Ο τίτλος συμπυκνώνει όλη την πορεία του κομμουνιστικού και λαϊκού κινήματος στις σκληρές ελληνικές δεκαετίες του ’40 και του ’50. Η φράση του Νίκου Μπελογιάννη, στη δίκη που τον οδήγησε στο εκτελεστικό απόσπασμα ως πράκτορα της ΕΣΣΔ, δίνει το τίτλο στο βιβλίο «Έτσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα», στο οποίο δημοσιεύονται για πρώτη φορά τα πλήρη πρακτικά των δύο ιστορικών δικών που στοίχειωσαν την πρόσφατη πολιτική ιστορία του τόπου. Οι απολογίες των κατηγορουμένων και όσων υπέγραψαν δηλώσεις ή έδωσαν στοιχεία στην Ασφάλεια, οι αγορεύσεις, τα υπομνήματα και όσα διαμείφθηκαν στις δικαστικές αίθουσες ανασυνθέτουν το ζοφερό κλίμα της εποχής και φωτίζουν αποσιωπημένες, έως τώρα, ιστορικές πτυχές αλλά και τον ρόλο όλων εκείνων που επηρέασαν τα γεγονότα. Ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος, καθηγητής Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επιμελήθηκε και σχολίασε το αρχειακό υλικό που ανέσυρε η έρευνα του πατέρα του Γρηγόρη και μας βοηθά να κατανοήσουμε μια από τις κομβικές στιγμές της σύγχρονης ιστορίας μας.
Συνέντευξη στην Πόλυ Κρημνιώτη
* Γιατί καθυστέρησε τόσο να δημοσιευτεί αυτά το αρχειακό υλικό;
Η μία παράμετρος είναι η ίδια η δυσκολία ανεύρεσης του σχετικού υλικού. Ο μακαρίτης ο Τάσος Βουρνάς με μεγάλη δυσκολία κατάφερε στη δεκαετία του '80 να βρει τα επίσημα πρακτικά του στρατοδικείου αλλά μόνο τα πρακτικά της δεύτερης δίκης, γνωστής ως “δίκης των ασυρμάτων”, ήταν ευανάγνωστα και τα δημοσίευσε. Από την άλλη υπάρχουν και οι πολιτικοί λόγοι, με την ευρεία έννοια του όρου. Συγκεκριμένα, ενώ υπήρξε μια πρώτη μερική έκδοση των πρακτικών της δίκης στα τέλη του 1951 στις Ανατολικές χώρες, αυτή εστίασε σχεδόν αποκλειστικά στις απολογίες των κατηγορουμένων οι οποίοι συνέχισαν να υπερασπίζονται τη γραμμή του ΚΚΕ. Υπήρξε η επιλογή να συνεχίσει να προβάλλεται αποκλειστικά αυτή η πλευρά της δίκης. Επίσης θεωρώ ότι η ήττα της ένοπλης εξέγερσης που συμβόλισε ο Εμφύλιος, λειτούργησε ως τραύμα για άλλες εκδοχές της ελληνικής Αριστεράς, πράγμα που δεν ενθάρρυνε τη μελέτη των άμεσων επιπτώσεων του Εμφυλίου.
* Εσείς, εκτός από τους σημαντικούς προσωπικούς λόγους και το επιστημονικό ενδιαφέρον, γιατί αποφασίσατε να εμπλακείτε στην έκδοση αυτών των πρακτικών;
Καταρχάς ήταν οι οικογενειακοί λόγοι και η απότιση τιμής στη μνήμη του πατέρα μου για την έρευνα την οποία πραγματοποίησε αλλά δεν πρόφτασε να τη δει δημοσιευμένη. Έπειτα είναι η δική μου ακαδημαϊκή ιδιότητα, η οποία με έχει οδηγήσει στην εκπόνηση αρκετών μελετών γύρω από τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία και πολιτική. Τελευταίο αλλά καθόλου έσχατο είναι η πεποίθησή μου ότι στοιχεία της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας θα πρέπει να μελετηθούν σε μεγαλύτερο βάθος και να αναδειχτούν στον βαθμό που τους πρέπει, εμβαθύνοντας την αντίληψή μας για τις πολιτικές εξελίξεις του παρελθόντος.
