«Η ανάκαμψη της εργασίας, μετά την εκατόμβη των νεκρών του 2020 και το μπλοκάρισμα των απολύσεων, παρ’ όλο που είχαμε πολλές, ενώ δεν θα έπρεπε να τις είχαμε, γίνεται σε συνθήκες επισφάλειας. Σήμερα πάνω από το 80% των νέων συμβάσεων εργασίας είναι περιορισμένου χρόνου. Η ανάκαμψη καταγράφεται εναντίον της εργασίας, με την αύξηση του πρεκαριάτου. Η κυβέρνηση δεν έχει καμία διάθεση να μεταρρυθμίσει, να αλλάξει τους κανόνες της αγοράς εργασίας και να θέσει στοιχεία ασφάλειας. Ακόμη και στη δημόσια διοίκηση οι προσλήψεις είναι περιορισμένου χρόνου και δεν υπάρχουν πια συμβάσεις αορίστου χρόνου. Η αφήγηση της κυβέρνησης ξεκινά και τελειώνει με ένα τρίπτυχο: επιχειρήσεις, επιχειρήσεις, επιχειρήσεις», τόνισε στην ΑΥΓΗ η Σουζάνα Καμούσο, η πρώην γενική γραμματέας του μεγαλύτερου ιταλικού συνδικάτου CGIL και μέλος της διεύθυνσης σήμερα της ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας συνδικάτων ETUC.
Η κυβέρνηση Ντράγκι κατέθεσε το σχέδιο του προϋπολογισμού της.
Βρισκόμαστε σε μεγάλη αμηχανία, γιατί ακόμη δεν έχουμε το κείμενο του σχεδίου του προϋπολογισμού. Αυτό επιβεβαιώνει ότι μέσα σε αυτή την τεράστια κυβερνητική πλειοψηφία υπάρχουν πολλά προβλήματα. Υπάρχουν όμως τέσσερα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Δεν υπάρχει τίποτα που να αφορά την εργασία. Δεν υπάρχει καμία παρέμβαση εναντίον της επισφαλούς εργασίας και του πρεκαριάτου. Η κυβέρνηση επιμένει ότι έχουμε ισχυρή ανάπτυξη, αλλά βρισκόμαστε πάντα πίσω από τα επίπεδα που είχαμε πριν από την πανδημία.
Το δεύτερο στοιχείο αφορά το ιστορικό πρόβλημα με το ασφαλιστικό και τον νόμο της Φορνέρο, που ψήφησε η κυβέρνηση Μόντι το 2011, μεσούσης της κρίσης. Η κυβέρνηση του Κόντε με τις πιέσεις της Λέγκας έκανε κάποιες ανεπαίσθητες μεταβατικές τροποποιήσεις, ενώ σήμερα η κυβέρνηση θα χρηματοδοτήσει το ασφαλιστικό με 600 εκατ., αποφεύγοντας να αντιμετωπίσει το θέμα των εγγυήσεων στους ασφαλισμένους. Με την κυβέρνηση Κόντε μπορούσε να βγει κάποιος στη σύνταξη στα 65 με 35 χρόνια συνεισφορών, φτάνοντας δηλαδή στο σύνολο 100, ενώ με την κυβέρνηση Ντράγκι το 100 γίνεται 102 και θα χρειαστούν δύο επιπλέον χρόνια. Μέχρι το 1996 μπορούσε κάποιος να βγει στη σύνταξη, με 35 με 40 χρόνια συνεισφορών, με το 80% του τελευταίου μισθού, ενώ από τότε και μετά βγαίνει με βάση τις συνεισφορές που έχει δώσει.
Το θέμα είναι ότι όταν μιλάμε για συνταξιοδοτήσεις με τη φόρμουλα του 100 ή του 102, μιλάμε για ένα πολύ μικρό ποσοστό εργαζομένων και κυρίως παλαιών εργαζομένων, γιατί οι γενιές που εργάζονται με επισφαλείς εργασίες δεν θα δουν ποτέ μια αξιοπρεπή σύνταξη. Ακόμη χειρότερα θα είναι τα πράγματα για τις γυναίκες για να βγουν στη σύνταξη. Με βάση τη μεταρρύθμιση της Φορνέρο και τις διατάξεις που ακολούθησαν, οι σημερινοί 30άρηδες και 40άρηδες δεν θα έχουν ποτέ μια αξιοπρεπή σύνταξη, ενώ οι γυναίκες είναι καταδικασμένες σε ακόμη χειρότερες καταστάσεις. Εμείς ζητάμε εγγυήσεις και κάλυψη των περιόδων που κάποιος δεν συνεχίζει να εργάζεται, για να έχει μια αξιοπρεπή διαβίωση στα γεράματα. Το ασφαλιστικό σύστημα πρέπει να είναι καθολικό και δίκαιο. Ξεκινήσαμε τον διάλογο με τις κυβερνήσεις Ρέντζι και Τζεντιλόνι, διακόψαμε όταν στήριζε την κυβέρνηση ο Σαλβίνι, ξεκινήσαμε τον διάλογο με τη δεύτερη κυβέρνηση Κόντε, αλλά με τη σημερινή κυβέρνηση φαίνεται ότι δεν υπάρχει πεδίο επαφής. Με τα 600 εκατ. που λέει ότι θα διαθέσει η σημερινή κυβέρνηση αυξάνονται οι αντιθέσεις και οι ανισότητες, γιατί δίνει κάτι λίγα σε λίγους και δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα.
