Συνεντεύξεις

Στέφανος Δημητρίου: «Διέρχεται κρίση ο ίδιος ο θεσμός του πολιτικού κόμματος»

Ο Στέφανος Δημητρίου, καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πάντειο πανεπιστήμιο, μιλά για την κρίση αξιοπιστίας που διέρχονται οι δημοκρατικοί πολιτικοί θεσμοί και την κρίση του πολιτικού και του κομματικού συστήματος, που εν τέλει ενισχύουν την ακροδεξιά. Επιμένει πολύ στα καθήκοντα της Αριστεράς στο τοπίο που διαμορφώνεται και ασκεί κριτική στο τρόπο που οργανώνεται και δρα.
 
Το κομματικό σύστημα έχει ρευστοποιηθεί και παράλληλα η κοινωνία έχει βυθιστεί στην αδράνειά της. Που θα οδηγήσει η κρίση του κομματικού συστήματος;
 
Είναι η κρίση αξιοπιστίας που διέρχονται οι δημοκρατικοί πολιτικοί θεσμοί. Η κρίση αντιπροσώπευσης είναι πλέον το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των δυτικών δημοκρατιών, όχι μόνο της δικής μας χώρας. Στην Ελλάδα, έχουμε ένα επιπλέον πρόβλημα. Δεν έχουμε ούτε τη θεσμική παράδοση ούτε τη θεσμική οργάνωση των άλλων ευρωπαϊκών κοινωνιών. Υπό αυτή την έννοια, είναι ισχυρότερες οι διαλυτικές συνέπειες αυτής της εξέλιξης. Πρόκειται για κρίση και του πολιτικού και του κομματικού συστήματος. Τα πολιτικά κόμματα αποτυγχάνουν να λειτουργήσουν ως αποτελεσματικοί μηχανισμοί εκπροσώπησης της κοινωνίας. Η δημοκρατία που εκφραζόταν μέσα από τα πολιτικά κόμματα τείνει να μεταλλαγεί σε φιλελεύθερη ολιγαρχία του 19ου αιώνα, αλλά χωρίς τη συνοχή που είχαν οι κοινωνίες τον 19ο αιώνα. Η φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση αδυνατεί να χειριστεί τις αντιφάσεις της. Ο ψηφιακός καπιταλισμός θέτει εκποδών μεγάλες μερίδες της κοινωνίας, που αδυνατούν να συμβαδίσουν με τη ραγδαία εξέλιξη, ενώ τα ΜΜΕ συχνά υποκαθιστούν τους πολιτικούς θεσμούς. Η πολιτική επίσης αδυνατεί να παρακολουθήσει την ταχύτητα αυτών των αλλαγών και απλώς σέρνει το βήμα της ασθμαίνοντας. Διέρχεται κρίση ο ίδιος ο θεσμός του πολιτικού κόμματος ως κατεξοχήν θεσμός της πολιτικής νεωτερικότητας. Η κρίση των δημοκρατικών πολιτικών θεσμών πιστεύω ότι συνδέεται και με μετασχηματισμούς του καπιταλισμού. Συγκεκριμένα: το διοικητικό μοντέλο των μεγάλων επιχειρήσεων καθίσταται βαθμηδόν πρότυπο διοίκησης και οργάνωσης των πολιτικών κομμάτων, με διευθυντικά στελέχη, τους λεγόμενους μάνατζερ. Αυτό συνδέεται και με τον μεταβιομηχανικό καπιταλισμό. Συνεπώς, ποιες θα είναι σύγχρονες δημοκρατικές, εγγυητικές δεσμεύσεις του του τωρινού ασύδοτου καπιταλισμού; Αυτό το ερώτημα, όμως, προϋποθέτει να δεσμευτούμε εμείς οι ίδιοι ότι το να υπερασπιζόμαστε τη βαλλόμενη αντιπροσωπευτική δημοκρατία σημαίνει ότι υπερασπιζόμαστε πρωτίστως τον πολιτισμό της, τον ευρωπαϊκό συνταγματικό πολιτισμό και το αξιακό του σύστημα. Αυτό το σύστημα συναρτά τη δέσμευση στην αξία της δημοκρατίας με την εκπλήρωση των υποχρεώσεών μας προς τους πολιτικούς θεσμούς. Προϋποθέτει την αυτοσυνειδησία της δέσμευσης όλων μας σε ένα ζητούμενο κοινωνικό συμβόλαιο, άρα την αναζήτηση συγκλίσεων, προς επίτευξη συναινέσεων, με σκοπό την αναδιοργάνωση του πολιτικού συστήματος. Το κοινωνικό κράτος ήταν συμφυές προς αυτόν τον πολιτισμό της δημοκρατίας. Συνεπώς, μήπως πρέπει πάλι να «εκπολιτιστούμε»; Χρειάζεται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, που σαφώς θα περιλαμβάνει και τη δημοκρατική Κεντροδεξιά. Χωρίς ένα τέτοιο κοινωνικό συμβόλαιο, η Άκρα Δεξιά δεν θα έχει απλώς ανοιχτό δρόμο μπροστά της, αλλά ολόκληρη λεωφόρο.
 
