Macro

Σπύρος Γεωργάτος: Ένα ματαιωμένο Πανεπιστήμιο

Ο αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Σπύρος Γεωργάτος για το νέο νόμο-πλαίσιο των πανεπιστημίων και την πανεπιστημιακή αστυνομία

Το υπουργείο Παιδείας παρουσίασε το σχέδιο νόμου που κυοφορούσε μήνες τώρα για την ανώτατη εκπαίδευση. Πρόκειται για αναδιαρθρώσεις, που γίνονται με μια συγκεκριμένη πολιτική τεχνική και μεθοδολογία: σε κάθε πραγματική ανάγκη που έχει καταγραφεί στο ελληνικό Πανεπιστήμιο, η κυβέρνηση αντιστοιχεί θεσμικά μέτρα «κάθετα» προς αυτήν. Με αυτόν τον τρόπο, τόσο το κανονιστικό πλαίσιο όσο και οι δημόσιοι πόροι εκτρέπονται προς κατευθύνσεις που δεν έχουν απολύτως καμία σχέση με τη φύση των ζωτικών αναγκών. Παράλληλα, τα μέτρα που λαμβάνονται αλλάζουν το πλαίσιο της δημόσιας συζήτησης, εξυπηρετώντας τις άρρητες στοχεύσεις μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Το Πανεπιστήμιο ματαιώνεται ως πολιτισμική οντότητα και μετατρέπεται σε εξάρτημα της αγοράς.
Ενδεικτικές είναι οι αλλαγές που προτείνονται στο σχήμα διοίκησης των ΑΕΙ. Το υπαρκτό πρόβλημα της λογοδοσίας της εκάστοτε διοίκησης «επιλύεται» με την επαναφορά των διαβόητων Συμβουλίων Ιδρύματος, ενός θεσμού που είχε εισαγάγει ο ν. 4009/2011 (γνωστός επίσης ως νόμος Διαμαντοπούλου). Στα όργανα αυτά -που τώρα θα ονομάζονται «Συμβούλια Διοίκησης»- και στον λεγόμενο «Εκτελεστικό Διευθυντή» (Manager) αποδίδεται ο έλεγχος όλων των οικονομικών και των διοικητικών λειτουργιών, καθώς και ο στρατηγικός σχεδιασμός του Ιδρύματος. Η Σύγκλητος, το ανώτατο, συλλογικό όργανο των ΑΕΙ, αποκτά δευτερεύοντα ρόλο και περιορίζεται στα ακαδημαϊκά θέματα και τα θέματα έρευνας.
Εδώ αποκαλύπτεται αμέσως το «κάθετο» του μέτρου: στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει ακαδημαϊκή -και κυρίως ερευνητική- λειτουργία, που να μην είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις οικονομικές προϋποθέσεις της. Η πολιτική ακαδημαϊκής ανάπτυξης και οι κατευθύνσεις της πανεπιστημιακής έρευνας είναι πρώτα απ’ όλα μια υπόθεση διασφάλισης, διαχείρισης και διάθεσης πόρων. Άρα, ο έλεγχος των οικονομικών και των διοικητικών λειτουργιών από το Συμβούλιο Διοίκησης ισοδυναμεί με τον απόλυτο έλεγχο του Ιδρύματος. Ποιος θα λογοδοτεί σε ποιόν;
Από πλευράς σύνθεσης και αρμοδιοτήτων, το Συμβούλιο Διοίκησης μοιάζει φαινομενικά με το σημερινό πρυτανικό συμβούλιο (πρύτανης συν αντιπρυτάνεις), γιατί προβλέπεται να στελεχωθεί εν μέρει από εκλεγμένα μέλη του προσωπικού, ένα εκ των οποίων θα είναι ταυτόχρονα πρόεδρος του οργάνου και πρύτανης/πρυτάνισσα. Όμως, η ειδοποιός διαφορά εν σχέσει προς τα ισχύοντα είναι η εξής: από τα 11 μέλη του Συμβουλίου, μόνο τα 6 θα είναι «εσωτερικά», δηλαδή εκλεγμένα από την κοινότητα, ενώ τα υπόλοιπα, τα «εξωτερικά», που θα επιλέγονται από τα πρώτα, θα αποτελούνται από ακαδημαϊκούς του εξωτερικού και παράγοντες της λεγόμενης «κοινωνίας των πολιτών» (μέλη κρατικών ή μη κρατικών οργανισμών, επιχειρηματίες, έως ιδιώτες και «χορηγούς»).
