Κι όμως η πολιτική της Κυβέρνησης Μητσοτάκη στον χώρο της υγείας αποδίδει. Πριν τις εκλογές του 2019 το σχέδιο Μητσοτάκη στον χώρο της υγείας ήταν μικρότερο ΕΣΥ, λιγότεροι γιατροί και νοσηλευτές και περισσότερος χώρος στον ιδιωτικό τομέα που μπορούσε(;) να προσφέρει ποιοτικότερες και φθηνότερες για τα δημόσια ταμεία (και όχι απαραίτητα για τους πολίτες) υπηρεσίες υγείας.
Κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κυβερνητικής θητείας είναι αλήθεια ότι αυτό το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε στην ολότητα και στη μέγιστη δυνατή ένταση, βασικά λόγω της πανδημίας. Είναι γνωστό ότι ο ιδιωτικός τομέας ήταν ιδιαίτερα απρόθυμος να επωμιστεί το οποιοδήποτε φορτίο κατά τη διάρκεια της οξείας φάσης της πανδημίας, με συνέπεια να χρειαστεί μία έκτακτη (μίνιμουμ) ενίσχυση του ΕΣΥ. Οι άνθρωποι του δημόσιου συστήματος υγείας το «πάλεψαν», αλλά η υπολειμματική υποστήριξη από την Κυβέρνηση Μητσοτάκη, η απουσία σχεδίου μακροπρόθεσμης ενίσχυσης και τα συσσωρευμένα λάθη, προβλήματα, στρεβλώσεις και ολιγωρίες της τελευταίας τριετίας έχουν αφήσει διακριτά σημάδια στο ταλαιπωρημένο ΕΣΥ και στο επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Ιδίως οι τελευταίες εβδομάδες δεν είναι παρά η ωρίμανση της πολιτικής Μητσοτάκη στον χώρο της υγείας.
Τα σοβαρά λειτουργικά προβλήματα στο νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία», με την αναστολή επί της ουσίας των τακτικών χειρουργείων και την υπολειτουργία των εργαστηρίων είναι ο τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα υπονόμευσης της δημόσιας παιδιατρικής περίθαλψης, καθώς προηγήθηκε η απαξίωση του «Παίδων Πεντέλης» και του «Καραμανδάνειου» παιδιατρικού νοσοκομείου της Πάτρας, αλλά και τα προβλήματα σε πολλές παιδιατρικές κλινικές περιφερειακών νοσοκομείων (πρόσφατα τα παραδείγματα των νοσοκομείων Σάμου και Ικαρίας, αλλά και πολλών άλλων νησιωτικών δομών).
Η κρίση υποστελέχωσης του ΕΣΥ είναι το φυσικό και μαθηματικό αποτέλεσμα του αρνητικής σχέσης στις μόνιμες προσλήψεις προς αποχωρήσεις της τελευταίας τριετίας, αλλά και των αναστολών εργασίας στις οποίες επιμένει εμμονικά η Κυβέρνηση Μητσοτάκη εδώ και ένα χρόνο. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή η αρνητική για το ΕΣΥ σχέση δεν εκπορεύεται από κάποια μνημονιακή επιταγή (π.χ. κανόνας 1 προς 5 = 1 πρόσληψη για κάθε 5 αποχωρήσεις που ίσχυε το 2015 και άλλαξε σε 1 προς 1 το 2019), αλλά αποτελεί μία ξεκάθαρη πολιτική επιλογή και υποθήκη. Διότι το υπό κατάρρευση ΕΣΥ θα χρειαστεί (ξανά) ένα εύλογο χρονικό διάστημα μέχρι να σταθεί στα πόδια του ακόμη και με ένα άλλο πολιτικό σχέδιο.
Στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας με την αντί-μεταρρύθμιση Πλεύρη, που επιχείρησε να στηριχθεί α) στον ιδιωτικό τομέα για να επαν-ενεργοποιήσει το θεσμό του οικογενειακού γιατρού (ως προσωπικό γιατρό αυτή τη φορά) και παρεμπιπτόντως β) στην αγαπημένη συνταγή των ακραίων, τον φόβο, απειλώντας τους πολίτες με αυξημένη οικονομική επιβάρυνση στο κόστος φαρμάκων σε περίπτωση μη εγγραφής τους. Στην πραγματικότητα ωστόσο η αντι-μεταρρύθμιση του προσωπικού γιατρού έχει ήδη ναυαγήσει. Το μόνο που έχει γίνει είναι η απλή αντιστοίχιση πληθυσμού κυρίως με γιατρούς των δημόσιων δομών, – καθώς οι ιδιώτες γύρισαν την πλάτη στο «εγχείρημα» – υπό την απειλή των «προστίμων» προς τους πολίτες, που έχουν αναγκάσει πολύ κόσμο να επιλέξει γιατρούς μακριά από τον τόπο κατοικίας του λόγω μη διαθεσιμότητας. Το αποτέλεσμα είναι ένα μη σύστημα προσωπικού γιατρού χωρίς άμεση επαφή με τον ασθενή. Σε συνδυασμό μάλιστα με την παγκόσμια πρωτοτυπία να μπορούν να έχουν ρόλο προσωπικού γιατρού υπερεξειδικευμένες ειδικότητες όπως ογκολόγοι, φυσίατροι, αιματολόγοι το «κακέκτυπο ΠΦΥ αλά Πλεύρη» οδηγεί σε πλήρη «μετάλλαξη» της μεταρρύθμισης του Ν. 4486/2017, σε «κακοποίηση» του θεσμού του οικογενειακού γιατρού και στην defacto αλλοίωση του πυρήνα της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (πρόληψη, προαγωγή υγείας, διεπιστημονική φροντίδα, παρέμβαση στην κοινότητα).
Τελευταίο, για την ακρίβεια πιο πρόσφατο, επεισόδιο στο κυβερνητικό «success story» στον χώρο της υγείας είναι η επιβεβαίωση της τραγικής διαχείρισης της πανδημίας με ένα ακόμη επιστημονικό τεκμήριο, τη νέα μελέτη του επικ. καθηγητή Δημόσιας Υγείας Θ. Λύτρα. Μελέτη που μεταξύ άλλων αποδεικνύει ότι παρά τον «υπερδιπλασιασμό» των ΜΕΘ, όπως διατυμπάνιζε προκλητικά η κυβέρνηση Μητσοτάκη, η θνητότητα των διασωληνωμένων ασθενών με covid ήταν 72,7% εντός ΜΕΘ και 97,7% για ασθενείς εκτός ΜΕΘ, καταγράφοντας ποσοστά εκτός ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Η μελέτη Λύτρα, που επιχειρήθηκε να απαξιωθεί με αίολα και επιστημοφανή επιχειρήματα, προφανώς πιστοποιεί ότι υπάρχει διαφορά στην φροντίδα εντός και εκτός ΜΕΘ και επιβεβαιώνει με αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι η καθοριστική παράμετρος για την ανθεκτικότητα και αποτελεσματικότητα του ΕΣΥ δεν είναι οι υποδομές και ο εξοπλισμός, αλλά το διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό.
Οι εγκληματικές πολιτικές ευθύνες της Κυβέρνησης Μητσοτάκη για τους αποτρέψιμους θανάτους, την κατάρρευση του ΕΣΥ και την εκτίναξη των ακάλυπτων υγειονομικών αναγκών είναι αδιαμφισβήτητες. Αδιαμφισβήτητες από τους ανθρώπους του συστήματος υγείας, από την επιστημονική έρευνα και τεκμηρίωση, αλλά κυρίως από την ίδια την κοινωνία.
Ο Σταμάτης Βαρδαρός είναι Σύμβουλος για θέματα Πολιτικής Υγείας του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Α. Τσίπρα, Υπεύθυνος Στρατηγικού Σχεδιασμού του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, πρώην Αν. Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Υγείας