 
Η ατζέντα της Άκρας Δεξιάς είναι πλέον κυρίαρχη στον δημόσιο λόγο και βλέπουμε συνεχώς τα ποσοστά της αθροιστικά να αυξάνονται. Είναι ο μεγάλος κερδισμένος της κρίσης του πολιτικού συστήματος;
 
Η αναξιοπιστία του κομματικού συστήματος πλήττει και τη ΝΔ και την Αριστερά και δημιουργεί τις ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για την ενίσχυση της Άκρας Δεξιάς, η οποία δεν χρειάζεται να διατυπώνει προτάσεις. Της αρκεί ότι μπορεί να θέτει στους πολίτες της Ευρώπης και της Αμερικής το ακόλουθο ερώτημα: «Και η δημοκρατία τι έχει κάνει για σένα; Πόση σημασία σού δίνει;» Η αντιμετώπιση αυτού του ερωτήματος απαιτεί και την αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά και τη συνεργατική επιδίωξη της επανεύρεσης και ανακαθιέρωσης του δημοκρατικού ήθους στη δημόσια σφαίρα. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία ουδέποτε υπήρξε απλώς ένα σύστημα διακυβέρνησης. Η άνοδος της Άκρας Δεξιάς, στις πρόσφατες εκλογές, δεν είναι μόνο ποσοτική, αλλά και ποιοτική. Αυτό εγγράφεται στη διάκριση κυριαρχίας και ηγεμονίας. Η πρώτη είναι πολιτική κατίσχυση. Η δεύτερη είναι εδραίωση μιας νοοτροπικής στάσης στον νου και το συναίσθημα των ανθρώπων. Νομίζω ότι ο στόχος της Άκρας Δεξιάς είναι το δεύτερο. Εάν ισχύει αυτό, οι δυνάμεις της πολιτικής δημοκρατίας θα πρέπει να συγκλίνουν στο κοινωνικό συμβόλαιο της θεσμικής ανανέωσης και της κοινωνικής της εμβάθυνσης.
 
 
Το οποίο επιβάλλει ξανά ευρύτερες συμμαχίες, για την αντιμετώπιση της Άκρας Δεξιάς, αυτό που ονομάστηκε «δημοκρατικό τόξο» επί Χρυσής Αυγής. Πώς όμως θα συμβεί αυτό όταν όλα τα κόμματα έχουν εσωτερικούς τριγμούς και αλληλοσπαράζονται;
 
Εδώ θα δοκιμαστεί η προτεραιότητα που θα πρέπει να έχει η ηθική της υπευθυνότητας, έναντι της ηθικής της πεποίθησης. Θα πρέπει και η Αριστερά να εγκαταλείψει την αυταρέσκεια που είχε μέχρι τώρα, να ανοιχτεί στην κοινωνία, να πάψει να είναι υπόθεση κομματικών γραφειοκρατιών και να οργανωθεί ως μια προγραμματική δημοκρατική, μεταρρυθμιστική Αριστερά. Αυτό συνεπάγεται την επανοικείωση της κλασικής σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής, που, υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι και η πιο ριζοσπαστική (π.χ. προοδευτική φορολόγηση του κράτους και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση). Αυτή η προοπτική συνιστά προτύπωση του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Η αναφορά στον σοσιαλισμό μάς κάνει ριζοσπαστική Αριστερά. Η αναφώνησή του, όπως το «Κύριε Ελέησον», μας καθιστά απλώς αυτοαναφορική και αυτάρεσκη Αριστερά. Ο κόσμος δεν νοιάζεται για το δικό μας ιστορικό όραμα, που αποτελεί εχέγγυο επιδεικνυόμενης αριστεροσύνης, αλλά να του απαντήσουμε στο πώς θα βελτιωθεί η καθημερινότητά του. Άλλωστε, ο ριζοσπαστισμός δεν είναι αυτονοήτως αριστερός. Αλλιώς, γιατί μιλάμε τόση ώρα για την Άκρα Δεξιά;
 
 
Η εμπειρία από τέτοια πειράματα είναι αρνητική στο επίπεδο των λαϊκών τάξεων. Επιχειρήθηκαν και δεν απέδωσαν όσα λες.
 
