Ας μου επιτραπεί να παρέμβω και εγώ στη συζήτηση για τους εορτασμούς της περασμένης εβδομάδας για τα 200χρονα της Επανάστασης.
Θα αρχίσω με μία εξομολόγηση. Σε αντίθεση με πολλούς φίλους και συντρόφους, δεν έχω αντανακλαστικά κατά των στρατιωτικών παρελάσεων και των εμβατηρίων. Μεγάλωσα πριν από τη δικτατορία και σε συντηρητικό περιβάλλον. Οι παρελάσεις μού άρεσαν, τις αναπαριστούσα με τα στρατιωτάκια μου. Οι φανφαρονισμοί της χούντας και η προσχώρηση στον κομμουνισμό δεν έσβησαν εντελώς τις παιδικές αναμνήσεις.
Στα σοβαρά τώρα, το να εορτάζουμε τις εθνικές επετείους (και ιδιαίτερα τη φετινή) μου φαίνεται λογικό. Το έθνος εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική συνιστώσα της ταυτότητάς μας, στοιχείο μιας καλώς νοούμενης συνοχής της κοινωνίας. Ο δε φετινός εορτασμός της 25ης Μαρτίου είχε και θετικά, μάλλον περισσότερα από όσα θα περίμενα από μια κυβέρνηση που έχει ενσωματώσει τόσους υπερπατριώτες.
Φρόντισαν, λ.χ., να λείψουν οι αντιτουρκικές κορόνες. Η ομιλία της Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν καλή (ανατριχιάζω στη σκέψη τού τι θα έλεγε ο προκάτοχός της και μερικοί ακόμη τέως Πρόεδροι). Η παρουσία εκπροσώπων των ξένων Δυνάμεων και η ανάδειξη της ναυμαχίας του Ναβαρίνου χτύπησαν τον μύθο με τον οποίο μεγαλώσαμε, πως δήθεν απελευθερωθήκαμε μόνοι. Η συνέντευξη του Μακρόν στον Αλιάγα ήταν ουσιαστική, πέρα από επιμέρους διαφωνίες, π.χ. στο προσφυγικό. Ο Γάλλος πρόεδρος θύμισε μάλιστα την άδικη μεταχείριση της Ελλάδας στην κρίση χρέους. Θετική και ιστορικά ορθή η παρουσία του Ρώσου πρωθυπουργού (εκπροσώπου του «δολοφόνου», κατά Μπάιντεν, Πούτιν). Η έπαρση της σημαίας στην Ακρόπολη (που θυμίζει την άλλη, του Οκτωβρίου 1944) πάντα με συγκινεί. Η παρουσία και επιρροή του ελληνικού στοιχείου στον κόσμο όλο χαροποιεί (όπως όταν βλέπεις να αναγνωρίζεται ένας συγγενής σου κάπου μακριά).
Ολα αυτά επικράτησαν στις δικές μου εντυπώσεις και δεν επισκιάστηκαν από το σύνηθες εθνικό κιτσαριό σε Ελλάδα και διασπορά ή τις μπούρδες των εκφωνητών στα κανάλια. Επικράτησαν και σε σχέση με λόγια των ξένων που θύμιζαν συχνά «μαργαριτάρια για ιθαγενείς». Ο λογογράφος του Μπάιντεν θα μπορούσε ίσως να γνωρίζει πως με το ΟΧΙ, η Ελλάδα δεν ήρθε να ενωθεί με τις ΗΠΑ στον αγώνα κατά του ναζισμού, αλλά το αντίθετο, η χώρα του ήρθε να ενωθεί με την Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όταν μπήκε στον πόλεμο ένα χρόνο αργότερα. Τέλος πάντων.
Δεν συμφωνώ συνεπώς με όσους απορρίπτουν κάθε εορτασμό εθνικής επετείου ή και παραβλέπουν θετικά στοιχεία του φετινού εορτασμού. Ομως, ας μη φθάσουμε και στο άλλο άκρο, να παραγνωρίζουμε πως ο εορτασμός αυτός αναπαρήγαγε ως συνήθως το εξόχως προβληματικό επίσημο εθνικό αφήγημα.
