Η επίσκεψη Ερντογάν αποτελεί σημαντικό θετικό σταθμό στην αποκλιμάκωση της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ας θυμηθούμε πού βρισκόμασταν προ έτους, όταν καθημερινά αμφισβητούταν η κυριαρχία των νησιών μας και οι γείτονες δήλωναν πως «θα έρχονταν μια νύχτα ξαφνικά». Έχουν περάσει πολλοί μήνες χωρίς κρίση, χωρίς τουρκικές προκλήσεις και με κινήσεις καλής θέλησης και από τις δύο πλευρές. Ο προπαγανδιστικός πόλεμος έχει καταλαγιάσει και -ως δια μαγείας- οι κάποιες παραφωνίες υποβαθμίζονται αντί να αναδεικνύονται στα ΜΜΕ. Δεν χαρακτηρίζεται πια ως «πρόκληση» το να δηλώνει η άλλη πλευρά πως εμμένει στις θέσεις της.
Οι αιτίες της αλλαγής κλίματος είναι πολλές. Απομακρύνθηκαν οι εσωτερικές σκοπιμότητες που κυριαρχούσαν προεκλογικά στις δύο χώρες. Τόσο ο Ερντογάν όσο και ο Μητσοτάκης, ενισχυμένοι, έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια να παραμερίσουν εσωτερικές αντιδράσεις. ΗΠΑ και Ευρώπη πιέζουν ασφυκτικά να μην υπάρξει ενδονατοϊκή ρήξη εν μέσω πολέμου Ουκρανίας, και τώρα και Γάζας. Ο τούρκος πρόεδρος έχει αρκετά μέτωπα ανοικτά με τη Δύση για να μην θέλει να συντηρεί άλλο ένα.
Ευνοϊκό momentum για τα ζητήματα ουσίας
Η επίσκεψη ολοκληρώθηκε με επιτυχία, χωρίς επεισόδια. Άψογη ήταν η στάση των δύο ηγετών στην κοινή συνέντευξη τύπου. Αρκεί να συγκρίνουμε τον πολιτισμένο τρόπο που χειρίστηκαν τη διαφορά στο μειονοτικό της Θράκης με το επεισόδιο που είχε προκαλέσει σε ανάλογες συνθήκες ο Νίκος Δένδιας προ τριετίας στην Άγκυρα. Ορισμένες διατυπώσεις και των δύο πλευρών σε δύσκολα θέματα φάνηκαν λιγότερο άκαμπτες από συνήθως. Η Διακήρυξη «περί σχέσεων φιλίας και καλής γειτονίας», οι συμφωνίες και τα λοιπά κείμενα που υπογράφηκαν, όπως και οι θεσμοθετημένες σχέσεις που αποκαταστάθηκαν είναι επίσης θετικά.
Το ευνοϊκό momentum πρέπει όμως να αξιοποιηθεί για να πάμε παραπέρα, για να ανοίξει ο δρόμος για την επίλυση και των ζητημάτων ουσίας που μας χωρίζουν. Η μη λύση τους εγκυμονεί κινδύνους και η μέχρι σήμερα πρόοδος είναι εύκολα αντιστρέψιμη. Ορθώς λέγεται να «κρατάμε μικρό καλάθι», αλλά ο ρεαλισμός δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως πρόσχημα από όσους θέλουν το καλάθι μικρό, ή δεν το θέλουν καθόλου.
Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με τον τούρκο πρόεδρο πως κανένα ζήτημα στις σχέσεις μας δεν είναι ανεπίλυτο. Αν τα εμπόδια εμφανίζονται ανυπέρβλητα, αυτό είναι κυρίως αποτέλεσμα του κλίματος που καλλιεργείται και καθιστά κυβερνήσεις και κόμματα όμηρούς του. Των αντιλήψεων πως όλο το δίκιο είναι με το μέρος μας, πως ο «αντίπαλος» είναι εγγενώς «κακός», πως κάθε συμβιβασμός είναι ενδοτισμός. Η νοοτροπία αυτή πρέπει και μπορεί να αλλάξει, αρκεί να υπάρξει πολιτική βούληση και θάρρος. Οι πολίτες, εφ’ όσον δεν ντοπάρονται εθνικιστικά, θέλουν ειρήνη και ηρεμία στο Αιγαίο. Η καλή γειτονία παράγει πασίδηλα ένα μεγάλο «μέρισμα ειρήνης» και για τις δύο χώρες.
Αλλαγές στάσης που διευκολύνουν
Η προσέγγιση προϋποθέτει βέβαια αμοιβαία βούληση. Η Άγκυρα να μην επανέλθει σε πρακτικές και ρητορικές που προσέλαβαν ανησυχητικές διαστάσεις στο πρόσφατο παρελθόν και να εγκαταλείψει ορισμένες απαράδεκτες θέσεις της. Όμως και η ελληνική πλευρά δεν είναι άμοιρη ευθυνών για το σπιράλ έντασης των προηγουμένων ετών.
