Αναμενόμενα ήταν τα αποτελέσματα των εκλογών της περασμένης Κυριακής στη Σουηδία και επιβεβαιώνουν, για άλλη μια φορά, την πορεία των πραγμάτων μετά τη στροφή των Σοσιαλδημοκρατών. Οι ψηφοφόροι πήγαν εκεί που δείχνουν οι εκσυγχρονιστές, στη συντηρητική διακυβέρνηση, και οι παραδοσιακοί δεξιοί εκεί που ο λόγος είναι απλός, ασχέτως αν είναι τελείως επιφανειακός.
Με την παράλληλη μετατόπιση περίπου 50.000 ψηφοφόρων, οι Σοσιαλδημοκράτες κέρδισαν ό,τι έχασε το κόμμα Αριστερά και ξέφυγαν από το ιστορικό χαμηλό των εκλογών του 2018, οι ακροδεξιοί ό,τι έχασαν οι παραδοσιακοί δεξιοί της Σουηδίας, το κόμμα των Μετριοπαθών. Ούτως ή άλλως και στην προηγούμενη κυβέρνηση οριακή πλειοψηφία είχε το προοδευτικό μπλοκ, με μία έδρα διαφορά από το συντηρητικό. Σήμερα το συντηρητικό μπλοκ έχει τρεις έδρες περισσότερες από το προοδευτικό, 176 έναντι 173.
Ωστόσο, η αλλαγή στη Σουηδία δεν έγινε την περασμένη Κυριακή. Η αλλαγή γίνεται τουλάχιστον 30 χρόνια τώρα, με την αλλαγή πορείας των Σοσιαλδημοκρατών προς τον «Εκσυγχρονισμό», ροκανίζοντας τα θεμέλια που είχαν βάλει οι παραδοσιακοί Σοσιαλδημοκράτες χτίζοντας τη χώρα. Η παγκοσμιοποίηση οδήγησε τις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες στο εξωτερικό, άλλαξε η μορφή της εργασίας, το κεφάλαιο έγινε αόρατο και δεν χρειάζεται πλέον τη μεσολάβηση του κράτους πρόνοιας για να διασφαλίζεται η εργασιακή ειρήνη και η σταθερή αποδοτικότητα των εργαζομένων. Η Volvo, η Saab, η Eriksson, η Alfa Laval, η H&M και τόσες άλλες μεγάλες σουηδικές εταιρείες βρίσκονται «κάπου αλλού». Στη χώρα έμεινε η πολύ υψηλή φορολογία χωρίς όμως τις παροχές των προηγούμενων ετών, καθώς και λίγες βιομηχανικές μονάδες. Μεταξύ αυτών η τεράστια βιομηχανία χάλυβα καθώς και η πολεμική βιομηχανία, που αναμένεται να βρουν τώρα πιο εύκολα νέους πελάτες μετά την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ. Η αίτηση για την ένταξη κατατέθηκε επί προοδευτικής κυβέρνησης, με πρωθυπουργό την Μαγκνταλένα Άντερσον και αποδεχόμενη, ασχέτως αν εφαρμοστούν, τους εξευτελιστικούς όρους, για το κύρος του δημοκρατικού πρότυπου που αποτελεί η Σουηδία, που έθεσε ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν.
Φθορά από μέσα
Πρόκειται για την πρόεδρο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος εδώ και ένα περίπου χρόνο, η οποία είπε στο τελικό προεκλογικό debate τρεις φορές «συμφωνώ με τον Ουλφ Κρίστερσον» (πρόεδρο του κόμματος των Μετριοπαθών και πιθανό νέο πρωθυπουργό) μιλώντας για διάφορα επιμέρους θέματα και μετεκλογικά «αν οι Μετριοπαθείς θέλουν να συνεργαστούμε, η πόρτα μου είναι ανοικτή». Ο Κρίστερσον από την πλευρά του είναι ο άνθρωπος ο οποίος έβαλε στο παιχνίδι τους ακροδεξιούς Σουηδούς Δημοκράτες ελπίζοντας ότι υιοθετώντας μέρος της ατζέντας του θα τους πάρει ψηφοφόρους και επιτυγχάνοντας ακριβώς το αντίθετο. Ο ένας στους πέντε ψηφοφόρους των Μετριοπαθών ψήφισε τους Ακροδεξιούς, κάτι που έχουμε δει να συμβαίνει και σε αρκετές άλλες χώρες.
