Η κρίση της πολιτικής, ως κρίση νοήματος, δημόσιας σφαίρας, αντιπροσώπευσης και λαϊκής κυριαρχίας, αποτελεί το νήμα για το υφαντό σκέψεων που πλέκει ο Στέφανος Δημητρίου στο νέο του βιβλίο.
Η απάντηση που προτείνει, στερεωμένη στην κλασική πολιτική φιλοσοφία και την κανονιστική ισχύ των δημοκρατικών αρχών, προϋποθέτει τη ριζική αναθεώρηση της ιδέας της προόδου και την αναθεμελίωση της διάκρισης Αριστεράς – Δεξιάς. Για να φύγει η Αριστερά προς τα μπρος, ενδεχομένως χρειάζεται να κάνει κάποια «συντηρητικά» βήματα πίσω. Για να ανακτήσει τη χαμένη της αξιοπιστία και να υπηρετήσει αξιόμαχα το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, προτάσσοντας το γενικό συμφέρον, πρέπει να ανασυγκροτηθεί πρωτίστως αξιακά και ηθικοπολιτικά, συνδεόμενη με τις δημοκρατικές παραδόσεις (ΕΑΜ, ΕΔΑ) που την καταξίωσαν ως υπεύθυνη και υπολογίσιμη εθνική δύναμη. «Η λύση απαιτεί λεπτή και ευέλικτη πολιτική πραγματολογική στάθμιση» (σ. 106). Απαιτεί κυρίως ξεβόλεμα από τις αυτοδικαιωτικές βεβαιότητες και τον αυτοθαυμασμό τού a priori ηθικού πλεονεκτήματος.
Ο συγγραφέας σε μεγάλο μέρος του βιβλίου ελέγχει τα ηθικά και οικονομικά επιχειρήματα του κυρίαρχου νεοφιλελευθερισμού. Σε αντίθεση με τον πολιτικό φιλελευθερισμό, ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι φιλελεύθερος. Η δημοκρατία είναι γι’ αυτόν εμπόδιο και το κράτος εργαλείο που λειτουργεί επ’ ωφελεία της αγοράς και όχι της κοινωνίας. Απέναντι, λοιπόν, στον κυνικό εμπειρισμό της Δεξιάς και του ακραίου Κέντρου και την επέλαση της Ακροδεξιάς των χαμηλών ενστίκτων, η Αριστερά, προβάλλοντας το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της άρσης των ανισοτήτων, καλείται διεθνώς να υπερασπιστεί: τον πολιτικό φιλελευθερισμό και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, τις μεταρρυθμίσεις και το αποτελεσματικό κράτος, τον εκσυγχρονισμό και την προοπτική του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού. Όλο το απαγορευμένο, ρεφορμιστικό, λεξιλόγιο δηλαδή, το οποίο υποτίμησε και χάρισε στις αυτοκαταστροφικές διαθέσεις ενός συστήματος κυριαρχίας ανίκανου να αναπαραχθεί.
Την υπεράσπιση και τη ριζοσπαστική εμβάθυνση της φιλελεύθερης δυτικής δημοκρατίας, που δεν μπορεί ο νεοφιλελευθερισμός και δεν θέλει η Ακροδεξιά, έχει καθήκον να αναλάβει η Αριστερά. Ο Δημητρίου ιστορικοποιώντας επιμένει στο σημασιολογικό περιεχόμενο των εννοιών (ελευθερία, ισότητα, κράτος κ.λπ.). Αποσαφηνίζοντας καίρια τον θολό όρο «δημοκρατικός σοσιαλισμός», προβάλλει τον «ρεπουμπλικανικά δημοκρατικό και πολιτικά φιλελεύθερο σοσιαλισμό» ως τη μόνη ρεαλιστικά υπερασπίσιμη σήμερα αριστερή πολιτική. Έτσι καλεί την Αριστερά να δώσει τη μάχη των ιδεών έξω από το σημαδεμένο τερέν του ριζοσπαστισμού και του αντισυστημισμού. Η τομή της σκέψης του συνίσταται στον εντοπισμό του τεράστιου «κατασκευαστικού» προβλήματος της σύγχρονης Αριστεράς που βραχυκυκλώνει όταν χρειάζεται να λειτουργήσει «σε σχέση με» τον κόσμο, την πραγματικότητα και τους άλλους παίχτες του δημοκρατικού παιχνιδιού.
Η κριτική του στην υπαρκτή Αριστερά για στρεβλώσεις, ανορθολογισμούς, στραβά μάτια και τοξικότητες είναι αυστηρή και δίκαιη. Οι ερεθιστικές προτάσεις του για τη δυνατότητα διαλόγου ακόμα και με την Κεντροδεξιά, μολονότι μοιάζει να παραγνωρίζουν τους περίπλοκους όρους της τρέχουσας πολιτικής αντιπαράθεσης, μπορούν να κατανοηθούν στο πλαίσιο της γενικότερης θεώρησης για την αναθεμελίωση της πολιτικής στη βάση τού ηθικά και αξιακά δέοντος. Το επίμετρο για το δημοκρατικό δημόσιο σχολείο αποτελεί την κορωνίδα μιας ερεθιστικής σκέψης που επιμένει να διατυπώνει γενναία αντιδημοφιλείς θέσεις, κόντρα στη λογική της ευκολίας.
Το βιβλίο αποτελεί συμβολή στην πολιτική αυτογνωσία της Αριστεράς που δυσκολεύεται πια να αναγνωρίσει την καταγωγική της προέλευση στον ορθό λόγο του Διαφωτισμού. Ο συγγραφέας σωστά σημειώνει ότι η Αριστερά που περιγράφει, δεν υφίσταται ως πολιτικός φορέας. Αναρωτιέμαι, ωστόσο, αν μέσα στις περιπέτειες και τις μεταλλάξεις της, η δημοκρατική και μεταρρυθμιστική Αριστερά παραμένει ως υπαρκτό, ζωντανό δηλαδή, και όχι μόνο ιστορικό, ρεύμα ιδεών. Άραγε ποιες δεκτικότητες θα συναντήσουν οι «παλαιομοδίτικες» θέσεις του συγγραφέα εντός των αριστερών τειχών, ειδικά απ’ όσους έχουν διαπαιδαγωγηθεί πολιτικά στα νάματα του ριζοσπαστισμού της κρίσης; Μα, κι αν παραμένει ζωντανό αυτό το ρεύμα ιδεών, πώς γίνεται να μπολιαστεί με έναν, απαραίτητο για να αλλάξουν τα πράγματα, έλλογο ριζοσπαστισμό;
Κώστας Καραβίδας
Η ΕΠΟΧΗ