Μερικά παραδείγματα αλλαγών στη δική μας στάση που θα διευκόλυναν:
• Να μην επαναλαμβάνουμε κατά κόρον πως προσερχόμαστε στο διάλογο ανυποχώρητοι στα θέματα κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Πρόκειται για μια φοβική διατύπωση που, αν την πάρουμε στα σοβαρά, αποκλείει κάθε διάλογο. Προφανώς στο διάλογο πάμε υπερασπιζόμενοι την κυριαρχία και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Όμως όλα σχεδόν τα επίμαχα θέματα άπτονται τέτοιων ζητημάτων και οι διεκδικήσεις των δύο πλευρών επικαλύπτονται. Συνεπώς, αν θέλουμε λύσεις πρέπει να αναζητήσουμε αμοιβαία συμφέροντες συμβιβασμούς. Κυβέρνηση και κόμματα πρέπει να βρουν το θάρρος να το εξηγήσουν στους πολίτες.
• Το δόγμα της «μιας και μοναδικής διαφοράς» (υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ) είναι παράλογο. Μια διαφορά υπάρχει όταν έστω και η μια πλευρά την εγείρει. Και οι Τούρκοι εγείρουν μεγάλο αριθμό ζητημάτων, πολλά από τα οποία αναγνωρίζουμε και εμείς ως προβλήματα (π.χ. προσφυγικό/μεταναστευτικό). Επί δεκαετίες συζητάμε και διαπραγματευόμαστε διακριτικά πολλές διαφορές. Άλλο είναι το ζήτημα πού και πώς συζητιέται το κάθε θέμα και ποια ζητήματα είναι για προσφυγή στη Χάγη. Ασφαλώς υπάρχουν θέματα που δεν δεχόμαστε να συζητηθούν (π.χ. η εδαφική μας ακεραιότητα). Οι ατζέντες θα πρέπει άρα να συμφωνηθούν. Αλλά η εικόνα μιας Τουρκίας που συνεχώς προτείνει διάλογο και εμείς συνεχώς απαντάμε «όχι», ούτε εποικοδομητική είναι ούτε κατανοητή από τρίτους.
• Μια δημόσια δήλωση πως δεν επιδιώκουμε τον αποκλεισμό της Τουρκίας από τις θάλασσες της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου θα βοηθούσε πολύ να αποδυναμωθούν οι πραγματικές ή εκ του πονηρού ανησυχίες της άλλης πλευράς. Ακόμη καλύτερα θα ήταν να δεχτούμε πως η συνεργασία στις θάλασσες αυτές δεν είναι έγκλημα καθοσίωσης.
• Η αναγνώριση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού της μειονότητας της Θράκης ως τουρκικής, σε συμφωνία εξάλλου με αποφάσεις του δικαστηρίου του Στρασβούργου, αποτελεί στοιχειώδη υποχρέωση ενός δημοκρατικού ευρωπαϊκού κράτους. Καθόλου δεν αντιβαίνει στη συνθήκη της Λοζάνης. Πρόκειται βασικά για εσωτερικό δικό μας θέμα που όμως η επίλυσή του θα επιδρούσε θετικά στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις.
• Να ξεκαθαρίσουμε πως η πρόοδος στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις θα βοηθήσει το δύσκολο ξεπέρασμα του κυπριακού αδιεξόδου. Και να αντιταχθούμε στις προσπάθειες το αδιέξοδο αυτό να παρεμποδίσει την ελληνο-τουρκική προσέγγιση.
Στρατηγική εξωτερική πολιτική
Η διεθνής απομόνωση της Τουρκίας και η «περικύκλωσή» της με εχθρικές συμμαχίες αποτελούν παραδοσιακά κεντρικούς στόχους της εξωτερικής μας πολιτικής. Όμως, η στρατηγική αυτή είναι και αναποτελεσματική και επικίνδυνη. Η Τουρκία είναι μια ανερχόμενη δύναμη με μεγάλο γεωπολιτικό και οικονομικό βάρος στην περιοχή μας. Ούτε να περιθωριοποιηθεί μπορεί ούτε να «περικυκλωθεί» από μας ή για χάρη μας. Το πώς τοποθετείται στο ευρύτερο περιφερειακό, ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο εξαρτάται από παράγοντες που μας ξεπερνούν. Είναι ζητούμενο ώς πού θα φθάσει η αποστασιοποίησή της από τη Δύση. Είναι όμως βέβαιο πως ολόκληρη η Δύση προσπαθεί να την συγκρατήσει στο πλευρό της, ενώ εμείς, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, δείχνουμε να θέλουμε να επωφεληθούμε από την απομάκρυνσή της. Φαίνεται δε να υποτιμούμε τους κινδύνους αν καταστούμε «προκεχωρημένο φυλάκιο» σε μια αντιπαράθεση Δύσης-Τουρκίας.