Το τρίτο μεγάλο θέμα με τον προϋπολογισμό αφορά το εισόδημα του πολίτη. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας αυξήθηκε με ταχείς ρυθμούς το ποσοστό απόλυτης φτώχειας στη χώρα μας. Γεγονός που καθιστά ακόμη πιο απαραίτητο έναν μηχανισμό προστασίας των εισοδημάτων. Η κυβέρνηση όμως αποφάσισε να επιβάλει περιορισμούς. Ορισμένοι, όπως ο Ρέντζι, θέλουν την κατάργησή του, γιατί λένε ότι ο κόσμος παίρνει το κοινωνικό εισόδημα και δεν πάει να εργαστεί. Αυτό που δεν λένε ότι προσφέρουν εργασίες με 2 ευρώ την ώρα και είναι λογικό κάποιος να τις απορρίπτει. Ο Ντράγκι είπε ότι το κοινωνικό εισόδημα καταπολεμά τη φτώχεια, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να βάζει περιοριστικά μέτρα, όπως την αποδοχή μιας εργασίας που είναι έως και 250 χιλιόμετρα από την κατοικία του ατόμου που λαμβάνει το κοινωνικό εισόδημα. Όποιος το αρνηθεί δύο φορές, χάνει το κοινωνικό εισόδημα. Αυτή είναι η καταπολέμηση της φτώχειας και η στήριξη των φτωχών οικογενειών; Θα πρέπει να χρησιμοποιούμε τα εργαλεία χρηματοδότησης για τη συμπερίληψη των ανθρώπων στην κοινωνία. Στην Ιταλία έχουμε ένα μεγάλο ποσοστό φτωχών που είναι ανήλικοι. Τι κάνουμε; Πολλά άτομα που αντιμετωπίζουν την απόλυτη φτώχεια δεν είναι σε θέση να πάνε να εργαστούν για πολλούς λόγους. Τι θα κάνουμε, θα τους κόψουμε το κοινωνικό εισόδημα; Το κακό είναι ότι ακόμη και πρώην στελέχη της Αριστεράς, όπως ο Ρέντζι, ρίχνουν την ευθύνη της κοινωνικής κατάστασης που βρίσκεται κάποιος στον ίδιο, του λένε ότι φταίει αυτός που δεν τα έχει καταφέρει.
Το τέταρτο προβληματικό κεφάλαιο του προϋπολογισμού αφορά τη φορολογία. Στην Ιταλία, τα εισοδήματα μεταφερθήκανε από τα εισοδήματα από την εργασία σε αυτά των εισοδηματιών, των κερδοσκόπων, των ατόμων που ασχολούνται με τον χρηματοοικονομικό τομέα.
Εμείς θέλουμε αναδιανομή και προοδευτική φορολογία, οι πλούσιοι θα πρέπει να πληρώνουν, οι εισοδηματίες και οι μεγάλοι ιδιοκτήτες θα πρέπει να πληρώνουν. Φτάνει πια αυτή η φορολογική πίεση στους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους. Στο σχέδιο του προϋπολογισμού δεν αναφέρεται η κατεύθυνση προς την οποία θα πρέπει να γίνει η φορολογική μεταρρύθμιση. Η κυβέρνηση απλώς λέει ότι θα συστήσει μια κοινοβουλευτική επιτροπή για να τη συζητήσει. Κάτι που δείχνει ότι σκέφτεται να προστατεύσει εκ νέου τα υψηλά εισοδήματα. Στο τέλος, εστιάζει στη φορολογία στην εργασία και όχι στις επιχειρήσεις, προτείνοντας μάλιστα την κατάργηση ενός φόρου, του IRAP, που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις για τη χρηματοδότηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Οι εργαζόμενοι με την πανδημία έχασαν εισοδήματα και η προοπτική είναι να μην αλλάξει ή ακόμη και να επιδεινωθεί η κατάστασή τους. Συνεχίζεται δηλαδή η εφαρμογή μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Η κυβέρνηση θα αυξήσει κατά 2 δισ. τις δαπάνες για την Υγεία ξεχνώντας ότι καταργεί τους πόρους από τον φόρο IRAP που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις. Είδαμε τις τεράστιες ελλείψεις του συστήματος Υγείας κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά η κυβέρνηση στην πράξη αφήνει τους ίδιους πόρους. Ο προϋπολογισμός είναι μεγάλος, φτάνει στα 3 δισ. και θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί ελλειμματικά, αλλά αυτά τα 30 δισ. δεν θα διανεμηθούν με κριτήρια ισότητας στον πληθυσμό.
