Έργα και ημέρες των δικτατόρων-Μύθοι και δοξασίες για τα πεπραγμένα πραξικοπηματιών
Αποστομωτική απάντηση στους αναθεωρητές της ιστορίας, κυρίως από τα ακροδεξιά, που σερβίρουν για την περίοδο της επάρατης επταετούς δικτατορίας μύθους και δοξασίες για να ισχυριστούν ότι τάχα η χούντα έκανε καλό στην ελληνική οικονομία, ότι «ο κόσμος έτρωγε ψωμί» και άλλες ανοησίες δίνουν τα πρακτικά ενός επιστημονικού συνεδρίου που είχε πραγματοποιηθεί εντός του 2024 από τη Βουλή των Ελλήνων και το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών με τίτλο «Τα οικονομικά της δικτατορίας 1967-1974» και διοργανώθηκε με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων μεταπολίτευσης.
Το συνέδριο διοργανώθηκε με πρωτοβουλία του ομότιμου καθηγητή του ΟΠΑ και πρώην υπουργού Νίκου Χριστοδουλάκη ο οποίος εισαγωγικά σημείωσε ότι αυτοί οι μύθοι και οι δοξασίες από υμνητές των πραξικοπηματιών, αν και απέχουν παρασάγγας από την επιστημονική αλήθεια και την πραγματικότητα, κατορθώνουν ωστόσο, λόγω της αντοχής που επιδεικνύουν, να στρεβλώνουν τόσο την κοινωνική οπτική όσο και την ιστορική αφήγηση.
Στο χαιρετισμό του ο πρόεδρος της Βουλής, Κώστας Τασιούλας παρατήρησε ότι όπου δεν υπάρχει επαρκής και νηφάλιος επιστημονικός διάλογος, ενδημούν και συνήθως παίρνουν την θέση του μύθοι και δοξασίες που διακινούνται στο δημόσιο διάλογο άκριτα, συντηρούνται, αλλά κυρίως αντέχουν μέσα στο χρόνο, ακριβώς διότι δεν έχουν υποβληθεί στην βάσανο της επιστημονικής κρίσης.
Όπως είπε χαρακτηριστικά ο κ. Τασιούλας: «Ενώ υπάρχει μια γενικότερη συναίνεση τόσο για την πολιτική καταπίεση την οποία άσκησε η Δικτατορία όσο και για την εθνική προδοσία την οποία έκανε με την Κύπρο και σε άλλα θέματα, συνεχίζεται η επιβίωση ενός μύθου, ότι ναι μεν έκανε το ένα κακό, το άλλο κακό αλλά στην οικονομία καλά τα πήγαινε, ο κόσμος έτρωγε ψωμί, είχε σταθερές δουλειές και ούτω καθεξής». Και σαν απάντηση, ανέφερε μία επιστολή του Ευάγγελου Αβέρωφ, με ημερομηνία 16 Απριλίου του 1969 προς τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο στην οποία υπογράμμιζε ότι: «Εις τον οικονομικό τομέα υποτίθεται ότι πλέουμε εις πελάγη ευημερίας και ότι το μέλλον εμφανίζεται λαμπρόν, αλλά αν εις τας αγοράς οιασδήποτε πόλεως ερωτήσετε τους εμπόρους, τους μέσους βιομήχανους, τους επαγγελματίες, τους βιοτέχνες επί των δέκα οι επτά ή οκτώ θα σας πουν ότι διέρχονται σοβαρότατη κρίση».