Δεδομένου ότι το Συμβούλιο θα επιλέγει ως σώμα ποιο μέλος του θα είναι πρύτανης/πρυτάνισσα και θα μπορεί να τους παύει εάν υπάρχει «σπουδαίος λόγος», το υπουργείο ισχυρίζεται ότι το μικτό αυτό σχήμα εξασφαλίζει τόσο τη σύνδεση Πανεπιστημίου και Κοινωνίας όσο και τη λογοδοσία της πρυτανικής αρχής. Όμως, κι αυτό είναι πλαστό: ο πρύτανης ή πρυτάνισσα θα επιλέγεται μετά από έναν κύκλο διαβουλεύσεων ανάμεσα στα μέλη του Συμβουλίου και δεν θα είναι απαραίτητα εκείνος ή εκείνη που έχει πάρει τις περισσότερες ψήφους στις αρχαιρεσίες. Οπότε, δημιουργείται πεδίον δόξης λαμπρόν για κάθε είδους πελατειακά και διαπλεκόμενα.
Το δεύτερο επίπεδο στο οποίο θα θριαμβεύσει επίσης η αδιαφάνεια και η διαπλοκή είναι η επιλογή των «εξωτερικών» από τα «εσωτερικά» μέλη. Εκεί, το ζήτημα είναι πιο σοβαρό, δεδομένου ότι μια σχετική πλειοψηφία «εξωτερικών» και «εσωτερικών» μελών θα μπορεί να στρέψει τον στρατηγικό σχεδιασμό του Ιδρύματος σε καθαρά εισπρακτικές-κερδοσκοπικές κατευθύνσεις ή σε αντικείμενα που έχουν περιθωριακή ακαδημαϊκή αξία.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό, δηλαδή η παράδοση του Πανεπιστημίου στην αγορά, που ανησυχεί την πανεπιστημιακή κοινότητα. Υπάρχουν πολλά άλλα ζητήματα, για τα οποία η συμμετοχή μη πανεπιστημιακών στη διοίκηση μπορεί να αποβεί μοιραία για τη συνοχή του Ιδρύματος. Είναι γνωστό ότι κάθε φορά που συζητείται η γεωγραφική κατανομή των ακαδημαϊκών μονάδων παρεμβαίνουν στη διαδικασία παράγοντες της αυτοδιοίκησης, τοπικοί πολιτευτές και συντεχνίες, που υπερασπίζονται φανατικά την «τοπικότητά» τους. Πρόκειται για μια στρέβλωση που αποτελειώνει ό,τι έχουν αφήσει όρθιο οι πελατειακές εξυπηρετήσεις εντός του Ιδρύματος, με συνέπεια το γνωστό «κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο», που ισχύει από την περίοδο της δικτατορίας μέχρι σήμερα.
Δεν έχουμε παρά να φανταστούμε μια κατάσταση στην οποία μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης θα είναι ένας τοπικός επιχειρηματίας που ενεργοποιείται στον τουρισμό, ένας φιλόδοξος αυτοδιοικητικός ή ένας πολιτευτής που εκλέγεται εκεί, συν κάποια ενεργούμενα τους. Το μόνο που χρειάζεται επιπλέον είναι να βρεθούν 1-2 καθηγητές φίλα προσκείμενοι ή άμεσα εμπεπλεγμένοι στο οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο της περιοχής για να προκύψει η «συμμαχία». Αν αυτό συμβεί, η ακαδημαϊκή κοινότητα δεν θα έχει πλέον να αντιμετωπίσει τις πιέσεις εξω-ακαδημαϊκών, τοπικιστικών στοιχείων, αλλά την ίδια της τη διοίκηση. Μια διοίκηση, που όπως εξηγήσαμε προηγουμένως, θα έχει τον απόλυτο έλεγχο όλων των οικονομικών και διοικητικών λειτουργιών του Ιδρύματος, όντας έτσι πανίσχυρη.