Υπάρχουν επίσης τα δισεκατομμύρια του Σχεδίου Ανασυγκρότησης και Ανθεκτικότητας.
Η κυβέρνηση θα συνοδεύσει το Σχέδιο Ανασυγκρότησης με άλλα 30 δισ. Το Σχέδιο Ανασυγκρότησης έχει θετικά στοιχεία, όπως τις σιδηροδρομικές συνδέσεις της βόρειας με τη νότια Ιταλία. Σε γενικές γραμμές, το Σχέδιο Ανασυγκρότησης έχει δύο προβληματικά στοιχεία. Το πρώτο είναι ότι προσφέρει πάρα πολλά χρήματα στις επιχειρήσεις χωρίς δεσμεύσεις. Η οικολογική και ψηφιακή μετάβαση θα γίνει ουσιαστικά με τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς να τίθεται θέμα για το τι θα κάνουν, πόσες θέσεις εργασίας θα δημιουργήσουν, τι είδους θέσεις εργασίας θα δημιουργήσουν. Όπως και με τον προϋπολογισμό, υπάρχει κατανομή των πόρων προς τα πάνω και όχι ίση και δίκαιη κατανομή τους στην κοινωνία. Το δεύτερο είναι ότι δεν έχει καμία αντίληψη για τη βιομηχανική πολιτική της χώρας. Το Σχέδιο Ανασυγκρότησης προβλέπει σημαντική αύξηση των εισαγωγών κατά 4,5%, που θα αφορούν κυρίως την εισαγωγή τεχνολογίας, ψηφιοποίησης, υλικού για την παραγωγή ενέργειας. Δεν βλέπεις δηλαδή έναν ορίζοντα για τη χώρα, αλλά μια συνεχή τεχνολογική και παραγωγική εξάρτηση από άλλες πλευρές του κόσμου. Ακριβώς το αντίθετο από αυτό που υποτίθεται ότι θέλει το New Next Generation Europe στοχεύοντας στην αυτάρκεια της Ευρώπης σε ορισμένες αλυσίδες παραγωγής. Το Σχέδιο Ανασυγκρότησης, παρά τους τεράστιους πόρους του, δεν θα αλλάξει την προοπτική και την εικόνα της χώρας.
Την ίδια στιγμή, προβλέπει την ιδιωτικοποίηση της Παιδείας, με αιχμές το πανεπιστήμιο και το σχολείο. Το μόνο που κάνει είναι η χρηματοδότηση της οικονομίας της αγοράς, χωρίς επιστροφές για τους εργαζόμενους, χωρίς κάποιες κοινωνικές διορθώσεις. Δεν χρησιμοποιούμε τους πόρους για να αλλάξουμε το παράδειγμα της χώρας μας, αφού υπάρχει μια εντελώς ελλειμματική πολιτική επενδύσεων στις κοινωνικές υπηρεσίες. Το Σχέδιο Ανασυγκρότησης στοχεύει να ικανοποιήσει τις ελίτ, αφήνοντας απ’ έξω τους υπόλοιπους.
Η CGIL είχε από την αρχή της πανδημίας πολύ σκληρή στάση για την προστασία των εργαζομένων στους χώρους εργασίας και αργότερα υπέρ του εμβολιασμού τους, αλλά φτάσαμε στις επιθέσεις των φασιστών εναντίον του συνδικάτου.
Κάναμε δύο βασικά πράγματα. Με την αρχή του lockdown διεκδικήσαμε και καταφέραμε την κυβέρνηση Κόντε να αποδεχθεί την ασφάλεια των εργαζομένων στους χώρους εργασίας, με μάσκες, αποστάσεις ασφαλείας κ.λπ., γιατί αυτές είναι οι προϋποθέσεις για να παραμείνουν ανοιχτές οι επιχειρήσεις και τα εργοστάσια. Είδαμε την καταστροφή στη Λομβαρδία. Εάν δεν ήταν τα συνδικάτα, τα πράγματα θα ήταν χειρότερα. Έχουμε 5 εκατομμύρια επιχειρήσεις. Οι μικρές σίγουρα δεν εφάρμοσαν όλα τα μέτρα.