Ο Γιώργος Αλογοσκούφης
Απαντώντας στο ερώτημα για τις επιπτώσεις που είχε η Δικτατορία στην διαδικασία ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, ο πρώην υπουργός των κυβερνήσεων του Κώστα Καραμανλή, ομότιμος καθηγητής του ΟΠΑ, Γιώργος Αλογοσκούφης επισήμανε αρχικά ότι το πολιτικό καθεστώς προδικτατορικά, από τον Εμφύλιο και μετέπειτα είχε σημαντικές αδυναμίες, όπως οι διακρίσεις για τους οπαδούς της ηττημένης στον εμφύλιο Αριστεράς αλλά και οι συχνές αποσταθεροποιητικές εξωθεσμικές παρεμβάσεις της πρεσβείας των ΗΠΑ και των ανακτόρων. Για να προσθέσει:
«Παρά την κατάλυση των κοινοβουλευτικών θεσμών, οι κυβερνήσεις της Δικτατορίας δεν επιχείρησαν αρχικά να αλλάξουν τον χαρακτήρα της οικονομικής πολιτικής των προηγουμένων δεκαετιών. Άλλωστε δεν ήταν σε θέση να σχεδιάσουν μία εναλλακτική οικονομική πολιτική. Ωστόσο, στην πορεία οδηγήθηκαν σε υπερβολές, ακρότητες και λάθος επιλογές, οι οποίες, σε συνδυασμό με διεθνείς διαταραχές όπως η κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods και η πρώτη πετρελαϊκή κρίση, οδήγησαν στο στασιμοπληθωρισμό του 1974, ανέδειξαν τις αδυναμίες του μετεμφυλιακού υποδείγματος ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και οδήγησαν το τέλος του μετεμφυλιακού ελληνικού οικονομικού «θαύματος».
Σχετικά με τις επιδόσεις της χούντας αναφορικά με την σταθερότητα των τιμών, ο κ. Αλογοσκούφης υπογράμμισε ότι ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στην επταετία της Δικτατορίας διαμορφώθηκε στο 4,4% έναντι 2,6% που ήταν στην κοινοβουλευτική δωδεκαετία που είχε προηγηθεί της Δικτατορίας. Και μάλιστα στο τέλος της επταετίας, ο πληθωρισμός κυριολεκτικά εξερράγη. Καθώς από 4,3% που ήταν το 1972, διαμορφώθηκε το 1973 στο 15,4% και το 1974 στο 27,2%. Κι αυτό την ώρα που το μέσο ποσοστό πληθωρισμού ήταν στις οικονομίες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) ήταν σχεδόν το μισό σε σχέση με την Ελλάδα κατά το 1973 και 1974, ανερχόμενο στο 8,2% το 1973 και 14,1% το 1974.
Ο Γιώργος Αλογοσκούφης
Απαντώντας στο ερώτημα για τις επιπτώσεις που είχε η Δικτατορία στην διαδικασία ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, ο πρώην υπουργός των κυβερνήσεων του Κώστα Καραμανλή, ομότιμος καθηγητής του ΟΠΑ, Γιώργος Αλογοσκούφης επισήμανε αρχικά ότι το πολιτικό καθεστώς προδικτατορικά, από τον Εμφύλιο και μετέπειτα είχε σημαντικές αδυναμίες, όπως οι διακρίσεις για τους οπαδούς της ηττημένης στον εμφύλιο Αριστεράς αλλά και οι συχνές αποσταθεροποιητικές εξωθεσμικές παρεμβάσεις της πρεσβείας των ΗΠΑ και των ανακτόρων. Για να προσθέσει:
«Παρά την κατάλυση των κοινοβουλευτικών θεσμών, οι κυβερνήσεις της Δικτατορίας δεν επιχείρησαν αρχικά να αλλάξουν τον χαρακτήρα της οικονομικής πολιτικής των προηγουμένων δεκαετιών. Άλλωστε δεν ήταν σε θέση να σχεδιάσουν μία εναλλακτική οικονομική πολιτική. Ωστόσο, στην πορεία οδηγήθηκαν σε υπερβολές, ακρότητες και λάθος επιλογές, οι οποίες, σε συνδυασμό με διεθνείς διαταραχές όπως η κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods και η πρώτη πετρελαϊκή κρίση, οδήγησαν στο στασιμοπληθωρισμό του 1974, ανέδειξαν τις αδυναμίες του μετεμφυλιακού υποδείγματος ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και οδήγησαν το τέλος του μετεμφυλιακού ελληνικού οικονομικού «θαύματος».
