Macro

Σωτήρης Βαλντέν: Έλεος, όχι πάλι εθνικιστικές υστερίες για το Μακεδονικό!

Με τον πόλεμο στην Ουκρανία να μαίνεται, τους Τούρκους να απειλούν καθημερινά να εισβάλουν και να βομβαρδίσουν την Αθήνα, τον Μητσοτάκη να παρακολουθεί φίλους και αντιπάλους και τις τιμές να εκτινάσσονται, το μόνο που δεν χρειάζεται σήμερα η χώρα μας είναι η αναβίωση του μακεδονικού και της συνακόλουθης εθνικιστικής υστερίας.
 
Αυτήν όμως ακριβώς τη συγκυρία φαίνεται να αξιοποιούν οι μακεδονομάχοι μας για να επανακτήσουν μέρος τουλάχιστον του «εδάφους» που νομίζουν πως έχασε η χώρα από τη Συμφωνία των Πρεσπών και την «κωλοτούμπα» Μητσοτάκη ο οποίος, ευτυχώς, εφαρμόζει λίγο-πολύ τη συμφωνία. Ελπίζουν δε πως η προσπάθειά τους θα ευοδωθεί χωρίς πολλές αντιστάσεις, καθώς αντιπολίτευση και κυβέρνηση ασχολούνται αποκλειστικά με τις εκλογές και δεν θέλουν η ατζέντα να μετατοπιστεί σε ζητήματα που μπορεί να τους στοιχίσουν ψήφους.
 
Ας δούμε όμως αναλυτικά τα σχετικά γεγονότα:
 
Το πρόσφατο ιστορικό
 
Το περασμένο καλοκαίρι έκανε την εμφάνισή του ιστότοπος με το όνομα makedonski.gr. Εκεί αναγγελλόταν η ίδρυση ενός «Κέντρου Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα», με έδρα την Φλώρινα, και ότι είχε υποβληθεί η κατά το νόμο σχετική αίτηση αναγνώρισης στο αρμόδιο δικαστήριο (ειρηνοδικείο).
 
Στον ίδιο ιστότοπο διαβάζουμε ένα σύντομο σημείωμα για τη μακεδονική γλώσσα και το ιστορικό της στην Ελλάδα, όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων πως η γλώσσα αυτή «ομιλείται (σε διάφορους βαθμούς) σε πολλές πόλεις και σε περίπου 500 χωριά». Αναγγέλλεται δε και η οργάνωση δωρεάν διαδικτυακών μαθημάτων εκμάθησης της γλώσσας.
 
Σκοπός του Κέντρου, σύμφωνα με το καταστατικό που υποβλήθηκε στο ειρηνοδικείο, είναι η διατήρηση και καλλιέργεια της μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα και η υποστήριξη της εισαγωγής αυτής της γλώσσας ως προαιρετικό μάθημα στα δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια, ιδίως στις τρεις περιφέρειες της ελληνικής Μακεδονίας, «όπου ομιλείται η Μακεδονική γλώσσα». Οι στόχοι θα επιτυγχάνονται «με όλα τα νομικά μέσα» [μάλλον εννοεί «νόμιμα»], ιδίως με την παραγωγή διδακτικού υλικού, την οργάνωση της διδασκαλίας της γλώσσας, και τη συνεργασία με άλλους συλλόγους και οργανισμούς.
 
Τον Νοέμβριο ανακοινώθηκε (στο Δελτίο Δικαστικών Εκδόσεων της 7/11/2022) πως το Ειρηνοδικείο Φλώρινας είχε αναγνωρίσει το σωματείο με την υπ’ αριθ.27/28-07-2022 Διάταξή του, πράγμα ενδιαφέρον αφού ανάλογες αιτήσεις είχαν επανειλημμένα απορριφθεί στο παρελθόν.
 
