Η πάγια «Τουρκική» πολιτική της Ελλάδας (που στα βασικά στηρίζεται και από την αντιπολίτευση) μέχρις στιγμής φαίνεται να αποσκοπεί στην αποφυγή μεν ένοπλης αντιπαράθεσης, αλλά με ταυτόχρονη εμμονή σε μαξιμαλιστικές θέσεις, με οικοδόμηση αντιτουρκικών συμμαχιών και παραπομπή του ουσιαστικού διαλόγου και λύσεων στο απροσδιόριστο μέλλον.
Εκτιμάται ίσως ότι μια αναβαθμισμένη εθνική άμυνα και τα διεθνή στηρίγματα της χώρας παρέχουν επαρκή αποτροπή και ότι η διεθνής κατάσταση και οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Τουρκία θα ενισχύσουν τη θέση της Ελλάδας. Η στροφή που παρατηρείται το 2023 είναι αβέβαιο και μάλλον αμφίβολο αν θα μεταβάλει αυτή τη μεγάλη εικόνα.
Κατά την άποψη του γράφοντος, η πολιτική αυτή είναι επικίνδυνη και αδιέξοδη.
• Η επί μακρόν διατήρηση των σχέσεων των δύο χωρών «στο χείλος του γκρεμού» εμπεριέχει σοβαρούς κινδύνους θερμών επεισοδίων από τεχνικό λάθος ή εσφαλμένες εκτιμήσεις. Τα δε επεισόδια κινδυνεύουν ναδιολισθήσουν σε πλήρη στρατιωτική εμπλοκή, υπό την πίεση του καλλιεργούμενου εκατέρωθεν «πατριωτικού» κλίματος.
• Όμως μια στρατιωτική σύγκρουση θα ήταν κα- ταστροφική και για τις δύο χώρες, ιδιαίτερα δε για την Ελλάδα, ανεξαρτήτως έκβασης. Θα εγκαινιαζόταν ένας φαύλος κύκλος, όπου η εκάστοτε ηττημένη πλευρά θα επιζητεί εκδίκηση. Ο ανταγωνισμός εξοπλισμών θα επιβάρυνε δυσβάστακτα την οικονομία επί δεκαετίες.
• Υπερβολικά «αισιόδοξες» φαίνονται οι εκτιμήσεις πως ο διεθνής παράγο- ντας ευνοεί την ελληνική πλευρά. Αναμφισβήτητα, η ένταξη στην Ε.Ε. παρέχει μια πολιτική ασπίδα απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα. Θα ήταν όμως λάθος να συμπεράνουμε πως ΗΠΑ και Ευρώπη είναι διατεθειμένες να συγκρουστούν, και μάλιστα στρατιωτικά, με την Τουρκία σε υποστήριξη των ακραίων θέσεων Αθήνας και Λευκωσίας.
• Ας μη λησμονούμε ότι παρά τις όποιες διαφορές με την Τουρκία, η Δύση δεν συμμερίζεται τις ελληνικές θέσεις για αποκλεισμό της γείτονός της από το Αιγαίο και τη Μεσόγειο, ούτε τον ελληνοκυπριακό απορριπτισμό. Η Τουρκία αυξάνει τη στρατηγική της σημασία.
• Η Ευρώπη (και ιδιαίτερα η Γερμανία) χρειάζεται τη συνεργασία της για την αντιμετώπιση του προσφυγικού, ενώ την υπολογίζει και ως σημαντική αγορά. Το αμερικανικό κατεστημένο αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην «τιμωρία» του Ερντογάν και την επιθυμία να μην ωθήσει την Τουρκία παραπέρα προς τη Ρωσία.
Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που το ρήγμα Τουρκίας-Δύσης βαθύνει και παγιωθεί, αυτό θα επέβαλε σε γειτονικές χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος προσοχή και αυτοσυγκράτηση μάλλον, παρά επιδίωξη νακαταστούν η αιχμή του δόρατος σε αντιπαραθέσεις που θα κινούνται βάσει συμφερόντων τρίτων· συμφερόντωνπου δεν συμπίπτουν υποχρεωτικά με τα δικά τους. Με τη σημερινή τους πολιτική, οι δύο χώρες θα βρεθούν στην επισφαλή «πρώτη γραμμή του πυρός».