Μετά εμφανίστηκαν τα εμβόλια. Σήμερα έχουμε ένα υψηλό ποσοστό εμβολιασμένων, χάρις και στα συνδικάτα, παρά τα τραγικά λάθη στις εκστρατείες στήριξης του εμβολιασμού. Εμείς υποστηρίξαμε από την αρχή, γιατί έχουμε και έναν υπέργηρο πληθυσμό, τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, όχι μόνο για το νοσοκομειακό προσωπικό. Με μεγάλη σκληρότητα είχαμε προειδοποιήσει ότι δεν μπορούν να βάλουν κυρώσεις στους ανεμβολίαστους εάν δεν κάνουν υποχρεωτικό τον εμβολιασμό. Ένα κομμάτι των αντιεμβολιαστών μάς κατηγόρησε για προδοσία. Η κυβέρνηση επέλεξε τη σύγχυση, να μην υποχρεώνει σε εμβολιασμό, αλλά να υποχρεώνει τα άτομα να έχουν πιστοποιητικό υγείας, με αποδεικτικό εμβολιασμού ή νόσησης ή τεστ για κάθε 48ωρο. Καταλαβαίνουμε τη διαφορά για να πας στο θέατρο ή τη διαφορά για να πας να εργαστείς. Προσπαθήσαμε να έχουμε έναν διάλογο με την κυβέρνηση για να βρούμε κοινά και συμβατά μέτρα και να αποφύγουμε διακρίσεις κατά των ανεμβολίαστων, για να προστατεύσουμε και το δικαίωμα στην εργασία, αλλά η κυβέρνηση μάς έκλεισε τις πόρτες ρίχνοντας το βάρος των επιλογών της στις επιχειρήσεις και τα συνδικάτα και προκαλώντας διασπάσεις και έριδες ανάμεσα στους εργαζόμενους.
Με την πολιτική της η κυβέρνηση ριζοσπαστικοποίησε όσους δεν ήθελαν να εμβολιαστούν. Οι ανεμβολίαστοι βγήκαν στους δρόμους πολλών πόλεων. Στο κίνημα αυτό από την αρχή εισχώρησαν οι νεοφασίστες, για δύο λόγους. Η Δεξιά και η Ακροδεξιά του Σαλβίνι και της Μελόνι είχαν μια μεσοβέζικη συμπεριφορά, γιατί τους έκλειναν από την πρώτη στιγμή το μάτι. Ο Σαλβίνι και η Μελόνι έκαναν εκστρατείες κατά του υποχρεωτικού εμβολιασμού, ενώ είχαν στην τσέπη τους το πιστοποιητικό εμβολιασμού. Προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τη διαμαρτυρία αδιαφορώντας για τις υποδείξεις του ιατρικού και επιστημονικού κόσμου. Κατά δεύτερο λόγο, οι νεοφασιστικές οργανώσεις εργάστηκαν για να διεισδύσουν στο κίνημα των ανεμβολίαστων και να το ελέγξουν. Το ξέραμε από την προηγούμενη άνοιξη.
Στο τέλος, κατάφεραν να ηγεμονεύσουν στο κίνημα διαμαρτυρίας εναντίον του πιστοποιητικού υγείας, που στηριζόταν σε εξατομικευμένα και συντεχνιακά αιτήματα της Δεξιάς.
Όταν όμως έφτασαν στην Πλατεία του Λαού της Ρώμης και η Forza Nuova ανακοίνωσε την επίθεση στα γραφεία της CGIL, υπήρξε μια συμπαιγνία με το κράτος για να επιτεθούν στα γραφεία μας. Από τη στιγμή που ανακοίνωσαν ότι θα επιτεθούν για να καταστρέψουν τα γραφεία της CGIL μέχρι να το κάνουνε πέρασαν δύο ώρες. Μέσα σε αυτό το διάστημα άφησαν μόνο 4 αστυνομικούς έξω από τα γραφεία μας, μετακινώντας δεκάδες άλλους σε άλλα σημεία της Ρώμης, ενώ ήξεραν ότι έρχονται να μας επιτεθούν. Υποβάθμισαν τον κίνδυνο ή επέτρεψαν στη Forza Nuova να φθάσει στην CGIL;
Επιτέθηκαν στην CGIL με τη λογική ότι όταν αντιμετωπίζεις τα κοινωνικά προβλήματα είναι πιο εύκολο να βρεις τον εχθρό δίπλα σου. Δεν πήγαν στους βιομηχάνους της Confindustria. Οι φασίστες με τη δημαγωγία τους τροφοδότησαν την ιδέα ότι το συνδικάτο δεν προστατεύει τους εργαζόμενους. Η αλήθεια όμως είναι ότι η χώρα μας δεν έχει κάνει τους λογαριασμούς της με τις νεοφασιστικές οργανώσεις, παρ’ όλο που το αντιφασιστικό μας σύνταγμα και η νομοθεσία είναι σαφείς.
Ο πολιτικός κόσμος συμπεριλαμβάνει τους φασίστες στο πολιτικό παιχνίδι. Αρκετοί φασίστες έχουν εκλεγεί με τα ψηφοδέλτια της Λέγκας και των Αδελφών της Ιταλίας, δεν είναι άγνωστη η ταυτότητά τους.
Ο Μπερλουσκόνι είχε βάλει τη Forza Nuova και στο συνασπισμό του…
Πρόσφατα μάλιστα επανέλαβε ότι έκανε κάτι σωστό γιατί προσπάθησε να την οδηγήσει να αποδεχθεί του δημοκρατικούς θεσμούς. Στην πράξη ήταν απλά μια νομιμοποίηση των φασιστών στην πολιτική. Στη Ρώμη η νεοφασιστική Casa Pound έχει τα γραφεία της σε ένα υπό κατάληψη κτίριο στο κέντρο της πόλης και κανείς δεν την ενοχλεί, ενώ έχουν εκκενώσει δεκάδες άλλες καταλήψεις ακόμη και εκεί που προσφέρουν τροφή και στέγη στους πρόσφυγες και μετανάστες. Τους φτωχούς και τους απεγνωσμένους του κέντρου Baobab τους πέταξαν στη μέση του δρόμου.
Ένα τμήμα της πολιτικής, του κρατικού μηχανισμού, του κράτους συνεχίζει να κλείνει το μάτι στους φασίστες και δεν εφαρμόζει το σύνταγμα, γιατί ευτυχώς στη χώρα μας υπάρχει η νομοθεσία που απαγορεύει την αναδιοργάνωση του φασιστικού κόμματος κάτω από οποιαδήποτε μορφή. Στο αντιφασιστικό σύνταγμά μας υπάρχουν συγκεκριμένα άρθρα για το θέμα. Ξέρουμε πολύ καλά ότι τα φασιστικά και ολοκληρωτικά κινήματα αυτού του τύπου δεν ενδιαφέρονται για να αντιμετωπίζουν την κοινωνική δυσφορία.
Ο Ντράγκι επισκέφθηκε τα γραφεία της CGIL, εξέφρασε την αλληλεγγύη του και μετά από καμιά δέκα ημέρες σηκώθηκε και έφυγε από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τα συνδικάτα…
Μου έχουν δημιουργηθεί πολλά ερωτηματικά. Από την αρχή της δημιουργίας της κυβέρνησης του μου φαίνεται ότι ο Ντράγκι θεωρεί μια δέσμευσή του να συναντά κάθε τόσο τα συνδικάτα, αλλά αυτό αποτελεί ένα είδος φόρμας και όχι ουσίας. Πρώτα τα κανονίζει με την κυβερνητική του πλειοψηφία και μετά απλώς ενημερώνει τα συνδικάτα. Δεν γίνεται διάλογος Ακόμη και τα μέτρα για την ασφάλεια στους χώρους εργασίας στην αρχή της πανδημίας υιοθετήθηκαν μετά από διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση Κόντε, όχι με αυτή του Ντράγκι. Μιλώντας ας πούμε με την κλασσική ευρωπαϊκή διάλεκτο των Βρυξελλών θα έλεγα ότι ο κοινωνικός διάλογος δεν ανήκει στο λεξιλόγιο και τους πολιτικούς ορίζοντες της κυβέρνησης του Ντράγκι.
Έτσι όταν οι γενικοί γραμματείς της CGIL, CISL και UIL έθεσαν στο τραπέζι της συζήτησης με τον Ντράγκι το ασφαλιστικό, τα εργασιακά, το φορολογικό, την κοινωνική προστασία σε όσους πλήττονται περισσότερο από την κρίση και την πανδημία και του υπογράμμισαν ότι πρέπει να συμφωνήσουν ορισμένα πράγματα και να θέσουν το πλαίσιό τους ο Ντράγκι σηκώθηκε και έφυγε θεωρώντας ότι τα συνδικάτα έχουν υπερβολικές απαιτήσεις.