Σχετικά με τις επιδόσεις της χούντας αναφορικά με την σταθερότητα των τιμών, ο κ. Αλογοσκούφης υπογράμμισε ότι ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στην επταετία της Δικτατορίας διαμορφώθηκε στο 4,4% έναντι 2,6% που ήταν στην κοινοβουλευτική δωδεκαετία που είχε προηγηθεί της Δικτατορίας. Και μάλιστα στο τέλος της επταετίας, ο πληθωρισμός κυριολεκτικά εξερράγη. Καθώς από 4,3% που ήταν το 1972, διαμορφώθηκε το 1973 στο 15,4% και το 1974 στο 27,2%. Κι αυτό την ώρα που το μέσο ποσοστό πληθωρισμού ήταν στις οικονομίες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) ήταν σχεδόν το μισό σε σχέση με την Ελλάδα κατά το 1973 και 1974, ανερχόμενο στο 8,2% το 1973 και 14,1% το 1974.
Ο καθηγητής Ανδρέας Κακριδής
Με τη σειρά του ο επίκουρος Καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας & Πολιτικής Οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Ανδρέας Κακριδής, στάθηκε ιδιαίτερα στις υποσχέσεις της χούντας ότι θα πρόσφερε στη χώρα τους καρπούς της οικονομικής μεγέθυνσης, χωρίς τις σπατάλες, την διαφθορά και την μικροπολιτική των κομμάτων. Κατηγορώντας συστηματικά ως διεφθαρμένες τις προηγούμενες κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις. Για να βρεθεί όμως μετά και η ίδια, κατηγορούμενη για πλήθος οικονομικών σκανδάλων.
Παρά τις πανηγυρικές ανακοινώσεις για μεγάλες επενδύσεις, η πραγματική εισροή ξένων κεφαλαίων μειώθηκε, μετά το 1967, ενώ οι επενδύσεις βάσει του νόμου 2687/53 ουδέποτε ξεπέρασαν το 0,5% του ΑΕΠ.
Oι καμπάνιες για την προτίμηση των ελληνικών προϊόντων ποτέ δεν απέδωσαν και οι εισαγωγές αυξάνονταν με γοργούς ρυθμούς, διευρύνοντας το εμπορικό έλλειμμα και τις συναλλαγματικές υποχρεώσεις της χώρας. Οι εξαγωγές δεν αρκούσαν για να τις καλύψουν, η ΕΟΚ είχε παγώσει τα μακροχρόνια δάνεια προς την Ελλάδα, ενώ οι βραχυχρόνιες πιστώσεις συνοδεύονταν από υψηλότερα επιτόκια. Η μόνη πραγματική εναλλακτική ήταν τα μεταναστευτικά εμβάσματα, ο τουρισμός και η ναυτιλία.
Ο καθηγητής Φραγκίσκος Κουτεντάκης,
Ο επίκουρος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, Φραγκίσκος Κουτεντάκης, μιλώντας για την κατανομή εισοδήματος, από την εποχή της Δικτατορίας έως την κρίση, 1967-2017, είπε ότι το 1967 υπέβαλλε φορολογική δήλωση μόλις το 10% του ενήλικου πληθυσμού και το 2017 έφτασε στο 100%. Στην ίδια περίοδο, το σύνολο των δηλωθέντων εισοδημάτων ξεκίνησε από 30% περίπου του εισοδήματος των εθνικών λογαριασμών και έφτασε στο 75%.