Η δημοσιοποίηση της αναγνώρισης του σωματείου έγινε γνωστή και στη γειτονική Βόρεια Μακεδονία και προκάλεσε θετικές αντιδράσεις, μεταξύ άλλων του Ζόραν Ζάεφ και του Νικόλα Ντιμίτροφ (πρωθυπουργού και υπουργού Εξωτερικών, αντίστοιχα, κατά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών). Ο Ζάεφ χαρακτήρισε το γεγονός «ιδιαίτερα σημαντικό», «καρπό της Πρέσπας» και «άλλη μια επιβεβαίωση των στενών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες» (Νεζαβίσεν Σκοπίων 29/11).
 
Στην Ελλάδα, η αναγνώριση αυτού του Κέντρου δεν σχολιάστηκε από την κυβέρνηση ή τα πολιτικά κόμματα, πλην του Κυριάκου Βελόπουλου, ο οποίος επισκέφθηκε τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρο Ντογιάκο και ζήτησε παρέμβαση για ακύρωση της απόφασης. Υπήρξε όμως ένα κύμα αντιδράσεων, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα, με άρθρα «μακεδονολόγων», ψηφίσματα συλλόγων και ιδρυμάτων κλπ. που ζητούν την ανάκληση της αναγνώρισης («εθνικό έγκλημα» την χαρακτηρίζει ο ιστότοπος -Prime News.gr, 1/12), αναπτύσσουν τη θέση περί ανυπαρξίας μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα και συνδέουν την υπόθεση αυτή με τη Συμφωνία των Πρεσπών την οποία οι περισσότεροι ζητούν να καταγγελθεί. Λ.χ. η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, με ψήφισμα της 1/12, αναφέρει πως πληροφορήθηκε «με οργή» την ίδρυση του Κέντρου και ζητά από την ελληνική Πολιτεία «να μην επιτρέψει την ίδρυση και τη λειτουργία Οργανώσεων και Σωματείων που καπηλεύονται την ελληνικότητα της μακεδονικής γλώσσας και να προχωρήσει στις απαραίτητες ενέργειες για την ακύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών». Οι διαμαρτυρίες στρέφονται συνήθως κατά του ΣΥΡΙΖΑ που υπέγραψε τη Συμφωνία των Πρεσπών, κυρίως όμως καταγγέλλουν την κυβέρνηση Μητσοτάκη που εφαρμόζει τη Συμφωνία και δεν απαγορεύει το Κέντρο.
 
Στις 17/12 αναγράφηκε στον Τύπο πως ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μελετά την άσκηση ανακοπής για την ακύρωση της απόφασης του Ειρηνοδικείου. Προηγουμένως διάφοροι πολίτες είχαν προβεί σε ανάλογη κίνηση. Πράγματι, στις αρχές Ιανουαρίου ανακοινώθηκε πως, ύστερα από παρέμβαση του κ. Ντογιάκου, η εισαγγελέας Πρωτοδικών Φλώρινας άσκησε ανακοπή κατά της απόφασης.
 
Το σκεπτικό της εισαγγελέως, σύμφωνα με δημοσιεύματα στον Τύπο, αναφέρει πως στην Ελλάδα δεν υπάρχουν “Μακεδόνες” πολίτες, που ομιλούν μακεδονική γλώσσα, αλλά́ Έλληνες πολίτες, που ομιλούν την ελληνική́ γλώσσα. Η απόφαση αναγνώρισης του σωματείου, υποστηρίζει, παραβιάζει τη διεθνή συμφωνία των Πρεσπών, ενώ γίνεται λόγος για προσπάθεια δημιουργίας μειονότητας. Εξάλλου, κατά την εισαγγελέα, υπάρχει αντίθεση του σκοπού́ του σωματείου με την ελληνική τάξη και ασφάλεια. λόγω της σκοπούμενης συστηματικής καλλιέργειας σε βάθος χρόνου στον πληθυσμό́ της Μακεδονίας και της Θράκης μιας άλλης, ξένης γλώσσας που αναγνωρίζεται από́ την ελληνική́ πολιτεία ως γλώσσα ενός ξένου κράτους που συνορεύει με την ελληνική́ επικράτεια.
 