Αυτό δεν τον εμποδίζει να εκφράσει την αλληλεγγύη του στη CGIL μπροστά στην επίθεση των φασιστών στα κεντρικά γραφεία του μεγαλύτερους συνδικάτου της χώρας, γιατί αυτός έχει μια συντεχνιακή αντίληψη του ρόλο και της θέσης του συνδικάτου στην κοινωνία. Αυτός καταλαβαίνει ότι πρέπει να υπάρχει σεβασμός στα συνδικάτα και κανείς να μην επιτίθεται και να καταστρέφει τα γραφεί των οργανώσεων των εργαζομένων. Μόνο που για τον Ντράγκι τα Εργατικά Κέντρα και τα συνδικάτα θα πρέπει να ασχολούνται μόνο με ότι συμβαίνει μέσα στους χώρους εργασίας και να διαπραγματεύονται μικρο-αιτήματα. Ακριβώς το αντίθετο από την παράδοση του συνομοσπονδιακού συνδικάτου που για εμάς αποτελεί τον φορέα μιας αντίληψης των εργαζομένων για την κοινωνία, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, τα καθολικά δικαιώματα των εργαζομένων. Πράγματα που είναι εντελώς ξένα στο Ντράγκι. Για εμάς η δημοκρατία δεν είναι απλώς μια μορφή αλλά η ουσία του πολιτεύματος. Δεν υπάρχουν οι τυπικοί κανόνες. Η εκπροσώπηση, μεταξύ της οποίας και η εκπροσώπηση της εργασίας, αποτελεί την ουσία του δημοκρατικού προτσές.
Πώς αντιδρούν τα συνδικάτα στον προϋπολογισμό;
Στην Ιταλία τα τρία μεγάλα συνδικάτα αναζητούν πάντα την ενότητα όσο δύσκολη και εάν είναι. Σε ότι αφορά το ασφαλιστικό, τα εργασιακά και το φορολογικό υπάρχουν ενωτικές πλατφόρμες διεκδικήσεων. Διαφέρουν όμως οι τρόποι, οι μέθοδοι και το χρονοδιάγραμμα για να διεκδικήσουμε τα αιτήματα. Η διάθεση της CGIL είναι να διατηρηθεί το ενωτικό μέτωπο των συνδικάτων όσο το δυνατόν περισσότερο.
Επίσης υπάρχει κάτι που δεν θα πρέπει να το υποβαθμίζουμε. Τα δύο χρόνια της πανδημίας οδήγησαν χρονικά στην χαλάρωση των σχέσεων των εργαζομένων με τα συνδικάτα. Δεν ήταν μόνο τα περιοριστικά μέτρα, αλλά και το γεγονός ότι η πανδημίας οδήγησε πολύ κόσμο να κλειστεί στον εαυτό του. Οι σχέσεις αλληλεγγύης των εργαζομένων και των ανθρώπων δοκιμάστηκαν μέσα στην πανδημία.
Το πρώτο πράγμα που αποφασίστηκε είναι να προχωρήσουμε σε συγκεντρώσεις μέσα στους χώρους εργασίας, να συζητήσουμε και να ακούσουμε τους εργαζόμενους, να ανοικοδομήσουμε τον κοινό μας τόπο και αίσθηση, να αποκτήσουμε μια συλλογική άποψη για το τι συμβαίνει στη χώρα μας και τι κυβέρνηση έχουμε. Προχωρώντας αυτή τη διαδικασία του διαλόγου στους χώρους εργασίας θα ξεκινήσουν οι κινητοποιήσεις κατά τομείς και σε κάθε περιφέρεια. Θα πρέπει να αμφισβητήσουμε τον προϋπολογισμό από πολλές πλευρές με κινητοποιήσεις και πρωτοβουλίες από διαφορετικούς τομείς. Πρέπει πρώτα να ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας. Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι υπάρχει ένας διακόπτης, που μπορείς να τον γυρίσεις μετά από δύο χρόνια και να γίνουν όλα όπως πριν.
Η CGIL θεωρεί ότι πρέπει να οδηγηθούμε σε κινητοποιήσεις, γιατί αυτή η κυβέρνηση δεν καταλαβαίνει ή δεν θέλει να καταλάβει. Δεν μας φθάνουν περιστασιακές απαντήσεις, που μπορεί να είναι και θετικές. Θέλουμε τις σωστές απαντήσεις στα πιο σύνθετα θέματα. Κάποιοι είναι περισσότερο αισιόδοξοι ότι η κυβέρνηση θα ανοίξει το διάλογο με τα συνδικάτα.
Πώς βλέπετε να κινούνται τα ευρωπαϊκά συνδικάτα;
Τα συνδικάτα αντιμετωπίζουν αυτό που συνέβη στην κοινωνία. Η πανδημία δεν καθόρισε τις ανισότητες, γιατί υπήρχαν από πριν, αλλά τις έκανε πιο εμφανείς και βαθιές. Οι χώρες που αντιμετώπιζαν δυσκολίες από πριν αντιμετωπίζουν ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες σήμερα. ΟΙ χώρες που είχαν ένα ασθενές συνδικαλιστικό κίνημα και όχι εξαιτίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων, αλλά από την κατάσταση του συστήματος στην χώρα τους ή εξαιτίας απαγορεύσεων και περιορισμών που υπάρχουν, τη φτώχεια και τις δυσκολίες που συνεπάγεται, είναι φανερό ότι αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα προβλήματα.