Η καθηγήτρια Ιωάννα-Σαπφώ Πεπελάση
Αναπτύσσοντας το θέμα «Στρεβλή εκβιομηχάνιση: Δεδομένα και προβληματισμοί» η ομότιμη Καθηγήτρια του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιωάννα-Σαπφώ Πεπελάση, τόνισε ότι η Δικτατορία μας άφησε ως αποτύπωμα σημαντικά αρνητικά στοιχεία, κάποια από τα οποία επιβιώνουν ως σήμερα. Δεύτερον, το κόστος της Δικτατορίας δεν ήταν μόνο βραχυχρόνιο. Δεν αφορά μόνο την επταετία, είχε μακροχρόνιες επιπτώσεις, μερικές από τις οποίες δεν είναι εύκολα ορατές.
Στο σημείο αυτό σχολίασε ότι η οικονομία, όπως και η κοινωνία είναι σταθερές που για να λειτουργήσουν βασίζονται και προϋποθέτουν την ελευθερία του ατόμου και ενισχύονται, όταν η δημοκρατία ευημερεί. Η σφαίρα του επιχειρείν έχει στενές διασυνδέσεις με την σφαίρα της πολιτικής εξουσίας. Τα όρια μεταξύ τους είναι συχνά δυσδιάκριτα. Με την Δικτατορία τα όρια μεταξύ της σφαίρας της όχι πολιτικής, αλλά πλέον στρατιωτικής, εξουσίας έγιναν πιο θολά.
Η. κ. Πεπελάση επιχειρηματολόγησε λέγοντας ότι ο περιορισμός της ελευθερίας, η διάλυση οικογενειών και δικτύων εμπιστοσύνης που ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος του επιχειρείν στην Ελλάδα, η διάλυση του πνευματικού, πολιτισμικού και ανθρώπινου κεφαλαίου που επέφερε η Δικτατορία ήταν ένα κρυμμένο κόστος το οποίο δεν έχει υπολογισθεί. Ίσως ήρθε η ώρα να ερευνηθεί. Πρόκειται για την εμφύτευση του αισθήματος του φόβου και την εμφάνιση του αποτρόπαιου φαινομένου του χαφιεδισμού. Η επιχειρηματικότητα δεν θέλει φόβο. Οι παρεμβάσεις στην ελεύθερη μεταφορά γνώσης στην παιδεία, η αναγκαστική μετανάστευση πολλών, οι διωγμοί, οι εξορίες, η διάλυση οικογενειών, τα βασανιστήρια, όλα αυτά πλήγωσαν την επιχειρηματικότητα.
Καταλήγοντας ανέφερε το επιχείρημα ότι η ανάπτυξη 1967-74 θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αν δεν είχε υπάρξει η Δικτατορία. Σε τελική ανάλυση, περιορίσθηκε η συμμετοχικότητα του λαού στην επιχειρηματικότητα, στην οικονομική ανάπτυξη και τα οφέλη τους.
Γιάννης Καλογήρου
Ο ομότιμος Καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Γιάννης Καλογήρου, μιλώντας με θέμα: «Βιομηχανική και τεχνολογική εξέλιξη την επταετία 1967-1974: Απομυθοποίηση της βιομηχανικής και αναπτυξιακής πολιτικής της δικτατορίας» υπογράμμισε ότι αντί από το καθεστώς της χούντας να υπάρξουν παραγωγικές και διαρθρωτικές επενδυτικές πρωτοβουλίες για την κατασκευή μεγάλων και τεχνολογικά σύγχρονων βιομηχανικών και αγροτικών μονάδων, που θα αύξαναν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής παραγωγής, στη θέση τους υπήρξαν μεγαλόστομες εξαγγελίες για μεγάλες βιομηχανικές επενδύσεις και υποδομές, που όμως ναυάγησαν.
Ο εισηγητής ανέφερε δύο πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα:
1. Το πρώτο, αφορούσε τη σύμβαση με την Litton Industries για ένα επενδυτικό πακέτο στην δυτική Πελοπόννησο και την Κρήτη, που είχε απορριφθεί από τις προδικτατορικές κυβερνήσεις, αλλά υπεγράφη τις πρώτες εβδομάδες μετά το απριλιανό πραξικόπημα και τελικώς κατέληξε σε φιάσκο.