Η σχετική δίκη ορίσθηκε για τις 2 Φεβρουαρίου 2023.
 
Εξ όσων τουλάχιστον μπόρεσα να αντιληφθώ (με αναζητήσεις στο διαδίκτυο), καμία δημόσια αντίδραση δεν έχει υπάρξει στην εθνικιστική κινητοποίηση από την πλευρά οργανώσεων και πολιτών που στο πρόσφατο παρελθόν εναντιώθηκαν στην μακεδονική υστερία και στήριξαν τις Πρέσπες πιστεύοντας πως γυρίζαμε σελίδα σε ένα ζήτημα που καταταλαιπώρησε και ζημίωσε τη χώρα επί δεκαετίες. Μόνη εξαίρεση η ανακοίνωση της «Αντιρατσιστικής Πρωτοβουλίας Θεσσαλονίκης» (23/12/2022 Για το Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας: Στηρίζουμε το δικαίωμα διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας – infolibre).
 
Στις 18/12/2022, η «Χρυσή Αυγή» οργάνωσε στη Φλώρινα συγκέντρωση «ενάντια στην νομιμοποίηση φιλοσκοπιανών οργανώσεων από την κυβέρνηση της ΝΔ» (όπως γράφει στην ιστοσελίδα της). Αριστερές οργανώσεις της πόλης, ανάμεσά τους η «Αντιρατσιστική Πρωτοβουλία Φλώρινας» και οι τοπικές οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κάλεσαν σε αντιφασιστικές εκδηλώσεις. Στα σχετικά ρεπορτάζ, αναφέρεται πως η φασιστική πρόκληση απέτυχε («η τρομοκρατία δεν πέρασε») και επισημαίνεται πως η ΝΔ και οι τοπικές αρχές εσιώπησαν. Πουθενά όμως, ούτε σε προοδευτικά έντυπα, δεν αναφέρεται πως το αντικείμενο της φασιστικής συγκέντρωσης ήταν το αίτημα για απαγόρευση του Κέντρου Μακεδονικής Γλώσσας.
 
Η έωλη επιχειρηματολογία της κυρίας Θάνου
 
Ο όλος θόρυβος και η κινητοποίηση για την απαγόρευση του Κέντρου είναι εξωφρενικά. Το δικαίωμα ομάδας Ελλήνων πολιτών να μιλούν τη μητρική τους γλώσσα, να την ονομάζουν όπως θέλουν, να είναι ίδια ή διαφορετική με αυτή των γειτόνων μας, να διεκδικούν τη διάδοση και κατοχύρωσή της ως μειονοτική γλώσσα και να αυτοπροσδιορίζονται ως εθνική μειονότητα είναι αυτονόητο και διεθνώς κατοχυρωμένο (και αυτό άσχετα με τη Συμφωνία των Πρεσπών).
 
Αυτά είναι τόσο αυτονόητα για ένα δημοκρατικό ευρωπαϊκό κράτος, που το ζήτημα της νομιμότητας αυτού του Κέντρου δεν θα έπρεπε καν να εγείρεται. Οι νομικές βυζαντινολογίες στις οποίες επιδίδονται αρμόδιοι και αναρμόδιοι, αλλά δυστυχώς και αποφάσεις και έγγραφα δικαστηρίων στη χώρα μας, έρχονται από τον προηγούμενο αιώνα. Όμως, εν προκειμένω φαίνεται πως οι ελευθερίες μας κρίνονται από τέτοιες βυζαντινολογίες, που, με την κατάλληλη «εθνική» προπαγάνδα και αρκετή ιδεολογική τρομοκρατία, επηρεάζουν σημαντικό τμήμα των πολιτών. Δεν μπορούμε λοιπόν να αγνοήσουμε την επιχειρηματολογία.
 
Ξεχωριστή θέση στις διαμαρτυρίες και την επιχειρηματολογία κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου έχουν δύο άρθρα της πρώην υπηρεσιακής πρωθυπουργού και προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θάνου [ΒΘ], που δημοσιεύτηκαν, μεταξύ άλλων, στην Ναυτεμπορική 15/12/2022 (με τίτλο «Το λάθος με το ‘Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας’») και 14/1/2023, όπου επικροτεί την ασκηθείσα ανακοπή της εισαγγελέως Φλώρινας ως «νομικά ορθή» και «εθνικά επιβεβλημένη».
 
Θα εξετάσω κάπως αναλυτικά την επιχειρηματολογία της κυρίας Θάνου, γιατί είναι αρκετά πλήρης και αντιπροσωπευτική των εθνικιστικών θέσεων για το μακεδονικό. Συγκλίνει εξάλλου με το σκεπτικό της εισαγγελέως Φλώρινας, που όμως γνωρίζουμε μόνο από αποσπασματικά δημοσιεύματα του Τύπου και αποτελεί μέρος μιας δικαστικής διαδικασίας εν εξελίξει.
 
Η πρώην Αρεοπαγίτισσα υποστηρίζει πως «η ακύρωση της απόφασης του Ειρηνοδίκη και η μη αναγνώριση του επίμαχου Σωματείου αποτελεί το επιβαλλόμενο αναγκαίο μέτρο περιορισμού της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι και τελεί σε σχέση αναλογίας μεταξύ αφενός της ανωτέρω εξ αρχής παραβιάσεως της αρχής της νομιμότητας με τους Καταστατικούς σκοπούς και αφετέρου του μέτρου της μη αναγνώρισης του Σωματείου, το οποίο (μέτρο) αποβλέπει στη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης, της εθνικής ασφάλειας, της κοινωνικής γαλήνης, την οποία η ευνομούμενη και συντεταγμένη Ελληνική Πολιτεία (και εν προκειμένω η Δικαστική Αρχή) οφείλει να προστατεύσει. Είναι αναγκαίο μέτρο για την αποφυγή διχασμού, εχθρότητας και αναταραχών εντός της Ελληνικής Επικράτειας».
 
Η ΒΘ συμπεραίνει πως «ακόμα και ο πλέον καλοπροαίρετος αναγνωρίζει ότι οι περιγραφόμενοι σκοποί [του Κέντρου] συνιστούν προκλητικές προπαγανδιστικές ενέργειες, απροκάλυπτη καλλιέργεια και υποδαύλιση αλυτρωτισμού, αναθεωρητισμού και εχθρότητας σε βάρος των Ελλήνων και ακραίες εθνικιστικές δηλώσεις», που μάλιστα «θέτουν σε κίνδυνο το εθνικό συμφέρον, την δημόσια και κοινωνική ειρήνη και ασφάλεια και προκαλούν διχαστικό κλίμα μεταξύ των πολιτών». Τα ίδια περίπου φέρεται να δηλώνει και η εισαγγελέας, περί «αντίθεσης» των σκοπών του σωματείου με την τάξη και ασφάλεια.
Πόσο όμως ισχύουν πράγματι όλα αυτά και, ειδικότερα, πόσο δικαιολογούν την απαγόρευση της λειτουργίας του Κέντρου;
 
Ποιοι είναι οι σκοποί του συλλόγου;
 
Οι σκοποί του συλλόγου, όπως αναφέρονται στην ιστοσελίδα του (makedonski.gr, πρόσβαση 15/1/2023) και στο καταστατικό που υπέβαλε στο Ειρηνοδικείο (φωτοτυπία στο in.gr, 29/11/2022) παρατίθενται στο συνημμένο παράρτημα.
 
Σημειώνω προκαταρκτικά πως στο πρώτο άρθρο της, η ΒΘ παραθέτει ένα αισθητά διαφορετικό, πιο αναλυτικό κείμενο καταστατικού που περιλαμβάνει επιπρόσθετους σκοπούς, την αναγνώριση από την Ελληνική Κυβέρνηση της μακεδονικής ως μειονοτικής γλώσσας, την προστασία των εθνικών μειονοτήτων, την προστασία του δικαιώματος δημόσιας χρήσης της γλώσσας και των παραδοσιακών επωνύμων και τοπωνυμίων και την τεκμηρίωση παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ρητορικής μίσους από τις (Ελληνικές) αρχές εναντίον ομιλητών Μακεδόνων και εθνοτικών Μακεδόνων στην Ελλάδα. Στο τελευταίο άρθρο της, το δεύτερο αυτό κείμενο δεν αναφέρεται πια ως μέρος του καταστατικού του σωματείου, αλλά ως ανάρτηση στην ιστοσελίδα του που πραγματοποιήθηκε μετά την έγκριση του Ειρηνοδικείου τον Νοέμβριο. Όμως τέτοια ανάρτηση δεν υπάρχει στον ιστότοπο αυτό, όπως μπορεί ο καθένας να διαπιστώσει (makedonski.gr).
 
Τίθεται το ερώτημα τι είναι αυτό το «απόκρυφο» κείμενο που επικαλείται η ΒΘ. Δύο τινά μπορούν να συμβαίνουν: ή αντλεί από ένα πλαστό κείμενο, ή -το πιθανότερο- το κείμενο αυτό υπήρχε πράγματι στην ιστοσελίδα (ή σε κάποιο πρώτο Καταστατικό;), αλλά αφαιρέθηκε από τους αιτούντες, ενδεχομένως κατόπιν συμβουλών πως θα προκαλούσε πρόσθετες αντιδράσεις. Είναι πάντως περίεργο η αρθρογράφος, που φαίνεται να γνωρίζει καλά τα δεδομένα της υπόθεσης, να αντικρούει επί μακρόν ακριβώς τους «σκοπούς» του συλλόγου που δεν υπάρχουν σήμερα, χωρίς έστω να αναφέρει πως αφαιρέθηκαν. Σε κάθε περίπτωση, στην αντίκρουση των επιχειρημάτων της ΒΘ, περιλαμβάνω όλα τα κείμενα στα οποία αναφέρεται, καθώς θεωρώ πως και αν ακόμη ισχύουν, δεν συνιστούν αιτία απαγόρευσης του Κέντρου.
 
 
Πώς εμπλέκεται η Συμφωνία των Πρεσπών;
 
Η αρθρογράφος (στο πρώτο άρθρο της) παραθέτει σειρά διατάξεων της Συμφωνίας των Πρεσπών. Η ίδια κρατά μια απόσταση από την Συμφωνία, επικρίνοντας εμμέσως ορισμένα σημεία της (περί γλώσσας και ιθαγένειας). Παραθέτει και περιπτώσεις όπου, κατά τη γνώμη της, η γειτονική χώρα την παραβιάζει. Ισχυρίζεται επιπλέον πως «είναι προφανές» πως οι σκοποί του σωματείου «παραβιάζουν ευθέως» τους θεμελιώδεις όρους της Συμφωνίας και τον κυρωτικό νόμο «διότι γίνεται ρητή αναφορά σε ‘μειονοτική γλώσσα και εθνοτική μειονότητα Μακεδόνων’, οι οποίες, όπως είναι κοινώς γνωστό, είναι ανύπαρκτες στην Ελλάδα». Μάλιστα η κατάληξη του άρθρου είναι πως «[ε]ίναι άλλο η καλλιέργεια καλής γειτονίας και άλλο η ανοχή και η υποχώρηση στις προκλητικές διαθέσεις των γειτόνων και η ικανοποίηση ανύπαρκτων δικαιωμάτων τους».
 
Από πού όμως προκύπτει πως μια πρωτοβουλία, νόμιμη ή παράνομη, Ελλήνων πολιτών, παραβιάζει τη Συμφωνία των Πρεσπών, συμφωνία που αφορά βεβαίως τις ενέργειες των συμβαλλομένων κρατών και όχι πολιτών της κάθε χώρας; Στο δεύτερο άρθρο της, η ΒΘ απαντά με τον ισχυρισμό πως οι ιδρυτές του σωματείου είναι «προφανώς σε συνεννόηση με πολιτικούς – εθνικιστικούς κύκλους και εν γνώσει των Αρχών του Κράτους της Βόρειας Μακεδονίας και ενεργ[ούν] για λογαριασμό και προς το συμφέρον του Κράτους αυτού». Όμως η αρθρογράφος ασφαλώς γνωρίζει ότι, σε ένα κράτος δικαίου που σέβεται τους πολίτες του, η κατηγορία πως πολίτες του δρουν σε συνεννόηση και για λογαριασμό (και όχι απλά σε γνώση) ξένης δύναμης που με τον τρόπο αυτό παραβιάζει μια διμερή συνθήκη, είναι βαριά και, πέρα από το «προφανές» κατά την κρίση της, χρειάζεται και μια στοιχειώδη τεκμηρίωση. Καμία τέτοια τεκμηρίωση δεν παρατίθεται.
 
Ας σκεφτούμε τι θα λέγαμε αν κάθε φορά που Έλληνες της Αλβανίας διεκδικούν ένα μειονοτικό δικαίωμα, οι αλβανικές αρχές ισχυρίζονταν, χωρίς καμία τεκμηρίωση πως είναι «προφανώς» πράκτορες των Αθηνών και βάσει αυτού έπαιρναν μέτρα εναντίον τους.
 
Όπως είναι ευνόητο, το ζήτημα της παραβίασης της Συμφωνίας των Πρεσπών, το οποίο επικαλείται και η εισαγγελέας της Φλώρινας, έχει μεγάλη σημασία, γιατί η όλη εθνικιστική κινητοποίηση κατά της ίδρυσης του σωματείου έχει ως στόχο και τις Πρέσπες. Η καταγγελία της Συμφωνίας αποτελεί, όπως είδαμε, αίτημα που συνοδεύει τις διαμαρτυρίες.
Η απόφαση του Ειρηνοδικείου της Φλώρινας αποτελεί μια νέα εξέλιξη, αφού προηγουμένως τα δικαστήρια απαγόρευαν (παράνομα, όπως έκρινε το Δικαστήριο του Στρασβούργου -βλέπε παρακάτω) την ίδρυση ανάλογων σωματείων, και η χώρα βρισκόταν σε διακρατική διαμάχη για την αναγνώριση ακόμη και της επίσημης μακεδονικής γλώσσας στη Βόρεια Μακεδονία. Αντανακλά ασφαλώς το νέο κλίμα στις σχέσεις με τη γείτονα μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών, Όμως το δικαίωμα Ελλήνων πολιτών να μιλούν και να προωθούν τη μακεδονική γλώσσα δεν εκπορεύεται βέβαια από τις Πρέσπες.
 
Τα περί «ανύπαρκτης γλώσσας»
 
Η αρθρογράφος ανασύρει από το χρονοντούλαπο της ιστορίας τη «θεωρία» της ανύπαρκτης μακεδονικής γλώσσας στη χώρα μας. Ήδη το 1959, ο Αβέρωφ έλεγε πως ελάχιστοι στη Βόρειο Ελλάδα μιλούν μια διάλεκτο που καμία σχέση δεν έχει με τη γλώσσα που μιλούν στη γείτονα, αυτήν που τώρα υποχρεωνόμαστε λόγω Πρεσπών να αναγνωρίσουμε ως μακεδονική. Η ΒΘ θεωρεί εξάλλου επιλήψιμη την αναφορά σε «μειονοτική γλώσσα».
 