Το αφήγημα της κατάστασης από τη μια χώρα στην άλλη δείχνει ότι από τη μια μεριά είναι οι χώρες που είναι σχετικά καλά ή αρκετά καλά και οι χώρες που βρίσκονται σε δυσάρεστη θέση. Εκεί που υπάρχουν τα περισσότερα προβλήματα δυστυχώς οι συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι πιο αδύναμες, δεν έχουν τις συλλογικές συμβάσεις ή τον κοινωνικό διάλογο, γιατί υπάρχουν χώρες που τα αγνοούν.
Η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων προσπαθεί να συζητήσει αυτά τα θέματα, που έγιναν ακόμη πιο περίπλοκα με την πανδημία, γιατί μέσα σε αυτόν τον ενάμισι χρόνο δεν μπόρεσε να κάνει κάτι ουσιαστικό και απλώς έκανε κάποιες πιέσεις, ακολούθησε μια τακτική λομπισμού, δεν μπόρεσε να διαμορφώσει μια δικής της ατζέντα, που να την υποστηρίξουν οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι.
Είχαμε το Next Generation Europe, κάποιες θέσεις ότι θα αλλάξει το Σύμφωνο Σταθερότητας, που αποτελούν κάτι το θετικό, αλλά δεν είχαμε πραγματικές δράσεις, δεν ερμηνεύτηκαν σε πράξεις στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Στην πρόσφατη συνάντηση των ευρωπαϊκών συνδικάτων στην Πορτογαλία αποφασίσαμε να κινηθούμε βάζοντας ως πρώτο στόχο το Σύμφωνο Σταθερότητας, γιατί δεν μπορούμε να σκεφτούμε ότι δεν θα είμαστε πρωταγωνιστές στη διαμόρφωση ενός άλλου κλίματος στην Ευρώπη. Το ευρωπαϊκό συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να αποτελέσει παράγοντα αλλαγής του Συμφώνου Σταθερότητας.
Το άλλο μεγάλο θέμα που μας απασχόλησε στην Πορτογαλία και αποτελεί θέμα σε ευρωπαϊκό, εθνικό και τοπικό επίπεδο είναι ο εθνικισμός. Οι ισχυρές χώρες, με τις κοινωνίες τους να έχουν μεγαλύτερες αντιστάσεις και μεγαλύτερη κοινωνική δικαιοσύνη, τείνουν να περιχαρακωθούν στο μοντέλο τους, εκτιμώντας ότι είναι καλύτερα η Ευρώπη να μην κάνει τίποτα για να προστατευθούν από οποιεσδήποτε αλλαγές, όπως έκαναν με τον κατώτατο μισθό και τη μισθολογική σύγκλιση. Στην ουσία αυτό δείχνει ότι πρέπει να πάμε σε μια ομοσπονδιακή ευρωπαϊκή διάσταση. Υποστηρίζουμε την ανάγκη ενός κοινού ευρωπαϊκού δικαίου που θα συμπεριλαμβάνει και τα θέματα της εργασίας. Οι ισχυρές και πλούσιες χώρες και τα συνδικάτα τους τα αντιμετωπίζουν όλα αυτά με μεγάλο φόβο και αντιστέκονται πάρα πολύ. Δεν έχουν την ίδια αντίληψη με εμάς ότι η Ευρώπη πρέπει να είναι ένας χώρος που θα ζούμε με ισότητες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Βλέπουμε την άνοδο των λαϊκισμών και των εθνικισμών, ενώ αντίθετα ο προοδευτικός κόσμος δεν έχει απαντήσεις σε αυτό. Δεν έχει καταφέρει να αρθρώσει μια κριτική στον λαϊκισμό και τον εθνικισμό με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουμε σήμερα μια τάση κλεισίματος των συνόρων, που δεν αφορά μόνο το θέμα των μεταναστών και προσφύγων, αλλά και τα μεγάλα κοινωνικά θέματα της ηπείρου μας.
Στην Πορτογαλία συμφωνήσαμε όλοι ότι το ευρωπαϊκό συνδικαλιστικό κίνημα ζητά παντού την αλλαγή του Συμφώνου Σταθερότητας. Η Ευρώπη πρέπει να εμπεδώσει το μάθημά της από την προηγούμενη κρίση και την πανδημία και να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι πολυεθνικές δεν μπορούν να λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο και πρέπει να ξεπεράσουμε τις πατέντες σε ό,τι αφορά τα εμβόλια.
Το πρόβλημα για εμάς της CGIL είναι πως θα διεκδικήσουμε αυτά τα αιτήματα. Φθάνει να διοργανώσουμε προπαγανδιστικές εκστρατείες; Να κάνουμε λομπισμό; Ή να βάλουμε μαζί τον κόσμο της εργασίας στην Ευρώπη; Πρέπει να ήμαστε σε θέση να το κάνουμε. Πρέπει να δώσουμε μια διάσταση συμμετοχής και αλληλεγγύης στους Ευρωπαίους εργαζόμενους. Αυτό δυστυχώς μου φαίνεται ότι δεν υπάρχει σε ευρωπαϊκό επίπεδο, παρόλο που υπάρχει σε ορισμένες χώρες της ΕΕ.
Στο επόμενο διάστημα θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε σημαντικές κρίσεις. Μας το έδειξαν οι ανεπαρκείς και ελάχιστες αποφάσεις που πήραν για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, την πορεία εξόδου από τον άνθρακα. Αυτές θα έχουν διαφορετικές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία. Όταν συζητάμε με τα συνδικάτα της Ανατολικής Ευρώπης και μερικώς με αυτά των Βαλκανίων και τους μιλάμε για την έξοδο από τον άνθρακα μας κοιτούν άσχημα. Υπάρχουν μεγάλα προβλήματα, που τα αντιμετωπίζει και το περιβαλλοντολογικό κίνημα. Δεν είναι εύκολο να οικοδομήσουμε μια σχέση ανάμεσα στις αναγκαίες επιλογές που πρέπει να γίνουν για να αντιμετωπίζουμε την κλιματική αλλαγή και τις προοπτικές της εργασίας, τις απαντήσεις που θα πρέπει να δώσουμε στους εργαζόμενους που εργάζονται σε αυτούς τους τομείς. Υπάρχει μεγάλη δυσκολία να δημιουργηθεί μια σχέση, ένας δεσμός. Πως όμως θα κάνουμε μια πράσινη μετάβαση, πώς θα αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή, χωρίς να έχουμε κοινωνική δικαιοσύνη; Στο τέλος θα αυξηθούν οι κοινωνικές ανισότητες.
Σε πολλές χώρες φοβάμαι ότι κυοφορείται μια λογική κλεισίματος. Από ορισμένες χώρες μας λένε ότι εσείς τα βλέπετε εύκολα γιατί έχετε τους οικονομικούς πόρους, εναλλακτικούς και ανανεώσιμους ενεργειακούς πόρους, ενώ εμείς αντιμετωπίζουμε μια καταστροφική κατάσταση, υψηλά ποσοστά ανεργίας και υψηλά ποσοστά φτώχειας και ακραίας φτώχειας.
Τόσο στη G20, την COP26, αλλά και στα κινήματα, πρέπει να υπάρχει μια προοπτική για αυτούς τους ανθρώπους, γιατί διαφορετικά η αποκαλούμενη πράσινη μετάβαση αποτελεί μια απάτη. Υπάρχουν ταυτόχρονα πολλά στοιχεία και το γεγονός ότι η πανδημία επιδείνωσε περαιτέρω τις ανισότητες και το βλέπουμε ακόμη και σήμερα με το νέο κύμα της και τις ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες που προκαλεί σε μια σειρά χώρες. Οι πιο πλούσιες χώρες, που βρίσκονται σε καλύτερη οικονομική και κοινωνική κατάσταση, θα έπρεπε να είχαν μεγαλύτερο θάρρος για να προωθήσουν τις αλλαγές από το να υπερασπίζονται το μοντέλο τους. Μέσα στο νέο γεωπολιτικό σενάριο και την κρίση δεν νομίζω ότι μπορεί κάποιος να κλείσει τα σύνορα και να νομίζει ότι μπορεί να απομονωθεί για να προστατευθεί. Τα συνδικάτα πρέπει να έχουν το θάρρος να κάνουν αυτές τις αναλύσεις, γιατί οι εθνικισμοί δεν προσέφεραν ποτέ κάτι θετικό στους εργαζόμενους, παρόλο που εμφανίζονται ως σωτήριες λύσεις. Κλείνοντας τα σύνορα δεν θα σωθεί κανείς, αλλά αντίθετα θα βαδίσει στο θάνατό του. Οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα έχουν ανάγκη την αλληλεγγύη και την κοινή δράση τους σε όλα τα επίπεδα για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις. Τα απλοποιημένα συνθήματα των εθνικισμών διευκολύνουν έναν εύκολο προσηλυτισμό, αλλά εμείς πρέπει να εργαστούμε μέσα στους χώρους εργασίας για να υπενθυμίσουμε στους εργαζόμενους ότι η αντιπαράθεση γίνεται με τους έχοντες και κατέχοντες και όχι εναντίον των ομοίων τους.
Αργύρης Παναγόπουλος
Πηγή: Η Αυγή