Παραδομένες στη λογική της βίας και του διαχωρισμού αντί της διαπραγμάτευσης και της συνεργασίας, οι κυβερνήσεις της υφηλίου αύξησαν πέρυσι -εν μέσω πανδημίας- τις αμυντικές τους δαπάνες για πρώτη φορά πάνω από τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Σύμφωνα με τα νέα στοιχεία που δημοσιοποίησε χθες το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών της Στοκχόλμης για την Ειρήνη (SIPRI), οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν το 2021 σε πραγματικές τιμές κατά 0,7%, στα 2,113 τρισ. δολάρια. Ηταν ο έβδομος συνεχόμενος χρόνος αύξησης των στρατιωτικών δαπανών στον πλανήτη και υπεύθυνες για το 62% αυτών ήταν οι «συνήθεις ύποπτες» κυβερνήσεις των ΗΠΑ, της Κίνας, της Ρωσίας, της Βρετανίας και Ινδίας.
Η αύξηση των αμυντικών δαπανών -που σε ονομαστικές τιμές ήταν της τάξης του 6,1%- σημειώθηκε παρά το γεγονός ότι υφήλιος βρισκόταν πέρυσι στον δεύτερο χρόνο της πανδημίας. Γεγονός που -από μια άποψη- ισοδυναμεί με παράνοια: ενώ εκατομμύρια άνθρωποι συνέχιζαν να πεθαίνουν λόγω της πανδημίας, οι κυβερνώντες βρήκαν χρήμα να δαπανήσουν όχι για την υγειονομική κρίση αλλά για την προμήθεια ακόμη περισσότερων όπλων… Προκειμένου ενδεχομένως να αλληλοσκοτωθούν με αυτά όσοι γλιτώσουν από τον κορονοϊό.
Πανίσχυρο λόμπι
Στο βάθος αυτών των αποφάσεων για ακόμη περισσότερα όπλα υπάρχει βέβαια η αμυντική βιομηχανία. Το πανίσχυρο λόμπι της ελέγχει τις κυβερνήσεις και ήθελε και αυτή να έχει το μερίδιο της από την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας (2,2% του ΑΕΠ πέρυσι) όπως άλλωστε και οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες των εμβολίων.
Κορυφαία χώρα της υφηλίου στις αμυντικές δαπάνες παρά τη μικρή μείωση ήταν το 2021, με 801 δισ. δολάρια ή 3,5% του ΑΕΠ τους, οι ΗΠΑ. Σύμφωνα με τα στοιχεία του SIPRI, οι δαπάνες των ΗΠΑ για την προμήθεια οπλικών συστημάτων εμφανίζουν στην περίοδο 2012-2021 πτώση 6,4%. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τις δαπάνες τους για την έρευνα και την ανάπτυξη όπλων, οι οποίες στην ίδια δεκαετία κατέγραψαν άνοδο 24%. Αυτή η μεγάλη άνοδος σημαίνει, σύμφωνα με την ερευνήτρια στρατιωτικών δαπανών και παραγωγής όπλων του SIPRI Αλεξάνδρα Μαρκστάινερ, ότι οι ΗΠΑ εστιάζουν περισσότερο στις νέας γενιάς τεχνολογίες.
«Η αμερικανική κυβέρνηση έχει επανειλημμένα τονίσει την ανάγκη να διατηρηθεί το τεχνολογικό πλεονέκτημα του αμερικανικού στρατού έναντι των στρατηγικών ανταγωνιστών», τονίζει η Μαρκστάινερ. Από την άλλη πλευρά, τα όσα ξόδεψε πέρυσι η Ρωσία για άμυνα ήταν μεν υψηλότερα κατά 2,9% σε σχέση με το 2020, πολύ λίγα όμως σε σχέση με όσα δαπάνησαν οι ΗΠΑ.
Η Μόσχα δαπάνησε πέρυσι 65,9 δισ. δολάρια, ή το 4,1% του ΑΕΠ, αυξάνοντας τις στρατιωτικές της δαπάνες για τρίτο συνεχόμενο χρόνο. Οι δαπάνες της είχαν μειωθεί μεταξύ 2016 και 2019, αντανακλώντας τις χαμηλές τιμές ενέργειας και των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στη Ρωσία μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Η σημερινή αύξησή τους αντανακλά, σύμφωνα με τους αναλυτές του SIPRI, και το ράλι των πετρελαϊκών τιμών.
Η Ουκρανία ενίσχυσε και αυτή την άμυνά της μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τους Ρώσους, αυξάνοντας τις στρατιωτικές της δαπάνες κατά 72%. Πέρυσι αυτές ανήλθαν στα 5,9 δισ. δολάρια, ή το 3,2% του ΑΕΠ, δεν κατάφεραν όμως να σταματήσουν τη ρωσική εισβολή.
Ασία – Ειρηνικός
Αξιοσημείωτο είναι ακόμη το κλιμακούμενο μπαράζ εξοπλισμών στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Η Κίνα, δεύτερη σε αμυντικές δαπάνες χώρα του κόσμου μετά τις ΗΠΑ, ξόδεψε πέρυσι περί τα 293 δισ. δολάρια για τον στρατό της, 4,7% περισσότερο σε σχέση με το 2020.
Ηταν ο 27ος συνεχής χρόνος αύξησης των κινεζικών στρατιωτικών δαπανών, γεγονός το οποίο ώθησε αρκετές εκ των κυβερνήσεων των γειτονικών χωρών να ακολουθήσουν. Μεταξύ άλλων, η Ιαπωνία αύξησε τις δικές της στρατιωτικές δαπάνες κατά 7,3% -ή 7 δισ. δολάρια- στα 54,1 δισ. δολάρια, ενώ η Αυστραλία κατά 4%, στα 31,8 δισ. δολάρια.
«Η αυξανόμενη ενδυνάμωση της Κίνας μέσα και γύρω από τις θάλασσες της Νότιας και Ανατολικής Κίνας αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα αύξησης των στρατιωτικών δαπανών σε χώρες όπως η Αυστραλία και η Ιαπωνία», υπογράμμισε ένας άλλος ερευνητής του SIPRI, ο δρ Ναν Τιάν, προσθέτοντας ότι «ένα παράδειγμα αποτελεί η τριμερής συμφωνία ασφαλείας του AUKUS μεταξύ Αυστραλίας, Ηνωμένου Βασιλείου και Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία προβλέπει την αγορά οκτώ πυρηνικών υποβρυχίων από την Αυστραλία με εκτιμώμενο κόστος έως και 128 δισεκατομμύρια δολάρια».
Σημαντικό, τέλος, είναι και το γεγονός ότι 8 ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ αύξησαν πέρυσι τις δαπάνες τους στο 2% του ΑΕΠ τους που αποτελεί στόχο της συμμαχίας. Η Γερμανία δαπάνησε 56 δισ. δολάρια ή το 1,3% του ΑΕΠ της. Μετά τη φετινή ρωσική εισβολή στην Ουκρανία όμως η αλλαγή είναι ραγδαία. Η Γηραιά Ηπειρος εξελίσσεται προς τέρψιν των πολεμοκάπηλων στο νέο μεγάλο hot-spot των εξοπλισμών της υφηλίου.
Μπάμπης Μιχάλης