Macro

Σπύρος Γιανναράς «Με ραμμένη φτέρνα», εκδόσεις Άγρα, 2023

Ο Σπύρος Γιανναράς (γ. 1973) είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις συγγραφέων μας που η πεζογραφία τους στοχάζεται φιλοσοφικά. Μετά από τέσσερις συλλογές διηγημάτων, στο πρώτο του «μυθιστόρημα περιπλάνησης (ή περί πλάνης ιστόρημα)» με τον τίτλο «Με ραμμένη φτέρνα», συνεχίζοντας τον γοητευτικό διακειμενικό του διάλογο με την παγκόσμια γραμματεία, κατασκευάζει ένα έργο με τον τρόπο του Μπένγιαμιν: αποσπασματικό, μονολογικό, με προσχηματικούς διαλόγους, υπαρξιακό, υβριδικά αυτοαναφορικό, χωρίς ιδιαίτερη πλοκή· μια αστική περιπλάνηση με ιλιγγιώδεις ιριδισμούς στα ερείπια του παρόντος, κατάστικτη από φράσεις, στίχους και θραύσματα έργων που διαβάζουν τη ζωή, από τον Κάρβερ ως τον Μπεράτη.
 
 
Τοποθετώντας την ιστορία του στις μέρες του δημοψηφίσματος, το καλοκαίρι του 2015, ο Γιανναράς διερευνά σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο τι συμβαίνει όταν όλα ανατρέπονται και η ζωή φαντάζει μια διηνεκής αλυσίδα αποτυχιών και ματαιώσεων. Ο σαρανταεξάχρονος μεσήλικας Σωτήρης Κριεζώτης, συγγραφέας διηγημάτων αλλά κυρίως εμμονικός αναγνώστης που λαχταρά να γράψει το «μεγάλο» μυθιστόρημα, ασκείται στην ανάγνωση της γραφής και τη γραφή της ανάγνωσης, τελώντας σε κατάσταση υπαρξιακού πανικού και φλεγόμενης απελπισίας. Όπως συμβαίνει συχνά με τους ήρωες του Γιανναρά διακατέχεται από αισθήματα ψυχικής δυσανεξίας για τον κόσμο που τον περιβάλλει, με κατακερματισμένο εαυτό και ραγισμένη πίστη. Μόνη παρηγοριά στον δρόμο προς την αυτογνωσία και την εξημέρωση της ύπαρξης είναι η σαγήνη της λογοτεχνίας και τα βιβλία που διαβάζει εν είδει κοσμικής προσευχής.
 
 
Το πρόσωπο και το πλήθος
 
 
«Την ύπαρξη δεν μπορεί να τη δώσει ο ελεφάντινος πύργος», έγραφε ο Σεφέρης. Ο Σωτήρης, με ραμμένη φτέρνα από ένα χειρουργείο στον αχίλλειο τένοντα που τον καθήλωσε για μήνες σε οικιακό εγκλεισμό, πρόσφατα απολυμένος και χωρισμένος, ψάχνει να βρει το πρόσωπο του στον κόσμο και περιπλανιέται για τρεις μέρες στην αρένα μιας πόλης υπό απειλή κατάρρευσης, μεταξύ Νέας Σμύρνης και Εξαρχείων, με αναγνωστικό οδηγό την Κατάρρευση του Φιτζέραλντ. Σε αυτή την εκστατική φλανερί στους αχνισμένους δρόμους της παροξυσμικής Αθήνας, σε μπαρ, καφέ και βιβλιοπωλεία, πέφτει πάνω σε όλες τις φυλές της πόλης: πιτσιρικάδες, σκυλιά, τρυφερούς σαλούς (συγκινητικό το πέρασμα του «Μητσάρα» του Πανιώνιου), ζητιάνους, πλανόδιους πωλητές, χίπστερ, ελκυστικές γυναίκες, ταξιτζήδες, ματατζήδες, φαντάσματα νεκρών συγγραφέων. Το βλέμμα του όμως διασταυρώνεται καθοριστικά και αναμετριέται με το αλλόκοτο και αντιφατικό πλήθος («σαγηνευτικό και αποκρουστικό συνάμα») που στριμώχνεται σκυφτό στα λεωφορεία και τις ουρές των ΑΤΜ των κλειστών τραπεζών, συμμετέχει στις διαδηλώσεις του Ναι και του Όχι, διαπληκτίζεται, αλληλοσπαράσσεται και εικονογραφεί μια ολοζώντανη χορογραφία της βίας.
 