Πώς αισθάνεται άραγε ο μέσος ψηφοφόρος, οποιουδήποτε κόμματος, όταν ακούει αυτά; Πώς αισθάνεται το μέλος του μεγαλύτερου εργατικού συνδικάτου στον κόσμο (LO), σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας, όταν έχει δει το «Κοινό μας σπίτι» να γίνεται real estate, το σύστημα υγείας να έχει στην αρχή της πανδημίας τους περισσότερους νεκρούς στον κόσμο -επειδή η ιδιωτικοποίηση της Υγείας περιόρισε κατά πολύ τη μονιμότητα όσων εργάζονται στην περίθαλψη και αυτοί για να συμπληρώσουν ωράριο γύρναγαν σε τουλάχιστον 2-3 κλινικές και οίκους ευγηρίας μεταφέροντας και διασπείροντας τον ιό-, το κόστος των εισιτηρίων των συγκοινωνιών, ενός από τους βασικούς άξονες ανάπτυξης της χώρας τα προηγούμενα χρόνια, να είναι δυσβάστακτο, λόγω των ιδιωτικοποιήσεων; Πώς αισθάνονται οι αριστεροί ψηφοφόροι βλέποντας το κόμμα τους σε καιρό κρίσης και ανεργίας, να πελαγοδρομεί μεταξύ «Φεμινιστικής Πρωτοβουλίας» της πρώην αρχηγού τους, Γκούτρουντ Σίμαν, και προσφυγικού, μη μιλώντας, όμως, για τα εγκλήματα τιμής για να μη χάσει τις ψήφους των μουσουλμάνων, δείχνοντας «υποκριτική ανεκτικότητα», όπως αναφέρει στο βιβλίο της η πρώην βουλευτής του κόμματος, Αμινέ Κακαμπάβε; Φέτος, η νέα πρόεδρος του κόμματος Αριστερά, Νοόσι Νταντγκόσταρ, έθεσε επιτακτικά θέματα κατοικίας για τους νέους και αύξησης των συντάξεων, απείλησε την κυβέρνηση που στήριζε, τα κέρδισε και σε συνθήκες πόλωσης έσωσε κάπως την κατάσταση.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η πορεία των ακροδεξιών Σουηδών Δημοκρατών φαίνεται εντυπωσιακή: 5,7% το 2010 που μπήκαν πρώτη φορά στη βουλή, 12,9% το 2014, 17,53% το 2018 και 20,5% την περασμένη Κυριακή. Ωστόσο, η ακροδεξιά έχει στις χώρες του Βορρά, όπως και σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, βαθιές ρίζες. Κούισλινγκ στη Νορβηγία, «γη και ύδωρ» η Δανίας στον Χίτλερ, πώληση χάλυβα στις δυνάμεις του άξονα από τη Σουηδία, το υπόβαθρο υπήρχε. Η σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία της τελευταίας 20ετίας ανέδειξε τον κρυπτοναζισμό ως ισχυρή παθογένεια. Το καμπανάκι χτύπαγε!
Πρώτες διαπιστώσεις
Όλα αυτά ο Τζίμι (δεν ξέρω άλλον Σουηδό με αυτό το όνομα) Όκερσον τα εκμεταλλεύτηκε αριστοτεχνικά. Μπορεί οι συμφωνίες των κομμάτων όλου του υπόλοιπου φάσματος, πλην της Αριστεράς, να μην του επιτρέψουν να αναλάβει κυβερνητικό πόστο, έχει βάλει όμως βάσεις για το μέλλον. Την περασμένη Κυριακή δεν έγιναν μόνο βουλευτικές εκλογές αλλά, όπως συμβαίνει πάντα, εξελέγησαν νέα Περιφερειακά, Δημοτικά, Εκκλησιαστικά και Σχολικά συμβούλια. Από τα επιμέρους αποτελέσματα, τόσο κατά περιοχές όσο και στο σύνολο της χώρας, προκύπτουν ορισμένες διαπιστώσεις:
– Η Αριστερά κρατάει και ενισχύει τα κάστρα της στην περιοχή της Στοκχόλμης, του Γκέτεμποργκ και στο βόρειο τμήμα της χώρας όπου ξεπέρασε κατά πολύ το 20%.
– Οι νέοι 18 -21 ετών, στο σύνολο της χώρας και των συμβουλίων, δίνουν στον Οκερσον, πάνω από 30% και μαζί με τους Μετριοπαθείς, απόλυτη πλειοψηφία, ενώ σε μικρότερες ηλικίες, σε έρευνες γνώμης τα ποσοστά είναι ακόμα μεγαλύτερα.
-Στη χώρα της Γκρέτα Τούνμπεργκ, της μαθήτριας που από τον Αύγουστο του 2018 έγινε παγκοσμίως γνωστή καθώς κατάφερε να βγάλει εκατομμύρια μαθητές στον δρόμο για δράσεις προστασίας του περιβάλλοντος, το κόμμα των Πρασίνων, από 12%-15% που έπαιρνε σε νεαρές ηλικίες, πριν από 4 χρόνια, σήμερα είναι κάτω από 5%. Αιτία, η πλήρης απουσία θεμάτων οικολογίας και περιβάλλοντος από τον προεκλογικό διάλογο, κυρίως λόγω του ενεργειακού ζητήματος.
Το πολιτικό μάρκετινγκ η AltRight το γνωρίζει καλά. Για μια παρέα 20χρονών, πόσο «βαρετό μοιάζει» να πει κάποιος «εγώ είμαι Μετριοπαθής ή εγώ είμαι Σοσιαλδημοκράτης» και πόσο «κουλ ακούγεται» «εγώ είμαι Σουηδός, Δημοκράτης»! Το ζητούμενο, βέβαια, είναι «να γίνουν χοτ» ο λόγος και τα έργα όλης της Αριστεράς, πριν αναλάβει ο Όκερσον την ευθύνη όλης της κυβέρνησης.
Νίκος Σερβετάς