Συνεντεύξεις

Σωτήρης Βαλντέν: «Η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι δέσμια ενός εθνικισμού»

Τις επόμενες μέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Θεμέλιο» το νέο βιβλίο του Σωτήρη Βαλντέν «Αδιέξοδες πορείες 2019-2024. ΣΥΡΙΖΑ – Εξωτερική πολιτική/ελληνοτουρκικά – Ουκρανία/Ευρώπη/Βαλκάνια». Το βιβλίο αποτελεί μια κριτική επισκόπηση μεγάλων ζητημάτων που απασχόλησαν την ελληνική και ιδιαίτερα την προοδευτική κοινή γνώμη κατά την τελευταία πενταετία: η θεαματική παρακμή και κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, η περιπετειώδης εξέλιξη των ελληνο-τουρκικών σχέσεων από το κατώφλι του πολέμου σε μια αβέβαιη ύφεση, καθώς και κρίσιμες ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις, με έμφαση στην Ουκρανία και την πολιτική διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με αφορμή την επικείμενη έκδοση του βιβλίου, μιλάμε με τον Σωτήρη Βαλντέν, μέλος του προσωρινού Συντονιστικού της Νέας Αριστεράς, για τα ελληνοτουρκικά και την κρίση στην Αριστερά.
 
Από τα περιεχόμενα του βιβλίου σου βλέπουμε ότι σε απασχολεί το θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Υπάρχουν αυτή την περίοδο πράγματι κάποιες προσεγγίσεις που αφήνουν περιθώριο για περαιτέρω βήματα;
 
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου ασχολείται πράγματι με τα ελληνοτουρκικά. Κατά την τελευταία πενταετία περάσαμε μία ακόμη μείζονα κρίση που μας έφερε στο κατώφλι του πολέμου, ενώ εδώ και δύο χρόνια σημειώνεται μια θεαματική αποκλιμάκωση της έντασης. Έχει νομίζω ενδιαφέρον να δούμε πώς πορεύθηκε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά και η αξιωματική αντιπολίτευση σε αυτό το ζήτημα. Κεντρική ιδέα στο βιβλίο είναι πως η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι δέσμια ενός εθνικισμού, που, πέρα από τη στάση της Τουρκίας, αποτελεί εμπόδιο στην επίλυση των προβλημάτων μας με τη γείτονα. Οι πρόσφατες εξελίξεις ασφαλώς δημιουργούν περιθώρια για παραπέρα βήματα. Η βελτίωση του κλίματος αποτελεί προϋπόθεση για να προχωρήσουμε προς λύσεις. Πρέπει συνεπώς να την επικροτήσουμε, αλλά και να επισημάνουμε πως τα «ήρεμα νερά» παραμένουν επισφαλή αν δεν ακολουθήσουν λύσεις σε εύλογο χρόνο.
 
 
Η κυβέρνηση, ωστόσο, αντιμετωπίζει σοβαρό εσωτερικό πρόβλημα για την πορεία του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Δεν είναι μόνο ο κ. Σαμαράς. Αυτό σε τι βαθμό μπορεί να αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα;
 
Εμπόδιο στην ομαλοποίηση των σχέσεων είναι ο διάχυτος εθνικισμός που διαπερνά την ελληνική κοινωνία. Ο κ. Μητσοτάκης τον υπέθαλψε με την τυχοδιωκτική του στάση ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και με τους μαξιμαλισμούς κατά την πρόσφατη ελληνοτουρκική κρίση. Εύλογο, λοιπόν, αρκετοί στο κόμμα του να δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν τη νέα προσέγγιση. Πολλώ μάλλον που αρκετά στελέχη της ΝΔ αλιεύουν ψήφους με τον εθνικιστικό λαϊκισμό. Και βέβαια η εσωκομματική αντιπολίτευση δράττεται της ευκαιρίας να επιτεθεί σε αυτό το πεδίο. Η ομηρεία της κυβέρνησης στους υπερπατριώτες, εντός και εκτός του κόμματός της, μπορεί πράγματι να αποτελέσει τον καθοριστικό παράγοντα για μια αποτυχία της όλης προσπάθειας. Φοβάμαι μήπως ο κ. Μητσοτάκης αρκεστεί στα «ήρεμα νερά» και δεν βρει το πολιτικό θάρρος να επιδιώξει λύσεις, με τους αναγκαίους συμβιβασμούς που αυτές συνεπάγονται, παραμερίζοντας το εθνικιστικό μπλοκ, όπως είχε κάνει ο Τσίπρας στο Μακεδονικό. Η μέχρι τώρα άκρως οπορτουνιστική πορεία του Μητσοτάκη δεν εγγυάται την εμμονή του στη γραμμή της λογικής.
 