Πρέπει να έχουμε επίγνωση ότι έχει συντελεστεί ένας βαθύτατος κοινωνικός μετασχηματισμός. Η πολιτική που περιέγραψα ήταν δοκιμασμένη, με τα θετικά και τα αρνητικά της, την περίοδο του βιομηχανικού κόσμου. Προϋπέθετε ισχυρά βιομηχανικά συνδικάτα και μια Αριστερά, η οποία έκανε πολιτική, εντός των εθνικών κρατών. Πρέπει να σκεφτούμε τη δυνατότητα μιας τέτοιας πολιτικής σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, όπου έχουμε έναν καινούργιο χρηματιστηριακό και ψηφιακό καπιταλισμό, ο οποίος δημιουργεί τις πλέον ανελέητες εργασιακές σχέσεις, που ισοδυναμούν με μία νέο «ancienne regime». Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να παραιτηθούμε. Οι πολιτικές πρωτοβουλίες δοκιμάζονται πάντοτε στην κόψη του καιρού.
 
 
Το ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να φτιάξει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, όπως δήλωσε. Μπορεί να υπηρετήσει αυτές τις ιδέες που περιγράφεις;
 
Θα το μάθουμε. Αυτό, όμως, έπρεπε να το έχει κάνει η Νέα Αριστερά. Έχασε μια πολύτιμη ευκαιρία. Η Νέα Αριστερά έχει το εξής πλεονέκτημα: διαθέτει μια αξιολογότατη κοινοβουλευτική ομάδα, απαρτιζόμενη από ανθρώπους οι οποίοι αποτελούν ένα πολύτιμο δυναμικό. Θα μπορούσε, ακομπλεξάριστα, να πάρει την πρωτοβουλία και να προτείνει κοινοβουλευτική συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ στο πεδίο σημαντικών θεσμικών παρεμβάσεων. Θα μπορούσε να καλέσει η ίδια σε διάλογο τους κοινωνικούς εταίρους για την επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας. Θα μπορούσε, π.χ., να συναντηθεί με τον πρόεδρο της ΓΣΒΕΕ, τον κ. Γιώργο Καββαθά, για να ενημερωθεί για τα προβλήματα του κλάδου της εστίασης, που είναι ο κορμός της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, και να διαμορφώσει σχετικές προτάσεις. Στα μικρομεσαία στρώματα, άλλωστε, στοχεύει, σε όλη την Ευρώπη, η Άκρα Δεξιά. Το ίδιο έγινε και στην Αμερική. Όμως, δεν το έκανε, διότι είναι υπερβολικά αυτοαναφορική. Κατανοώ, ότι εκκρεμούσε η κομματική συγκρότηση, αλλά φρονώ ότι δεν επηρεάζει τη δράση της κοινοβουλευτικής ομάδας. Η Νέα Αριστερά στο συνέδριο, άλλωστε, μόνο φραστικώς συγκροτήθηκε σε κόμμα, στην ουσία αυτοαναγορεύθηκε. Δεν υπάρχει κόμμα, χωρίς οργανωτική διάρθρωση και ερείσματα στην κοινωνία και την Τοπική Αυτοδιοίκηση (εδώ, ας θυμηθούμε τον Παναγιώτη Παπαγιάννη του ΚΚΕ εσωτερικού). Το δείχνει το παράδειγμα της ΕΔΑ και του Ι.Κ.Κ. Το δείχνουν ο Ηλίας Ηλιού και ο Μπερλινγκουέρ. Εξακολουθούν να μας λένε κάτι αυτά τα ονόματα;
 
 
Η ανανεωτική και ριζοσπαστική Αριστερά είναι σοβαρά τραυματισμένη μετά και την πολυδιάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος πλέον διαλύεται εις τα εξ ών συνετέθη. Και θα είναι πολύ δύσκολο για την Αριστερά να ξανασταθεί στα πόδια της.
 
Δεν γνωρίζω ποτέ άλλοτε ο κόσμος να σπάει πλάκα με την Αριστερά. Είναι ντροπή. Το αίσθημα της ντροπής, όμως, προϋποθέτει ευθύνη και αυτοσεβασμό. Ως εκ τούτου, δεν έχω να πω κάτι για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ευπρεπώς, όμως, εύχομαι κάθε επιτυχία στον νεοεκλεγέντα πρόεδρό του και ελπίζω να επιτύχει στο έργο της ανασύνταξης του κόμματός του. Θα είναι καλό για όλους. Η Νέα Αριστερά, τώρα, θα πρέπει να συστηθεί στην κοινωνία. Έχασε πολύτιμο χρόνο. Δεν μπορεί να καταγράφεται ως «αυτοί που έφυγαν από τον ΣΥΡΙΖΑ». Πρέπει να κερδίσει την πολιτική της αυτοτέλεια, όπως της αξίζει.
 