• Η εκτίμηση πως «ο χρόνος είναι με το μέρος μας» δεν ευσταθεί. Πέραν του ότι οι προβλέψεις για επικείμενη οικονομική και πολιτική κατάρρευση της γείτονος είναι μάλλον υπερβολικές, είναι περίπου βέβαιο πως, μεσο- και μακρο- πρόθεσμα, οι οικονομικοί και άλλοι συσχετισμοί θα συνεχίσουν να μεταβάλλονται υπέρ της Τουρκίας.
• Επίσης, ακόμη και αν ο Ερντογάν εκλείψει, από πουθενά δεν προκύπτει πως τα όποια διάδοχα σχήματα θα διάκεινται πιο ευνοϊκά προς την Ελλάδα, ιδίως ενόσω η Αθήνα εμμένει στην αδιαλλαξία. Εξάλλου, οι σπασμοί ενός καταρρέοντος καθεστώτος Ερντογάν (που δεν φαίνεται πάντως σήμερα) ή και τυχόν αστάθεια που θαμπορούσε να το διαδεχτεί αυξάνουν τους κινδύνους επιθετικών κινήσεων προς Ελλάδα και Κύπρο.
Η εθνικιστική εξωτερική πολιτική της χώρας φαίνεται να υπαγορεύεται λιγότερο από εκτιμήσεις για το εθνικό συμφέρον και περισσότερο από την ομηρεία της κυβέρνησης και του πολιτικού συστήματος στις υπερπατριωτικές δυνάμεις, από την αδυναμία ανάληψης σοβαρών ειρηνευτικών πρωτοβουλιών λόγω φόβου του πολιτικού κόστους.
Αν, όπως ήδη σημειώθηκε, το φαινόμενο αυτό ούτε νέο είναι, ούτε μόνο ελληνικό, τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε έξαρση, ιδιαίτερα επικίνδυνη με δεδομένη την αντίστοιχη δυναμική που παρατηρείται και στην Τουρκία.
Όλα τα παραπάνω συνηγορούν στο ότι την Ελλάδα δεν συμφέρει η συνέχιση μιας αντιπαράθεσης με τη γείτονα που συνεπάγεται επώδυνη κούρσα εξοπλισμών, ανάλωση πολύτιμου διπλωματικού κεφαλαίου και μόνιμο κίνδυνο μιας καταστροφικής στρατιωτικής σύγκρουσης.
Αντίθετα, η χώρα μας έχει κάθε συμφέρον, διατηρώντας μια ισχυρή άμυνα ως «ασφάλεια», να επικεντρωθεί στον διάλογο και την αναζήτηση λύσεων με την Τουρκία, με αμοιβαίους συμβιβασμούς.
Πέραν από την αποφυγή των κινδύνων, δεν είναι αμελητέα και τα πλεονεκτήματα από μια ειρηνικήσυνύπαρξη και συνεργασία, το λεγόμενο «μέρισμα ειρήνης» με τον μεγάλο μας γείτονα. Ακόμη, μια ύφεση στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις είναι η μόνη ελπίδα για απεμπλοκή και στο Κυπριακό, που βρίσκεται σήμερα σε πλήρες αδιέξοδο και συμπαρασύρει και την Ελλάδα σε συγκρουσιακούς δρόμους.
Μια μετριοπαθέστερη και πιο εποικοδομητική ελληνική στάση είναι πολύ πιθανό, κατά τη γνώμη του γράφοντος, να βρει ανταπόκριση στην άλλη πλευρά. Υπέρ αυτού συνηγορεί το γεγονός πως η τουρκική επιθετικότητα είναι σε σημαντικό βαθμό αλληλοτροφοδοτούμενη από την ελληνική και κυπριακή αδιαλλαξία, πως οι διαφορές μας δεν είναι ανυπέρβλητες και πως μια ύφεση είναι καταφανώς προς αμοιβαίο όφελος.
Οι θεωρίες πως η Τουρκία είναι «από τη φύση της» επιθετική, ανεξαρτήτως περιβάλλοντος και της στάσης άλλων, δεν πείθουν. Αλλά και αν ακόμη η Άγκυρα δεν ανταποκρινόταν σε ένα «άνοιγμα», η Ελλάδα θα έβγαινε διπλωματικά και πολιτικά ενισχυμένη.
Οι «Πρέσπες» δεν πρέπει να αποτελέσουν παρένθεση στην εξωτερική μας πολιτική. Το πνεύμα τους πρέπει να διαφυλαχτεί και να επεκταθεί και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, προς όφελος και των δύο χωρών και της ειρήνης.
Σωτήρης Βαλντέν