* Ποια είναι αυτά τα στοιχεία; Συναντούμε κάποια στο βιβλίο σας;
Ενώ τα τελευταία χρόνια έχει πραγματοποιηθεί μια αρκετά εκτενής έρευνα, από πολλούς ιστορικούς, για την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου, για τη δεκαετία του '40 δηλαδή, δεν ισχύει το ίδιο για τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια και το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτά εξελίχθηκαν. Δεν έχουν αναδυθεί οι δραματικές επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή των «ηττημένων», οι πρώτες προσπάθειες επαναδραστηριοποίησης του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ, όπου εκεί συναντούμε και τον Νίκο Βαβούδη, η σκληρή αντίδραση των «νικητών» του εμφυλίου απέναντι σ' αυτές τις προσπάθειες, αλλά και όλο το πλέγμα των σχέσεων των ελληνικών κυβερνήσεων με τις ΗΠΑ και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Τα πρακτικά της δίκης συμβάλλουν στην ιστορική καταγραφή όλου αυτού του πλαισίου.
* Τι αποδεικνύει για τις δύο δίκες αλλά και γενικά για τους πρωταγωνιστές τους και την εποχή η μελέτη των πρακτικών τους;
Νομίζω πως προκύπτουν πολλά συμπεράσματα. Το πρώτο είναι πως η ελληνική άρχουσα τάξη επιθυμούσε να μην υπάρχουν καθόλου δραστηριότητες του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ. Και γι' αυτό προχώρησε και στις δύο δίκες. Η πρώτη έγινε τον Νοέμβριο του '51 με βάση τον Ν. 509 και η δεύτερη γίνεται τον Φεβρουάριο του '52 με την κατηγορία της κατασκοπείας. Επειδή ο 509 αφορούσε πολιτικά «εγκλήματα» που σχετίζονταν με τον εμφύλιο δεν ήταν εύκολο να οδηγήσει σε πραγματοποίηση εκτελέσεων αφού ο Εμφύλιος είχε τελειώσει. Έτσι χρησιμοποιήθηκε η ανακάλυψη των ασυρμάτων, ακριβώς την ίδια μέρα που η κυβέρνηση Πλαστήρα αποφάσιζε να μην προχωρήσει στις εκτελέσεις των 12 καταδικασθέντων σε θάνατο στην πρώτη δίκη. Είναι προφανές πως οι αστυνομικές αρχές γνώριζαν την ύπαρξη των ασυρμάτων αλλά προχώρησαν σε συλλήψεις τη συγκεκριμένη μέρα ακριβώς για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια δεύτερη δίκη, η οποία θα δρομολογούσε την πραγματοποίηση των εκτελέσεων. Βρισκόμαστε δηλαδή σε μια πολύ σκληρή εποχή άτεγκτων αποφάσεων, πιέσεων και εξωτερικών παρεμβάσεων. Ταυτόχρονα τα πρακτικά των δύο δικών δείχνουν την παρουσία κατηγορουμένων που με συνέπεια υπερασπίζονται τις κατευθύνσεις του ΚΚΕ και άλλων που αποστασιοποιούνται. Το γεγονός αυτό από μόνο του αναδεικνύει τις πολιτικές συνέπειες της ήττας της Αριστεράς στον Εμφύλιο. Ακόμα προκύπτουν πολλά στοιχεία για την καθημερινότητα των ανθρώπων εκείνη την εποχή ενώ αναδεικνύεται και ο τρόπος λειτουργίας των αστυνομικών και δικαστικών μηχανισμών, το πλέγμα παρακολουθήσεων, καταδόσεων, παροχής ανταλλαγμάτων αλλά και προειλημμένων καταδικαστικών αποφάσεων.
* Ο Νίκος Μπελογιάννης πώς εμφανίζεται μέσα από τα πρακτικά των δικών;
Πριν μιλήσω για τον Μπελογιάννη αξίζει να γίνει μια αναφορά στη στάση εκείνων των κατηγορουμένων που συνέχισαν με σθένος να υπερασπίζονται τις αντιλήψεις και την πορεία ζωής τους. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η Έλλη Παππά, ο Τάκης Λαζαρίδης, ο Στάθης Δρομάζος, η Λίζα Κόντου, και πολλοί ακόμα, οι οποίοι επέμειναν να υπογραμμίζουν τον καθοριστικό και πρωταγωνιστικό ρόλο του ΚΚΕ στην αντίσταση και την πάλη του για πολιτικές ελευθερίες και κοινωνική δικαιοσύνη. Από ‘κεί και πέρα ο Νίκος Μπελογιάννης, λειτουργώντας ως ο πολιτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ, δεν δειλιάζει ούτε μία στιγμή και χρησιμοποιεί τη δίκη ως βήμα υπεράσπισης της πολιτικής του κόμματός του. Αναδεικνύει με πολλά επιχειρήματα και παραδείγματα το εθνικοαπελευθερωτικό περιεχόμενο της δράσης του ΚΚΕ αντικρούοντας τις κατηγορίες της Δεξιάς περί «σλαβόφιλης» Αριστεράς κ.λπ. Ταυτόχρονα ακολουθώντας τη γραμμή του κόμματος για πολιτική άρσης των περιορισμών του Εμφυλίου, υπερασπίζεται μια σειρά μέτρων συμφιλίωσης. Το παγκόσμιο κίνημα υποστήριξής του αλλά και η μετέπειτα προβολή του από την ελληνική Αριστερά ως ήρωα του λαϊκού κινήματος δικαιολογείται απόλυτα από τα πρακτικά των δύο δικών.
* Μιλάτε για κατηγορουμένους που αποστασιοποιούνται από το κόμμα, ωστόσο στις απολογίες τους πολλοί απ’ αυτούς δεν προδίδουν τους συντρόφους τους. Οι δηλωσίες, θέμα – ταμπού ακόμα και σήμερα, κρύβουν μεγάλο ανθρώπινο πόνο, καταδεικνύουν συμπεριφορές.
Όσοι αποστασιοποιήθηκαν από τη γραμμή υπεράσπισης που ακολούθησε το κόμμα μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη αφορά εκείνους που αποδέχτηκαν ανταλλάγματα, με κυριότερο τις περισσότερες φορές να αφεθούν ελεύθεροι, και με τις ομολογίες τους οδήγησαν στην πραγματοποίηση συλλήψεων των μέχρι πρότινος συντρόφων τους. Η δεύτερη αφορά εκείνους οι οποίοι αποκήρυξαν την πολιτική του ΚΚΕ αλλά με τις ομολογίες τους αναφέρθηκαν μόνο σε ανθρώπους που είχαν ήδη συλληφθεί, όπως η περίπτωση του Δημήτρη Μπάτση, που ωστόσο κρατά το ηθικό όριο τού να μη μιλήσει για πρόσωπα που κινδύνευαν να πέσουν στα χέρια της αστυνομίας, και η τρίτη αφορά ανθρώπους οι οποίοι δήλωσαν την αντίθεσή τους με το ΚΚΕ αλλά δεν αναφέρθηκαν σε κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο, όπως ο Νίκος Καλούμενος και ο Ηλίας Αργυριάδης, παλαίμαχοι κομμουνιστές που τελικά θα πληρώσουν τη στράτευσή τους με τη ζωή τους όπως άλλωστε και ο Μπάτσης.
* Στο βιβλίο αναδεικνύεται η στάση όλων των κατηγορουμένων όπως και η στάση των κατηγόρων. Βλέπουμε ερωτήσεις, παρεμβάσεις που αγγίζουν τα όρια της γελοιότητας. Είναι στοιχεία άγνωστα πέρα από έναν πολύ περιορισμένο κύκλο ανθρώπων. Θεωρείτε κομβική αυτή την πτυχή που αναδεικνύει το βιβλίο σας;
Γι’ αυτή την περίοδο, που δεν έχει μελετηθεί στο βάθος που θα της αντιστοιχούσε, νομίζω πως τα πρακτικά συμβάλλουν στην ανάδειξη της διατεταγμένης υπηρεσίας την οποία επιτελούν τα κρατικά όργανα και από την άλλη αναδεικνύεται με σαφή τρόπο η τραγικότητα των αποτελεσμάτων της ήττας και στο επίπεδο του καθενός κατηγορουμένου ξεχωριστά. Μπορούμε να βγάλουμε αρκετά σημαντικά συμπεράσματα για τον τρόπο λειτουργίας της ελληνικής κοινωνίας εκείνη την εποχή. Η συμμετοχή πολλών Μικρασιατών στο αριστερό κίνημα, η εξουσία που έχουν οι αστυνομικές και δικαστικές δυνάμεις, οι έντονες κοινωνικές ανισότητες, η ανάδειξη της ευρείας πολιτικής επιρροής που είχε κατορθώσει να οικοδομήσει το ΚΚΕ είναι ζητήματα που προκύπτουν ευρέως από το βιβλίο, ειδικά από τον σχολιασμό των πρακτικών τόσο από τον πατέρα μου όσο και από μένα.
* Μέσα από τα πρακτικά και το βιβλίο εν γένει αναδεικνύεται επίσης μια σημαντική προσωπικότητα του κομμουνιστικού κινήματος, ο Νίκος Βαβούδης χειριστής των ασυρμάτων. Γιατί παραμένει άγνωστος;
Ο Νίκος Βαβούδης είχε μια πολύ σημαντική πορεία μέσα στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Γεννήθηκε στη Ρωσία, από Ρωσίδα μητέρα και Έλληνα πατέρα, όπου πέρασε και τα παιδικά του χρόνια. Στη συνέχεια επέστρεψε με τον πατέρα του στην Ελλάδα και εντάχθηκε στο συνδικαλιστικό κίνημα με αποτέλεσμα τη φυλάκισή του στην Αίγινα. Από κει απέδρασε και ως μέλος των Διεθνών Ταξιαρχιών πολέμησε στον Ισπανικό εμφύλιο. Μετά την ήττα των δημοκρατικών επέστρεψε στην ΕΣΣΔ. Στην Ελλάδα επιστρέφει μετά την απελευθέρωση, με τη Σοβιετική Αποστολή, και από εκεί και πέρα σε όλο το επόμενο διάστημα μέχρι τον θάνατό του, έδρασε στην παρανομία χειριζόμενος τους μυστικούς ασυρμάτους του ΚΚΕ. Αυτό που προκύπτει από το βιβλίο είναι πως είχε απευθείας σύνδεση με την ηγεσία του ΚΚΕ και τον Ζαχαριάδη, αλλά και με μηχανισμούς της ΕΣΣΔ, όπως φανερώνει και σε συνέντευξή της στο βιβλίο του Σταύρου Κασιμάτη η στενή συνεργάτης και σύντροφός του Λούλα Λαζαρίδη. Επίσης φανερώνεται ο καθοριστικός ρόλος που παίζει και ο Βαβούδης στη λειτουργία του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ. Νομίζω ότι για τρεις λόγους δεν έχει υπογραμμιστεί ο κομβικός ρόλος του. Ο πρώτος είναι η εντελώς ατεκμηρίωτη αντίληψη ότι ήταν προδότης, ο δεύτερος αφορά την προβολή της ηρωικής στάσης του Νίκου Μπελογιάννη με υποβάθμιση της δράσης άλλων προσώπων, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Νίκο Πλουμπίδη, και ο τρίτος την πιθανή σχέση του με το ΚΚΣΕ.
* Πώς διαχειριστήκατε τον σκόπελο της συναισθηματικής ανάγνωσης των γεγονότων κυρίως από την πλευρά της συμμετοχής του πατέρα σας που είχε βιωματική σχέση με αυτά και κάποιους από τους πρωταγωνιστές τους;
Ο πατέρας μου είχε ζήσει τις δύο δίκες και τον είχαν σημαδέψει βαθιά. Στη συνέχεια της ζωής του μαζί με τη μητέρα μου, έγιναν φίλοι με το ζεύγος Λάκη και Νίνας Κυβέλου που με τη σειρά τους ήταν στενοί συνεργάτες με τον Νίκο Πλουμπίδη. Από την πλευρά μου, η συναισθηματική εμπλοκή αφορά την απόφαση να ασχοληθώ με αυτό το βιβλίο. Από ‘κεί και πέρα, η επιμέλεια και ο τρόπος με τον οποίο αυτή πραγματοποιήθηκε καθορίστηκε αποκλειστικά από την ακαδημαϊκή μου ιδιότητα.