Τα πρόσφατα γεγονότα στην Ουκρανία και τη Γάζα αναδεικνύουν το τραγικό λάθος της αναβάθμισης πέραν των συμμαχικών υποχρεώσεων των στρατιωτικών σχέσεων με τη Ουάσιγκτον, όπως και των εναγκαλισμών με τον Νεντανιάχου και τα αυταρχικά αραβικά καθεστώτα. Η Ελλάδα καθίσταται στόχος σε περίπτωση επέκτασης των συγκρούσεων αυτών. Ως «πιο πιστός σύμμαχος», χάνουμε την όποια αυτονομία μας για έναν εποικοδομητικό ευρωπαϊκό ρόλο, για να καταδικάσουμε τη σφαγή στη Γάζα ή να συνταχθούμε με τις δυνάμεις της ειρήνης στην Ουκρανία. Χάνουμε το «ηθικό πλεονέκτημα» μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, την ώρα που η Τουρκία παίζει με επιτυχία αυτό ακριβώς το χαρτί.
Επικρίσεις και στήριξη
Η Αριστερά έχει στο DNA της την πάλη για την ειρήνη και την αντίθεση στον εθνικισμό. Ως κυβέρνηση, δώσαμε ένα κορυφαίο δείγμα γραφής με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Όμως το «πνεύμα των Πρεσπών» δεν επεκτάθηκε σε όλη την εξωτερική πολιτική. Ως αντιπολίτευση, επικρίναμε συχνά τη ΝΔ από δεξιά, εθνικιστική σκοπιά. Πλειοδοτήσαμε ζητώντας την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια εν μέσω οξύτατων κρίσεων. Επικροτήσαμε τις τυχοδιωκτικές «επακουμβήσεις» πολεμικών πλοίων. Ανακηρύξαμε σε «κόκκινη γραμμή» και άρα αιτία πολέμου έρευνες έξω από τα χωρικά μας ύδατα. Επιμείναμε στην άρνηση του εθνοτικού αυτοπροσδιορισμού των Τούρκων στη Θράκη, πράγμα αδιανόητο για κόμμα της Αριστεράς. Πρωτοστατήσαμε σε τριμερείς αντιτουρκικές συμμαχίες με το Ισραήλ και αραβικές χώρες. Δεν αντιπαρατεθήκαμε στην πράξη στον κυπριακό απορριπτισμό. Επιστέγασμα αυτής της πορείας είναι οι θέσεις της νέας ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ περί «πατριωτικής Αριστεράς» (σήμα κατατεθέν του εθνικιστικού ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ) και η καταγγελία των «Πρεσπών του Αιγαίου».
Το νέο ξεκίνημα που υποσχόμαστε ως Νέα Αριστερά πρέπει, πιστεύω, να καλύψει και την εξωτερική πολιτική. Να χτίσουμε πάνω στο «πνεύμα των Πρεσπών» και να δούμε αυτοκριτικά και συγκεκριμένα τις εθνικιστικές εκτροπές των προηγουμένων ετών. Όταν δηλώνουμε υπέρ του διαλόγου, να το εννοούμε, όχι επειδή αγαπάμε το καθεστώς Ερντογάν, αλλά επειδή δεν διαλέγουμε τους γείτονές μας και οι διαφορές μαζί τους λύνονται ειρηνικά.
Να επικρίνουμε την κυβέρνηση από τα αριστερά, όταν εργαλειοποιεί τον εθνικισμό, όταν υποχωρεί στις πιέσεις των πατριδοκάπηλων, όταν διστάζει να προχωρήσει την προσέγγιση με την Τουρκία. Να την επικρίνουμε όταν δεν κυρώνει τα πρωτόκολλα με τη Βόρεια Μακεδονία. Όταν αγνοεί τις αποφάσεις του Στρασβούργου για τη μειονότητα την ίδια ώρα που επικαλείται ορθώς το διεθνές δίκαιο. Όταν καταγγέλλει τα εγκλήματα της Χαμάς, αλλά σιωπά για τα πολλαπλάσια εγκλήματα του Νεντανιάχου. Όταν συμπαρατάσσεται με τα γεράκια στην Ουκρανία.
Αλλά να στηρίζουμε κάθε θετική κίνηση, όπως η σημερινή διαδικασία αποκλιμάκωσης, χωρίς διφορούμενα και με ανοικτό μέτωπο στους Σαμαράδες, τους Βελλόπουλους και τους όποιους εθνικιστές της Αριστεράς. Να αποστασιοποιηθούμε από τα λόμπι των ναυάρχων και των στρατηγών, τασσόμενοι υπέρ μιας επαρκούς άμυνας, αλλά όχι υπέρ των υπερεξοπλισμών. Να ακούμε, αλλά να μην υπακούμε στο «βαθύ κράτος» του υπουργείου Εξωτερικών. Να μην κρυβόμαστε πίσω από τον φόβο του πολιτικού κόστους, συμπλέοντας με τον εθνικισμό.
Σωτήρης Βαλντέν