Δεν έχω υπόψη μου άλλο τόσο διακριτικό και απολύτως λειτουργικό, χωρίς φτηνή πολιτικολογία, πέρασμα της περιπέτειας του σημαδιακού 2015 στην πεζογραφία μας. Ο Γιανναράς δεν παγιδεύεται στην αναπαράσταση του πλήθους, αλλά βρίσκει τρόπο και το διαθλά στην υπαρξιακή απογοήτευση και την «αγαπητική μισανθρωπία» του ήρωά του. Το σώμα της άξενης και οργισμένης πόλης χρησιμοποιείται ως σκηνικό που συμβολοποιεί με ένταση το ατομικό αδιέξοδο προεκτείνοντάς το στη συλλογική μας ταυτότητα. Η αφήγηση δεν είναι ούτε καταγγελτική ούτε δικαιωτική, δεν υπερασπίζεται πολιτικά κανέναν και τίποτα, ίσως μόνο μια «επί το μέγα ερείπιον η Ελευθερία ολόρθη» (Κάλβος). Το δυστοπικό σώμα της πόλης γίνεται καμβάς πάνω στον οποίο ο συγγραφέας, όπως ο δεύτερος ήρωας της ιστορίας, ο αγαθός γίγαντας Ιεζεκιήλ, χτυπά τατουάζ με θραύσματα στίχων και αποφθεγματικών φράσεων. Τα πέντε χορικά που παρεμβάλλονται στην αφήγηση μεταφέροντας τη βαρύτητα του τραγικού λόγου με εξεζητημένη γλωσσική εκφορά, βοηθούν τον Γιανναρά να διοχετεύσει εκεί και να τιθασεύσει εκφραστικά τον γλωσσικό πληθωρισμό, τον ρητορισμό και τη χειμαρρώδη λογιοσύνη του.
 
 
Το έκκεντρο χαμένο κέντρο
 
 
Ο Γιανναράς είναι ένας μοντέρνος στιλίστας moraliste. Περιγράφει και στηλιτεύει τα σύγχρονα ήθη με ριζική την πρόθεση της διόρθωσης. Απορρίπτοντας το μεταμοντέρνο και νεοφιλελεύθερο μοντέλο μιας ζωής με ήθος διαφήμισης (κατανάλωση – κέρδος – εγω(τ)ισμός – ακηδία – χρήμα) αναζητά ένα πιο προσγειωμένο πρότυπο, το «έκκεντρο κέντρο», ένα χαμένο ίσως κοινοτιστικό ιδεώδες που θα φέρει στο προσκήνιο το πρόσωπο, τον δεσμό, την κοινότητα, την αγάπη, την ανθρωπιά. Η αναζήτηση σκιαγραφείται με ενάργεια στο κεφάλαιο του γκροτέσκου καβγά του χορού (που καταλήγει στην επίκληση …«φρουρά!») και υπογραμμίζεται με την αναφορά στον ξεχασμένο Καραγκιόζη ως συνείδηση της σύγχρονης Ελλάδας. Εκφράζεται έτσι ένα βαθύ οργανικό αίσθημα ενότητας του κόσμου και η νοσταλγία για την απολεσθείσα λαϊκότητα με ηρωικούς προγόνους του ’21, λαϊκές αγορές και παζάρια, ωραίους σάλους, παιδικές μνήμες και οικογενειακές στιγμές ενός βίου απλού και ανθρώπινου. Αυτή η αναζήτηση του χαμένου κέντρου και ο στοχασμός στο κενό μιας Ελλάδας των ερειπίων έχει βέβαια το δικό της ευδιάκριτο γενεαλογικό δέντρο: Παπαδιαμάντης, Λορεντζάτος, Παπαγιώργης, Βακαλόπουλος, Σύσσημον. Ο συγγραφέας ωστόσο, χωρίς προγραμματικό λόγο, παρουσιάζει τον ήρωα του πιο συμφιλιωμένο με την αμφιθυμική του ταυτότητα (ανάμεσα στους κύκνους της φοιτητικής ζωής στο Στρασβούργο και τη λαϊκή ζωγραφιά του Μπότσαρη στο σαλόνι της γιαγιάς) χωρίς να ενδίδει στον συνήθη ακραίο αντιδυτικισμό αυτής της διανοητικής παράδοσης.
 