Κατ’ αρχάς το μόνιμο μοτίβο των εορτασμών είναι για ένα έθνος που μόνο μεγαλουργεί. Κηλίδες έναντι τρίτων δεν έχει. Ούτε σφάξαμε αμάχους στην Τρίπολη, ούτε εμπλακήκαμε σε ιμπεριαλιστικό πόλεμο στη Μικρά Ασία, ούτε συναγωνιστήκαμε τους Βουλγάρους σε θηριωδίες στη Μακεδονία. Ωραιοποίηση της επίσημης ιστορίας υπάρχει ασφαλώς και αλλού. Ομως πουθενά στη «νεωτερική Δύση», την οποία τόσο επικαλούμαστε, το εθνικό αφήγημα δεν έχει μείνει «κολλημένο» στις αρχές του 20ού αιώνα, όπως σε μας. Την ώρα που αλλού συζητιέται το αποικιακό παρελθόν και το γκρέμισμα αγαλμάτων, ο Ελληνας μαθαίνει πως η πατρίδα του δεν αδίκησε ποτέ κανένα.
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι εθνικές επέτειοι γιορτάζονται αποστασιοποιημένα. Οι αντιπαλότητες του παρελθόντος θεωρούνται ξεπερασμένες και επιδιώκεται η εξαγωγή μαθημάτων ειρήνης, απόρριψης του εθνικισμού, συνεργασίας των λαών, ευρωπαϊκής ενοποίησης, ο εορτασμός από κοινού με πρώην εχθρούς. Εμείς με όλους τους γείτονες είμαστε σαν σκαντζόχοιροι. Φανταστείτε κοινούς εορτασμούς με Σέρβους, Βούλγαρους, Αλβανούς ή και Μακεδόνες. Αφήνω τους Τούρκους, όπου τα εμπόδια υπάρχουν σήμερα κατ’ εξοχήν και στις δυο πλευρές. Ομως για ωριμότητα θα μπορούμε να μιλήσουμε μόνο όταν οι δυο λαοί θα θυμόμαστε μαζί το 1821 και το 1922. Πόσοι οραματιζόμαστε κάτι τέτοιο; Φοβάμαι πως, με την παιδεία που λαμβάνουμε και το υπάρχον κλίμα, πολλοί ούτε το διανοούνται.
Το δεύτερο μήνυμα που εκπέμπεται επίσημα είναι πως το ένα και μοναδικό εμπόδιο σε κάθε ελληνικό θρίαμβο είναι η διχόνοια. Ασφαλώς η εθνική ενότητα, σε συνθήκες εχθρικής εισβολής (ή πανδημίας), ή με την έννοια, της αποφυγής εμφύλιων αιματοχυσιών, της υπεράσπισης της δημοκρατίας ή της επίτευξης μιας ελάχιστης συναίνεσης γύρω από κάποιους στόχους και θεσμούς, είναι αξία που πρέπει να καλλιεργείται. Ομως, ως γνωστόν, το σύνθημα της εθνικής ενότητας εργαλειοποιείται από τους εκάστοτε κυρίαρχους για να πολεμηθεί κάθε αμφισβήτηση της εξουσίας τους. Δεν χρειάζεται να ανάγει κανείς τα πάντα αποκλειστικά στην ταξική πάλη, για να αναγνωρίσει πως η «διχόνοια» είναι συνήθως προϊόν ταξικών, κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων -συχνά σφοδρών- που αποτελούν την πεμπτουσία της ιστορικής εξέλιξης και προόδου.
Το συμπέρασμα από την ιστορία δεν είναι πως η «διχόνοια» είναι γενικά κακή και πως όποιος εξεγείρεται την υποθάλπει. Η εθνική ενότητα είναι ένα πολύπλοκο φαινόμενο, ούτε πλήρης μπορεί να είναι (π.χ. με τους δωσίλογους την Κατοχή ή τους χουντικούς) ούτε πάντα επιθυμητή (όταν π.χ. νομιμοποιεί την αδικία). Μπορεί η πρωτόλεια μαρξιστική ερμηνεία της ιστορίας να είναι απλουστευτική (αλλά ας μην ξεχνάμε πως απέναντι στον Κορδάτο ήταν ο Παπαρρηγόπουλος), όμως κρατάμε από αυτήν πως το ’21 δεν υπήρχε απλά «έθνος», υπήρχαν κοτζαμπάσηδες, Φαναριώτες, Εκκλησία, αστοί και διανοούμενοι της διασποράς, αγρότες και νησιώτες ποικίλων εθνοτήτων και γλωσσών. Ολοι δεν είχαν τα ίδια συμφέροντα, κίνητρα και ρόλο.