 
Υπάρχει, όμως, και η στάση της αντιπολίτευσης, αρνητική έως φοβική, πλην της Νέας Αριστεράς. Πώς τη σχολιάζεις;
 
Η ευθύνη της αντιπολίτευσης είναι μεγάλη. Ο υπό διάλυση ΣΥΡΙΖΑ, σε όλες του τις συνιστώσες, συνεχίζει και επαυξάνει την εθνικιστική διολίσθηση του Αλέξη Τσίπρα (σε αυτήν αναφέρομαι εκτενώς στο βιβλίο). Το ΠΑΣΟΚ έχει επιστρέψει στην «πατριωτική» γραμμή του Ανδρέα Παπανδρέου, με χαρακτηριστική τη δήλωση Ανδρουλάκη ενάντια στα «παζάρια». Αλλά και το ΚΚΕ έχει από καιρό ευθυγραμμιστεί με τον εθνικισμό. Τα κόμματα αυτά, αντί να στηρίζουν την εξομάλυνση και να πιέζουν την κυβέρνηση να προχωρήσει σε λύσεις, την κατηγορούν για ενδοτισμό, συμπλέουν δηλαδή στην πράξη με τους Σαμαράδες και την Ακροδεξιά, σε μια λογική αντιπολίτευσης έξω από αρχές. Η Νέα Αριστερά φαίνεται να έχει απαλλαγεί από εθνικιστικούς πειρασμούς. Ελπίζω στο συνέδριό μας να συγκεκριμενοποιήσουμε την αντιεθνικιστική μας ταυτότητα, τόσο στην αυτοκριτική για το παρελθόν, όσο και για τη στάση μας σήμερα.
 
 
Από ποιες παραδοχές θα μπορούσε να προχωρήσει μια αριστερή προσέγγιση;
 
Ξεκινάμε βέβαια από την αυτονόητη υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας της χώρας μας. Γνωρίζουμε πως η Τουρκία πολύ συχνά αμφισβητεί τα δικαιώματά μας και απειλεί. Πιστεύουμε, όμως, πως είναι δυνατή η επίλυση των διαφορών μας ειρηνικά και πως εθνικισμός και Αριστερά δεν συμβιβάζονται. Μια αριστερή προσέγγιση θα περιλάμβανε:
 
Εφαρμογή του «πνεύματος των Πρεσπών» και στα ελληνοτουρκικά. Όλο το δίκαιο δεν είναι δικό μας. Λύσεις με προωθητικούς συμβιβασμούς. Δεν επιδιώκουμε τον αποκλεισμό της Τουρκίας από Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.
Ρήξη με τα δόγματα της δήθεν εθνικής, αλλά στην πραγματικότητα εθνικιστικής γραμμής (μία η διαφορά, δεν υπάρχουν Τούρκοι στη Θράκη, τριμερείς συμμαχίες, κόκκινη γραμμή τα 12 μίλια, κλπ.).
Στήριξη στο Διεθνές Δίκαιο και την καλή γειτονία, εν γνώσει πως τα επικαλείται και η άλλη πλευρά. Στον ορίζοντα η Χάγη, προς συζήτηση πώς και πότε. Το μέρισμα ειρήνης είναι το μεγάλο όφελος της εξομάλυνσης και για τις δύο πλευρές.
Ισχυρή άμυνα, αλλά όχι κούρσα υπερεξοπλισμών
 
Ο φόβος του πολιτικού κόστους σε ζητήματα αρχής δεν πρέπει να κατατρέχει ένα αριστερό κόμμα. Αντίθετα, μια καθαρή και θαρραλέα στάση θα εκτιμηθεί από πολλούς πολίτες και θα μας διαχωρίσει σαφώς από τα κόμματα που υποκύπτουν στους υπερπατριώτες.
 