 
Τσεχωφικό φινάλε
 
 
Ο Γιανναράς περιγράφει τον έκπτωτο άνθρωπο της εποχής μας (γιατί όχι, της γενιάς μας), έναν «αυτόχειρα σε παράταση» ή έναν σύγχρονο Φρόιντ στην Ακρόπολη, με ραμμένη φτέρνα και κομμένα φτερά, με ραγισμένη πολιτική, θρησκευτική και ερωτική πίστη, αλλά με κάπου βαθιά μέσα του κρυμμένη την ελπίδα. Μας προσφέρει έτσι ένα μυθιστόρημα για τον θραυσματικό εαυτό, την αστική περιπλάνηση, τη συμμετοχή στην πόλη, τον πολιτισμό των ζωντανών νεκρών, τη δυσκολία προσαρμογής στο παρόν, το στέγνωμα της δυσεύρετης αγάπης, τη φιλέταιρη μισανθρωπία και το καταφύγιο της γραφής. Ο Σωτήρης προσπαθεί να συναρμολογήσει τα κομμάτια του εαυτού του και στο τέλος βρίσκει την ισορροπία, αφού δεν καταβάλλεται από την κατάθλιψη («Δεν υπάρχει “φυσιολογικός” σήμερα άνθρωπος, συναισθηματικός, σε επαφή δηλαδή με το συναίσθημά του, που να μην έχει περάσει κατάθλιψη… Η κατάθλιψη είναι η φυματίωση του 21ου αιώνα»).
 
Η ζωή προβάλλει σαν καφκική κούρσα τρόμου σε λαβυρινθώδεις διαδρόμους και θαλάμους νοσοκομείων, όπως στην αρχική σκηνή του βιβλίου. Στο λυτρωτικό, όμως, τσεχωφικό φινάλε, με τον ενεδρεύοντα πυροβολισμό του γείτονα, η περιπλάνηση δεν μένει εντελώς αδικαίωτη. Ευλογημένος είναι όποιος κερδίζει έστω έναν άνθρωπο. Και ο Σωτήρης συνειδητοποιεί ότι τον βρήκε στο αδελφικό πρόσωπο του Ιεζεκιήλ ή Κουίκουεγκ ή Τσατσένκο που το χαραγμένο με λογοτεχνικά τατουάζ κορμί του φωνάζει «διάβασε με». Αυτό το άλλο μισό τον παρηγορεί, τον καθοδηγεί, τον ενθαρρύνει, τον ανασταίνει με την αγάπη του.
 
Το μυθιστόρημα του Γιανναρά είναι ένα βαθύ υπαρξιακό θρίλερ που ιστορεί την κοινή μοίρα χωρίς απαισιόδοξο φαταλισμό. Ένα χορταστικό βιβλίο που μας αφορά και αξίζει να συζητηθεί.
 
Κώστας Καραβίδας
 
Η ΕΠΟΧΗ