρέπουν τον αντίστοιχο προσδιορισμό της;

 

«Επειδή δε η κοινή ελευθερία είν’ ο όρος του δημοκρατικού πολιτεύματος»

Απάντηση μπορούμε να βρούμε, πλην των συνταγματικών κειμένων, σε πραγματεία του Αναστάσιου Πολυζωίδη για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης είναι γνωστός κυρίως ως ο δικαστής ο οποίος αντιστάθηκε στη θανατική καταδίκη που επιβλήθηκε στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Δημήτριο Πλαπούτα. Δεν είναι, δυστυχώς, γνωστός για τη συμβολή του στη νεοελληνική πολιτική σκέψη.

Πρόκειται για το πρωτοποριακό κείμενο «Θεωρία γενική περί των διαφόρων διοικητικών συστημάτων και εξαιρέτως περί του κοινοβουλευτικού. Μεθ’ ην έπεται πραγματεία σύντομος περί των ειρηνοποιών και ορκωτών κριτών της Αγγλίας. Κατά τους αρίστους Γάλλους και Άγγλους Συγγραφείς» (Μεσολόγγι, 1825). Εδώ, ο Πολυζωίδης αναλύει και τους τύπους των πολιτευμάτων. Ασχολείται ιδιαίτερα με το κοινοβουλευτικό – παραστατικό πολίτευμα, το οποίο θεωρεί το πιο ταιριαστό προς τη δημοκρατία. Αναδεικνύει την εξέχουσα σημασία της δημοκρατικής αρχής και επιχειρεί τον εννοιολογικό προσδιορισμό της μέσω της συζυγίας των αρχών της ελευθερίας και της ισότητας, οι οποίες εξετάζονται σε αναφορά προς τον Αριστοτέλη, τον Ρουσσώ, τον Μοντεσκιέ, αλλά και τους Άγγλους ωφελιμιστές.

Ο Πολυζωίδης προσδιορίζει τη δημοκρατική αρχή ως σύνθεση ελευθερίας και ισότητας. Στο επιχείρημά του είναι σημαντικός ο προσδιορισμός της έννοιας της πολιτικής ελευθερίας μέσω της αρχής του αυτοκαθορισμού: εφόσον η δημοκρατία προάγει την ελευθερία και την ισότητα των ανθρώπων και, άρα, αναγνωρίζει τον άνθρωπο ως θεμελιώδη αξία, η πολιτική ελευθερία προϋποθέτει τη δυνατότητα αυτοκαθορισμού των ανθρώπων. Η διεύρυνση αυτής της προβληματικής οδηγεί στην παραδοχή ότι, στη δημοκρατία, ο λαός είναι ελεύθερος, επειδή, αν και αρχόμενος, άρχει και ο ίδιος. Επαναφέρει, δηλαδή, τον αριστοτελικό ορισμό της πολιτικής ιδιότητας, όπως τον ανέδειξε και ο Ρουσσώ. Ο Πολυζωίδης συλλαμβάνει τη δημοκρατική αρχή σε συνάφεια προς τον φιλελεύθερο συνταγματισμό. Υποστηρίζει, δηλαδή, τη σύσταση της κρατικής εξουσίας κατά τρόπο τέτοιο ώστε να διασφαλίζεται ο συνταγματικός περιορισμός της μέσω της διάκρισης των εξουσιών. Αυτή συνιστά τη μείζονα φιλελεύθερη, οργανωτική αρχή. Η διατύπωσή της τόσο στη γαλλική «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη», στο άρθρο 16, όσο και στο προαναφερθέν -εξόχως δημοκρατικό- σύνταγμα της Τροιζήνας, στο άρθρο 36, ορίζουν το πλαίσιο εντός του οποίου εξελίσσεται η προβληματική του ως προς τη δημοκρατία. Καταλήγει, δηλαδή, στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Η αρχική της διατύπωση είναι στα “Πολιτικά” του Αριστοτέλη, αλλά η συστηματική της επεξεργασία οφείλεται στον Ρουσσώ. Αυτός ορίζει ότι η κυριαρχία υπάρχει στο υποκείμενο «λαός», αλλά όχι υπό αφηρημένη μορφή. Ο λαός λογίζεται ως συντεταγμένη πολιτική ενότητα, ώστε όλοι οι πολίτες, αλλά και καθένας από αυτούς, να είναι φορείς ενός ισομερώς καθοριζόμενου βαθμού κυριαρχίας: όλοι άρχονται, όλοι άρχουν και όλοι υπακούουν στον κυρίαρχο, δηλαδή στον νόμο που θέτουν οι ίδιοι και προς τον οποίον οφείλουν υπακοή. Αυτό συνιστά και την ουσία της πολιτικής ελευθερίας ως ισονομίας. Είναι ο πυρήνας του δημοκρατικού ρεπουμπλικανισμού ως δημοκρατικού πατριωτισμού, δηλαδή αφοσίωσης στη δημοκρατική πολιτεία.

Λαϊκή κυριαρχία και δικαιοκρατική οργάνωση

Ο Πολυζωίδης εστιάζεται στην αρμονική σχέση της φιλελεύθερης αρχής της διάκρισης των εξουσιών, καθώς και της διασφάλισης ατομικών δικαιωμάτων, με τη δημοκρατική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών περιγράφεται ως οργανωτική αρχή του κράτους, προσδιορίζουσα τη φιλελεύθερη μορφή του κράτους. Συνεπώς, η αρχή της διάκρισης των εξουσιών θα μπορούσε να υπάρχει και χωρίς την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, εφόσον η πρώτη καθορίζει τα δικαιοκρατικά και φιλελεύθερα στοιχεία της μορφικής σύστασης του κράτους, χωρίς να περιλαμβάνει και την έννοια της αυτονομίας, δηλαδή του πολιτικού, δημοκρατικού αυτοκαθορισμού του λαού, που είναι και ο πυρήνας της λαϊκής κυριαρχίας. Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών λοιπόν δεν αφορά ούτε την πολιτική αντιπροσώπευση ούτε τον πολιτικό και δημοκρατικό αυτοκαθορισμό του λαού, αλλά τον επιμερισμό των εξουσιών στα όργανα του κράτους. Κατά συνέπεια, δεν καθορίζει το πολίτευμα, όπως κάνει η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αλλά τη μορφή του κράτους.

Ο Πολυζωίδης αναδεικνύει σε μείζον ζήτημα της θεωρίας του για τη δημοκρατία τη συνύπαρξη αυτών των αρχών ως πυλώνων του φιλελεύθερου και δημοκρατικού συνταγματισμού. Αυτό, όμως, μας οδηγεί στον δημοκρατικό πατριωτισμό του Ρήγα Φεραίου και τα πολιτικώς φιλελεύθερα στοιχεία του. Το κράτος, του οποίου το «Σχέδιο συντάγματος» εξεπόνησε ο Ρήγας, θα ήταν δημοκρατικό, φιλελεύθερο, πολυεθνικό. Θα ήταν και ελληνικό; Θα ήταν ελληνικό, διότι, εκείνη την περίοδο, το ελληνικό έθνος -με την πολιτική σημασία του όρου, όπως αυτή αποτυπώνεται στα επαναστατικά συνταγματικά κείμενα, άρα όχι το γένος των Ελλήνων, που είναι προπολιτική έννοια- ήταν αυτό που θα εξέφραζε τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες του Ρήγα.

Η αναφορά στη συνταγματική οργάνωση του κράτους είναι αναγκαία, διότι δείχνει ότι πρόκειται για κράτος δικαίου, στο οποίο το σύνταγμα ορίζει το δικαιοκρατικό πλαίσιο της κρατικής εξουσίας και θέτει τους θεσμικούς περιορισμούς της, ώστε να αποτρέπεται οποιαδήποτε αυθαιρεσία ή απολυταρχική εκτροπή. Έτσι, το σύνταγμα του Ρήγα δεν εστιάζεται αποκλειστικώς στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αλλά προβλέπει τον εμπλουτισμό και την ενίσχυσή της και με μορφές άμεσης δημοκρατίας, όπως είναι η διενέργεια δημοψηφισμάτων (άρθρο 50). Η θεμελιώδης όμως βάση για τη θεμελίωση αυτού του κράτους είναι η «αυτοκρατορία του λαού», η λαϊκή κυριαρχία. Ο «αυτοκράτωρ λαός» είναι ο φορέας της κυριαρχίας (άρθρο 7). Παραλλήλως, ο φιλελεύθερος χαρακτήρας του συντάγματος του Ρήγα καταφαίνεται και από την προτασσόμενη διακήρυξη των «Δικαίων του Ανθρώπου».

Είναι η Πολιτεία την οποία δημιουργεί η θεμελιώδης, πολιτική πράξη της Ελληνικής Επανάστασης, με την οποία το γένος μετατρέπεται σε έθνος, σε επαναστατημένο λαό, σε αυτόνομο πολιτικό υποκείμενο. Ο πολιτικός στοχασμός του Πολυζωίδη, σε αυτή τη δοκιμιακή μορφή που τον εκθέτει, αλλά χωρίς να του λείπει η επιχειρηματολογική στιβαρότητα και συνοχή, είναι μια έξοχη συνηγορία υπέρ της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Είναι σπουδαίο δείγμα του θεωρητικού προβληματισμού της Επανάστασης. Και επειδή η δημοκρατική, συνταγματική πολιτεία είναι το πεδίο της πολιτικής μας συνύπαρξης, καθώς και της καταξίωσης του πολιτικού πλουραλισμού, εντός της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η Ελληνική Επανάσταση εξακολουθεί να μας αφορά για τον εξής λόγο: Όλοι μας γεννηθήκαμε σε διαφορετικές χρονολογίες. Όμως, ως πολίτες, είμαστε όλοι και όλες συνομήλικοι, γιατί, ως πολίτες, έχουμε την ίδια γιαγιά και την ίδια μάνα. Η πρώτη είναι η Γαλλική Επανάσταση, η δεύτερη, η δική μας, η Ελληνική, το 1821.

Η Επανάσταση γέννησε την ελληνική Πολιτεία, δηλαδή το «Εμείς» του πολιτικού σώματος, δηλαδή εμάς. Ως εκ τούτου, η πολιτική μας ταυτότητα γράφει και 1789 και 1821. Η Επανάσταση του 1821 μας ενδιαφέρει και σήμερα, διότι θα μας νοιάζει πάντα η δημοκρατική Πολιτεία, επειδή, χωρίς αυτήν, δεν θα είμαστε πια «Εμείς», δηλαδή πολιτική κοινότητα. Θέλουμε να παραμείνουμε τα ισότιμα μέλη αυτού του «Εμείς», περιφρουρώντας τη δημοκρατική πολιτεία; Τι σημαίνει αυτό για εμάς, σήμερα; Νά η δοκιμασία της πολιτικής μας αυτεξουσιότητας. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση της Επανάστασης, 200 χρόνια μετά: ο εθνικός και πολιτικός αναστοχασμός μας. Εάν είναι έτσι, τότε η Επανάσταση δεν μας ενδιαφέρει απλώς, αλλά μας νοιάζει και μας καίει.

 

Ο Στέφανος Δημητρίου είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

Πηγή: Η Αυγή