Το παράδειγμα θέτει ξεκάθαρα το βασικό ερώτημα: ποιος θα αντιπροσωπεύει στο εξής το Πανεπιστήμιο; Θα είναι η κοινότητα καθηγητών, εργαζομένων και φοιτητών που κανονίζει την τύχη του και την προοπτική του ή θα είναι κάποιοι «άλλοι»; Ο διάλογος των ΑΕΙ με τις τοπικές κοινωνίες και τους χώρους του δημοσίου έχει ασφαλώς ζωτική σημασία, αλλά μόνο εάν αυτό γίνεται με θεσμικό τρόπο και σ’ ένα πλαίσιο διακριτών ρόλων. Όταν διάφοροι «παράγοντες» αναμιγνύονται με τα όργανα διοίκησής των ΑΕΙ, η κατάσταση μπορεί να παρεκκλίνει ανεξέλεγκτα.
Που στηρίζεται η υποψία ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί την επομένη της εφαρμογής του νέου πλαισίου; Μα βέβαια στα υπόλοιπα μέτρα που έχει περάσει κυβέρνηση ως τώρα και τις καινούργιες αναδιαρθρώσεις που επιχειρεί. Από το 2019 μέχρι σήμερα, το υπουργείο Παιδείας έχει εκμεταλλευτεί την κατάσταση που δημιούργησε η συστηματική υποχρηματοδότηση των ΑΕΙ, για να εισαγάγει μια σειρά «νεωτερισμών», όπως τα ξενόγλωσσα προγράμματα με δίδακτρα. Τώρα, εισάγεται εμφατικά και η «συνεργασία με τις επιχειρήσεις». Επίσης, αίρεται κάθε περιορισμός στις πρόσθετες αμοιβές του προσωπικού μέσω προγραμμάτων και «απελευθερώνονται» τα μεταπτυχιακά προγράμματα, που μετατρέπονται έτσι και θεσμικά σε έναν μηχανισμό παράλληλης χρηματοδότησης, όπως τα απογευματινά εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων.
Το σύστημα ολοκληρώνεται με την πανεπιστημιακή αστυνομία, που ορίζεται εγγυητής της ειρήνης και της αρμονίας μέσα στα ΑΕΙ. Το περιβάλλον του Πανεπιστημίου αποστειρώνεται και διαχωρίζεται φυσικά και συμβολικά από τον υπόλοιπο δημόσιο χώρο. Το δικαίωμα στη διαφωνία, που είναι σύμφυτο με την ουσία της ακαδημαϊκής διαδικασίας και το «ανοιχτό» του δημόσιου Πανεπιστημίου, καταγγέλλεται από την κυβέρνηση ως «παραβατικότητα» και θεραπεύεται με τον βίαιο τρόπο που είδαμε στο ΑΠΘ. Η εικόνα του αιμόφυρτου παιδιού, που διαμαρτυρόταν -σωστά ή λάθος- για την απαλλοτρίωση μιας κοινωνικής νησίδας στον χώρο του, συνοψίζει το «κάθετο» για το οποίο μιλούσαμε προηγουμένως.
Η δυστοπική εικόνα που προκύπτει υπογραμμίζει τις διαχρονικές ευθύνες του πολιτικού συστήματος, αλλά και της ίδιας της πανεπιστημιακής κοινότητας, απέναντι σε μια πολλαπλά χειμαζόμενη κοινωνία. Αντί για ένα διεπιστημονικό, συμπεριληπτικό και ελεύθερο περιβάλλον, το ελληνικό Πανεπιστήμιο μετατρέπεται βαθμιαία σε εξάρτημα των ιδιωτικών συμφερόντων και σε μηχανισμό αδιαφανών εξυπηρετήσεων. Το ερώτημα που εκκρεμεί είναι πως και πότε θα απελευθερωθεί η αναπτυξιακή δυναμική και ο δημιουργικός ρόλος αυτού του πολιτισμικού κεκτημένου προς όφελος της κοινωνίας. Δεν είναι μόνο μια υπόθεση «προγράμματος», αλλά πρωτίστως ένα θέμα πολιτικής πρακτικής. Και εκεί κρίνονται όλοι και όλα.
Σπύρος Γεωργάτος