 
Το ερώτημα που θα μας ταλανίζει πάντα είναι πώς φτάσαμε ως εδώ. Και αυτό θα είναι κάτι που θα καλούνται τα κόμματα που προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ να απαντούν, για να μην ξανασυμβεί.
 
Συνέβη γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε κανένα ιστορικό βάθος σε ό,τι είχε να κάνει με την επίγνωση των ευθυνών που ανελάμβανε. Ήταν πράγματι ένα πολιτικό φαινόμενο, το οποίο δεν μπορεί να εξηγηθεί χωρίς την κρίση που πέρασε η χώρα, αλλά θα μπορούσε να μην είναι μόνο αυτό. Αυτή η συνθήκη τού επέτρεψε από το 4% να πάει στο 17% και μετά στο 35%, κάτι που δεν θα γινόταν χωρίς την καθοριστική συμβολή του Αλέξη Τσίπρα. Όμως, ο τυχοδιωκτικός τακτικισμός, ο οποίος συνίσταται στην ανενδοίαστη άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας και στον αυτοκαταστροφικό ναρκισσισμό, ότι δηλαδή η κοινωνία και η Ιστορία μάς χρωστάνε, συνδέεται και με την παντελή περιφρόνηση στην ιστορία της Αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε ένα ιστορικά ανεπίγνωστο σύμπτωμα της κρίσης, διότι ο ίδιος δεν κατάφερε να γίνει κάτι άλλο. Ο ΣΥΡΙΖΑ, περιδινούμενος και αυτοθαυμαζόμενος, μέσα στην οιηματική απαξίωση των πολιτικών αντιπάλων του, περιφρόνησε την ίδια την Ιστορία. Η έλλειψη ιστορικού βάθους τον οδήγησε στο να πνιγεί στα αβαθή νερά της κομματικής του γραφειοκρατίας και της βοναπαρτικής αλαζονείας. Όταν δεν καταλαβαίνεις ότι χρωστάς στην Ιστορία, αλλά πιστεύεις ότι εκείνη σού χρωστάει, τότε συνειδητοποιείς επώδυνα ότι, μόνο με την έπαρση και τη μεγαλαυχία, δεν μπορείς να πληρώσεις τέτοιον λογαριασμό.
 
 
Στο ΚΚΕ φαίνεται να καταλήγει πολύς κόσμος που απογοητευμένος απομακρύνεται από την ριζοσπαστική Αριστερά και έχω την αίσθηση ότι το ΚΚΕ δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτή τη συνθήκη, διότι δεν είναι στην κουλτούρα του να κινητοποιεί κόσμο για μια συλλογική διεκδίκηση, που θα ξεπερνά τις γραμμές του.
 
Το ΚΚΕ έχει πείσει ότι είναι σοβαρό κόμμα (και όντως είναι), γι’ αυτό και καταλήγουν σε αυτό. Βεβαίως είναι άλλο ζήτημα οι μεγάλες πολιτικές διαφορές. Πιστεύω ότι ο δημοκρατικός σοσιαλισμός είναι πολιτική δημοκρατία με κοινωνική δικαιοσύνη. Είναι σύνθεση δημοκρατικού ρεπουμπλικανισμού και πολιτικού φιλελευθερισμού. Από αυτή μου την πεποίθηση και μόνο αντιλαμβάνεστε ότι η απόσταση που με χωρίζει ιδεολογικά από το ΚΚΕ δεν είναι απλά ένα τσιγάρο δρόμος. Ωστόσο, είναι πολύτιμο κεφάλαιο στην ιστορία της χώρας, και με τα τραγικά λάθη του (ο Δεκέμβρης και ο Εμφύλιος) και με την ανεκτίμητη προσφορά του κατά τη διάρκεια του ενθικοαπελευθερωτικού Αγώνα κατά την Κατοχή. Και, τέλος, μιλούσαμε πριν για εργασιακά δικαιώματα. Τίποτε από αυτά δεν θα υπήρχε, χωρίς τους αγώνες και τις θυσίες του ΚΚΕ και της Αριστεράς. Αυτά, για να είμαστε έντιμοι και ακριβοδίκαιοι.
 
Ιωάννα Δρόσου, Παύλος Κλαυδιανός