Στο βιβλίο συμπεριλαμβάνεις την πυκνή αρθρογραφία σου για τον ΣΥΡΙΖΑ. Πώς ερμηνεύεις όλα όσα ζούμε τώρα;
 
Στο βιβλίο περιγράφω εκτενώς την καταστροφική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ από το 2019 έως σήμερα. Είναι η συνεισφορά μου στην (αυτο)κριτική αποτίμηση αυτής της πορείας, αλλά και απάντηση σε όσους ισχυρίζονται ισοπεδωτικά πως κανείς δεν εναντιώθηκε σ’ αυτήν. Ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε ως μικρό, κυρίως κινηματικό, κόμμα, μεγάλωσε πάνω στο κύμα της αντιμνημονιακής αγανάκτησης με λαϊκιστικούς μαξιμαλισμούς. Βίωσε αναπόφευκτα μια κρίση ταυτότητας, όταν συμβιβάστηκε αναγκαστικά και κυβέρνησε αξιοπρεπώς, κάτω όμως από τους μνημονιακούς καταναγκασμούς. Το 32% του 2019 του έδινε χρόνο να σταθεροποιηθεί και να μην αποτελέσει παρένθεση. Η ευκαιρία δεν αξιοποιήθηκε. Ο Τσίπρας απέτυχε να διαμορφώσει τότε ένα σοβαρό, ριζοσπαστικό και μεταρρυθμιστικό κόμμα, πόλο για μια προοδευτική συμμαχία με κυβερνητική προοπτική. Η εγκατάλειψη της αριστερής ταυτότητας, ο αρχηγισμός, ο εθνικισμός και η έλλειψη αξιόπιστης κυβερνητικής πρότασης ήταν λάθος στρατηγική. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι, νομίζω, πια μάλλον ιστορία. Και βέβαια ευθύνη για την πορεία αυτή φέρουν και όσοι συναίνεσαν ή δεν αντέδρασαν.
 
 
Η κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ επηρεάζει γενικότερα την Αριστερά. Μέσα σ’ αυτό αλλά και το ευρύτερο πολιτικό περιβάλλον ποια θεωρείς ότι είναι η σωστή πλοήγηση για τη Νέα Αριστερά;
 
Δυστυχώς, η απαξίωση του ΣΥΡΙΖΑ αγγίζει όλη την Αριστερά. Ο πολύς κόσμος δεν ξεχωρίζει ποιος φταίει για τα σημερινά χάλια, αν κάποιοι έφυγαν πριν από άλλους, κλπ. Αναπόφευκτα μας τσουβαλιάζει. Συνεπώς, και εμείς ως Νέα Αριστερά έχουμε δρόμο μπροστά για να αποκαταστήσουμε μια σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες. Νομίζω πως ορθά λέγεται πως προτεραιότητα είναι να «χτίσουμε το σπίτι μας». Φθάνει όμως να θυμόμαστε πως η οικοδόμηση ενός κόμματος δεν είναι ζήτημα μόνο οργανωτικό ή ιδεολογικό, αλλά πρώτιστα πολιτικό. Το ζήτημα είναι τι σπίτι χτίζουμε, πράγμα αλληλένδετο με τη γραμμή και τη στρατηγική μας. Βλέπω δύο κινδύνους, με φόντο την «απότομη προσγείωση» από το 30% σε χαμηλά μονοψήφια ποσοστά: Ο πρώτος είναι να συνεχίσουμε να λειτουργούμε σαν να είμαστε στο κατώφλι της εξουσίας, επιδιώκοντας να προσελκύσουμε τον «οριακό ψηφοφόρο» και στρογγυλεύοντας τις αιχμές στις θέσεις μας. Να αποβλέπουμε μεν ορθά σε συμμαχίες για κυβερνητική αλλαγή, υποτιμώντας όμως τα εμπόδια στη γρήγορη ευόδωση αυτών των σχεδίων, ιδίως αν αποσκοπούμε σε αλλαγή με ουσιαστικό προοδευτικό πρόσημο. Η Αριστερά στην εξουσία δεν είναι για αύριο – δυστυχώς. Ο δεύτερος κίνδυνος είναι ίσως ο πιο μεγάλος. Θα τον ονόμαζα, φυγή προς τα πίσω. Εγκατάλειψη της ωρίμανσης της περιόδου 2015-2019 που μας έκανε εθνικό κόμμα, και επιστροφή σε ένα κόμμα-μικρή ομάδα ακτιβιστών, κλειστό σε συμμαχίες, με αναφορές αποκλειστικά σε μυθοποιημένα κινήματα, και με ιδεολογικές άγκυρες που στενεύουν την επιρροή του. Πιστεύω πως αυτό θα ήταν μεγάλο λάθος. Καήκαμε στον χυλό της κεντρώας μετάλλαξης και του κόμματος του δίευρου, αλλά ας μην φυσάμε τη γιαούρτη ενός κόμματος ανοικτού, που ενσωματώνει προοδευτικούς πολίτες από διάφορες προελεύσεις και που επιδιώκει συγκλίσεις με κυβερνητική προοπτική.
 
Παύλος Κλαυδιανός