Πολλοί -και μάλιστα από τους ισχυρότερους- συμμετείχαν απρόθυμα ή και πολέμησαν την Επανάσταση, όπως αργότερα την Εθνική Αντίσταση και κάθε βήμα προόδου. Σε μια επέτειο, λογικό είναι να μην προβάλλονται οι αντιθέσεις. Φτάνει να μη διαστρεβλώνεται πλήρως η ιστορία και οι εορτασμοί να μη μετατρέπονται σε εργαλεία για τη διάδοση της ιδεολογίας της κοινωνικής υποταγής.
Υπάρχει και ένα τρίτο μήνυμα με το οποίο μας βομβαρδίζουν κάποιοι νέοι συντηρητικοί, κυρίως μερικοί που στη διάρκεια των μνημονίων απετάξαντο κάθε υπόλειμμα Αριστεράς και υμνούσαν τις πολιτικές που σήμερα αποκηρύσσουν οι ίδιοι οι εμπνευστές τους. Γι’ αυτούς, η παρουσία των ξένων στους εορτασμούς συμβολίζει πως οι ξένες δυνάμεις πάντα το καλό έφεραν στη χώρα: ελευθερία, εκσυγχρονισμό και νεωτερικότητα. Η Ελλάδα έγινε «παραδόξως νεωτερική» χάρις στους ξένους. Και βέβαια, όσοι αντιτάχθηκαν κατά καιρούς σ’ αυτούς και τις πολιτικές τους ήσαν εχθροί της προόδου. Πρόκειται για την ελληνική εκδοχή του αφηγήματος του εκπολιτιστικού ρόλου της αποικιοκρατίας.
Το ότι η ιστορία μας δεν ερμηνεύεται με το σχήμα «καλοί Ελληνες, κακοί ξένοι» δεν σημαίνει πως ερμηνεύεται με το αντίστροφό του. Για όλα τα δεινά που βρήκαν τη χώρα μας, εσωτερικοί και εξωτερικοί παράγοντες είναι αλληλένδετοι και σύνθετοι. Οι ιμπεριαλιστικές πολιτικές δεν είναι κομμουνιστική επινόηση, ασκήθηκαν και συχνά καταστροφικά και στη χώρα μας.
Εκτός από το Ναβαρίνο, υπήρξε και η Ιερά Συμμαχία και τα ληστρικά δάνεια. Πίσω από τους ελληνικούς τυχοδιωκτισμούς στη Μικρά Ασία υπήρχε και η χείρα Αγγλων και Γάλλων. Στην αλληλοσφαγή των Δεκεμβριανών, οι Βρετανοί δεν ήταν αμέτοχοι ή ανεύθυνοι. Ούτε ήθελαν την Κύπρο αποικία για το καλό του λαού της. Οι Αμερικανοί δεν αγωνίστηκαν μαζί μας για τη δημοκρατία επί χούντας, τη στήριξαν. Και βέβαια, στην πρόσφατη οικονομική κρίση, το φάρμακο που μας επέβαλε η «Ευρώπη», και όχι από αγάπη, ήταν χειρότερο από την ίδια την ασθένεια.
Ενα σύγχρονο εθνικό αφήγημα ασφαλώς απορρίπτει τα περί «ανάδελφου έθνους». Αναδεικνύει τα όσα πήραμε και δώσαμε σε Δύση, αλλά και Ανατολή. Υπογραμμίζει τα όσα έχουμε κοινά με Ευρώπη αλλά και με γείτονες, τη συμβολή μας σε μια κοινή, περιεκτική ευρωπαϊκή ταυτότητα. Ομως προβάλλει και την αξία της αντίστασης, και όχι μόνο σε Πέρσες και Οθωμανούς ή στον φασισμό, αλλά σε όλους όσοι απείλησαν ή απειλούν την εθνική, δημοκρατική και κοινωνική αξιοπρέπεια, δική μας και άλλων.
Απέναντι σ’ αυτά ο σημερινός πρωθυπουργός προτάσσει την αξία του «αξιόπιστου» συμμάχου. Του συμμάχου δηλαδή που είναι «πιστός» στους ισχυρούς, ό,τι και αν κάνουν, που δεν πρέπει να αντιστέκεται σ’ αυτούς ποτέ είτε επειδή τους εμπιστεύεται τυφλά είτε στη βάση μιας εκδοχής ρεαλισμού που νομιμοποιεί την υποτέλεια.
Με άλλα λόγια, υπάρχουν πολύ διαφορετικές αναγνώσεις των εορτασμών για το 1821 και της συμμετοχής των ξένων σ’ αυτούς.
Σωτήρης Βαλντέν
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών