Το ερώτημα που επανέρχεται κάθε τόσο στη δημόσια συζήτηση είναι: «Μετά τον Μητσοτάκη, ποιος;». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα παραπλανητικό, και σήμερα φαινομενικά ρητορικό ερώτημα. Η απάντηση είναι προφανής και αντικειμενική: δεν υπάρχει κανείς να πει «εγώ». Δεν υπάρχει κανείς που να θέλει, δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί.
Όλοι οι υπαρκτοί πολιτικοί οργανισμοί, από τη Νέα Δημοκρατία έως τις εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις της Αριστεράς, βρίσκονται αντιμέτωποι με αδιέξοδα και αντιφάσεις στρατηγικού χαρακτήρα. Το πολιτικό σκηνικό βρίσκεται σε πλήρη ρευστοποίηση. Και όταν μιλάμε για τον ευρύτερο προοδευτικό χώρο και την Αριστερά, αυτή η ρευστότητα αποτυπώνεται σε συρρίκνωση της επιρροής, σε ανοιχτές συγκρούσεις, σε διασπάσεις.
Η κρίση αντιπροσώπευσης είναι πιο έντονη από ποτέ στη σύγχρονη πολιτική ιστορία. Δεν είμαστε στο 2012, ούτε στο 2015, όταν το αίτημα για κυβέρνηση της Αριστεράς έδωσε ελπίδα και προοπτική. Η κοινοβουλευτική Αριστερά αντιμετωπίζεται πλέον από την πλειοψηφία των πολιτών ως συστημική, ως μέρος του παλιού – και συνεπώς απαξιώνεται διαρκώς. Γι’ αυτό και προσωποπαγή, μονοθεματικά σχήματα όπως η Πλεύση Ελευθερίας καταφέρνουν να συσπειρώνουν απογοητευμένους ψηφοφόρους από όλους τους πολιτικούς χώρους, ιδιαίτερα από την Αριστερά. Μεγάλο κομμάτι της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, από την άλλη, συχνά φαντάζει σαν καρικατούρα, προσκολλημένη σε αντιθέσεις και επίδικα περασμένης δεκαετίας.
Η ερμηνεία ότι «έχει επικρατήσει η αντιπολιτική» είναι εύκολη, μονομερής και ελλιπής. Για να το πούμε απλά: κανένα από τα κόμματα της προοδευτικής και αριστερής αντιπολίτευσης δεν κάνει τη δουλειά του, με ελάχιστες εξαιρέσεις στελεχών και βουλευτών. Δεν μιλούν και δεν κατανοούν τη γλώσσα της νέας γενιάς, δεν έχουν εικόνα της καθημερινότητας των πολλών, λειτουργώντας σαν σχολιαστές των ρεπορτάζ στα social media. Αν δεν ξέρεις ποιους θέλεις να εκπροσωπήσεις, ποια κοινωνικά αιτήματα, ποιες κοινωνικές ομάδες και τάξεις, τότε αναπόδραστα θα κάνεις θολή πολιτική του μέσου όρου για να εκφράσεις τους πάντες, χωρίς να εκφράζεις κανέναν στο τέλος.
Οι πολίτες δεν αποστρέφονται τα κόμματα επειδή απορρίπτουν τον κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία. Τα αποστρέφονται επειδή δεν πείθουν. Δεν εμπνέουν. Δεν έχουν αξιοπιστία. Επειδή τα νιώθουν μακριά από τις ανάγκες τους. Όσο οι ηγεσίες των κομμάτων της αντιπολίτευσης δεν κοιτάζονται στον καθρέφτη και δεν μιλούν ειλικρινά, τόσο θα βαθαίνει η απαξίωση. Και τόσο θα ενισχύονται σχήματα όπως η Πλεύση Ελευθερίας, που μιλούν καθαρά, απλά, κατανοητά. Με λίγα λόγια: δημιουργούν ταύτιση.
Το ξέσπασμα των Τεμπών άνοιξε μια τεκτονική ρωγμή στον πολιτικό και κοινωνικό χωροχρόνο. Έφερε στο προσκήνιο μια κοινωνική διαθεσιμότητα που κανένα κόμμα, καμία οργάνωση δεν είχε δει να έρχεται. Έβγαλε στον δρόμο μια γενιά που διεκδίκησε συλλογικά και δυναμικά – για πρώτη φορά. Τα αιτήματα για περισσότερο οξυγόνο και για δικαιοσύνη είναι βαθιά προοδευτικά και αριστερά. Δεν χωρούν παρερμηνείες ή διαστρεβλώσεις.
Το έγκλημα των Τεμπών – και η διαρκής συγκάλυψή του, αποτέλεσμα κυβερνητικού δόλου αλλά και αντιπολιτευτικής ανυπαρξίας – γεννά μια νέα, έντονη πολιτικοποίηση. Τα μεγαλειώδη συλλαλητήρια έδωσαν χώρο έκφρασης στους νέους, έδωσαν ανάσα στους χιλιάδες ανθρώπους που είδαν την Αριστερά να εξευτελίζεται, να μην μπορεί να εκφράσει την αγωνία τους και να τους οδηγεί στην απογοήτευση και την αποχή. Έδειξαν ότι υπάρχει άλλος δρόμος. Δύσβατος, αχαρτογράφητος, αλλά υπαρκτός.
Ας αντικαταστήσουμε λοιπόν το ερώτημα «Μετά τον Μητσοτάκη ποιος;» με το πιο ουσιαστικό: «Μετά τον Μητσοτάκη πώς;». Ας ξεφύγουμε από το αδιέξοδο «με ποιον» και ας απαντήσουμε στο «προς ποια κατεύθυνση». Αυτά είναι τα ερωτήματα που πρέπει να απαντήσει η Αριστερά. Με βάση αυτά να ορίσει τη στρατηγική και την πυξίδα της. Να πιστέψει ξανά ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς. Να τολμήσει να φανταστεί και να μη φοβηθεί το νέο. Να ενώσει δυνάμεις, στην βάση των κοινωνικών αναγκών, των ιδεών, των θέσεων και όχι των ευκαιριακών συγκολλήσεων. Να επιστρέψει στις ρίζες της – στην κοινωνία και στη συλλογικότητα. Να πάρει ρίσκα. Να καταλάβει τι συμβαίνει εκεί έξω, να αναδείξει νέους ανθρώπους, να ανανεώσει τις ιδέες της, να αγωνιστεί για αυτές, να ακούσει, γιατί έτσι μόνο έχει την πιθανότητα να ακουστεί.