2. Η δεύτερη περίπτωση ήταν η ανάθεση στον Robert MacDonald, έναν δαιμόνιο πλην πτωχεύσαντα Αμερικανό επιχειρηματία, να αναζητήσει επενδυτικά κεφάλαια για την χρηματοδότηση της κατασκευής της «Εγνατίας Οδού». Τελικώς, ο MacDonald απέδρασε με 4,8 εκατομμύρια δολάρια σε ρευστό κι άλλα 33,4 εκατομμύρια δολάρια σε ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου.
Ο κ. Καλογήρου υπενθύμισε ένα άρθρο του αντιστασιακού και οξυδερκή αναλυτή, καθηγητή Διονύση Καράγιωργα, υπό τον τίτλο: «Οι οικονομικές συνέπειες της στρατιωτικής Δικτατορίας», που υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι «η ευθύνη της δικτατορίας για την καθυστέρηση της βιομηχανικής ανάπτυξης και της αναγκαίας προετοιμασίας για την προσαρμογή των ελληνικών επιχειρήσεων και φορέων, λόγω της απομόνωσής τους από την Ευρώπη, ήταν τεράστια και θα είχε οδυνηρές συνέπειες για την οικονομική μοίρα της χώρας».
Καταλήγοντας επισήμανε ότι η περίοδος της Δικτατορίας υπήρξε μια παρένθεση με δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομική ιστορία της χώρας. Η Ελλάδα έμεινε εκτός κρίσιμων ευρωπαϊκών διεργασιών που άνθιζαν εκείνη την περίοδο, υιοθέτησε μια στρεβλή νοοτροπία (που ψήγματά της φτάνουν ως τις μέρες μας), δεν επέτρεψε την προσαρμογή της βιομηχανίας στις τεχνολογικές συνθήκες της εποχής, έβαλε φρένο στην δημιουργικότητα των Ελλήνων. Η «Ελλάς των Ελλήνων Χριστιανών» υπήρξε συνοπτικά, το ιστορικό δείγμα ενός στόμφου που αναζητούσε την συνθηματολογία στα αναδρομικά πρότυπα και δεν άφηνε το παραμικρό περιθώριο χάραξης μιας εθνικής στρατηγικής για το μέλλον.
Να αναφέρουμε ότι εισηγήσεις και παρεμβάσεις στο σημαντικό αυτό συνέδριο έκαναν επίσης και οι: Δανάη Διακουλάκη, ομότιμη καθηγήτρια ΕΜΠ, Ανδρέας Κακριδής, επίκουρος Καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας & Πολιτικής Οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επιστημονικός υπεύθυνος του Ιστορικού Αρχείου, Τράπεζα Ελλάδος, Παντελής Καμμάς, αναπληρωτής Καθηγητής ΟΠΑ, Αντώνης Κλάψης, αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Κώστας Κωστής, Καθηγητής ΕΚΠΑ, Σοφία Λαζαρέτου, Δ/νση Οικονομικής Ανάλυσης & Μελετών, Τράπεζα Ελλάδος, Κωνσταντίνα Μπότσιου, Καθηγήτρια Παν. Πειραιώς, Δημήτριος Μπουραντώνης, Καθηγητής ΟΠΑ, Πρύτανης, Μιχάλης Νικολακάκης, Δρ. Κοινωνιολογίας, Παν. Κρήτης, Γιώργος Οικονομίδης, Καθηγητής ΟΠΑ, Σωτήρης Ριζάς, Ακαδημία Αθηνών, Βασίλης Σαραντίδης, επίκουρος Καθηγητής ΟΠΑ, Κων/νος Τασούλας, Πρόεδρος Βουλής των Ελλήνων και Δημήτρης Χαραλάμπης, ομότιμος Καθηγητής ΕΚΠΑ.
Σπύρος Κουζινόπουλος