Στο δεύτερο μάλιστα άρθρο της, δηλώνει πως «η επίσημη γλώσσα, η οποία ομιλείται από τους πολίτες του Κράτους της Βόρειας Μακεδονίας εντός των ορίων του Κράτους αυτού (Μακεδονική – προέλευσης νοτιοσλαβικής) δεν έχει καμμία σχέση με την Ελληνική γλώσσα […], η οποία έχει ομοιογένεια και αποτελεί αδιαμφισβήτητη συνέχεια της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας». Προσθέτει δε πως η ελληνική γλώσσα «ομιλείται από όλους τους Έλληνες πολίτες, σε όλη την Ελληνική Επικράτεια και ασφαλώς και στη Δυτική – Κεντρική – Ανατολική Μακεδονία». Αλλά και η εισαγγελέας Φλωρίνης φέρεται να υποστηρίζει πως στην Ελλάδα δεν υπάρχουν “Μακεδόνες” πολίτες, που ομιλούν αυτή́ τη γλώσσα [τη μακεδονική], αλλά́ Έλληνες πολίτες, που ομιλούν την ελληνική́ γλώσσα.
 
Όμως το ζητούμενο δεν είναι βέβαια το προφανές, ότι η επίσημη γλώσσα του γειτονικού κράτους δεν έχει σχέση με τα ελληνικά και ότι τα ελληνικά ομιλούνται «από όλους» τους έλληνες πολίτες (αν και αυτό το τελευταίο ελέγχεται όσον αφορά λ.χ. κάποιους «μουσουλμάνους» της Θράκης). Το ζητούμενο είναι αν υπάρχουν έλληνες πολίτες που έχουν ως μητρική γλώσσα, ή πάντως μιλούν και μια άλλη, ντόπια γλώσσα. Η απάντηση είναι πως και βέβαια υπάρχουν (αφού το δηλώνουν) Έλληνες πολίτες που δεν έχουν τα ελληνικά ως μητρική γλώσσα και μιλούν μια γλώσσα, που δεν έχει σχέση με την ελληνική, είναι απολύτως υπαρκτή και είναι η ίδια ή εντελώς παραπλήσια με την επίσημη γλώσσα της Βόρειας Μακεδονίας, δηλαδή η μακεδονική. Η δημόσια διακήρυξή του γεγονότος αυτού όπως και η καλλιέργεια της γλώσσας ούτε επιλήψιμη ή παράνομη μπορεί να είναι, ούτε και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συμφωνίας των Πρεσπών.
 
Γιατί «λησμονήθηκαν» σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων;
 
Η ΒΘ επικαλείται πως παρόμοιες αιτήσεις αναγνώρισης σωματείου έχουν κατ’ επανάληψη απορριφθεί από τα ελληνικά δικαστήρια. Περιέργως όμως δεν αναφέρει πως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) καταδίκασε δύο φορές την Ελλάδα για τέτοιες αποφάσεις, και με σκεπτικά που ανατρέπουν όλα τα ουσιαστικά επιχειρήματα των ελληνικών δικαστηρίων και της ίδιας (Σιδηρόπουλος κ.ά. κατά Ελλάδος, 10/7/1998, Στέγη Μακεδονικού Πολιτισμού κατά Ελλάδας, 9/7/2015). Η τελευταία απόφαση του ΕΔΑΔ καταδίκασε την Ελλάδα ακριβώς για την υπόθεση που αναφέρει η αρθρογράφος (σημειώνοντας πως «είχε την τιμή να είναι εισηγήτρια» στον Άρειο Πάγο). Η ΒΘ γνωρίζει ασφαλώς πως η χώρα μας είναι συμβαλλόμενο μέρος στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και πως πρέπει να συμμορφώνεται στις αποφάσεις του ΕΔΑΔ. Είναι συνεπώς τουλάχιστον απορίας άξιον πως επέλεξε να τις αγνοήσει πλήρως, ενώ μάλιστα στο δεύτερο άρθρο της επικαλείται μια απόφαση του ΕΔΑΔ για άλλο θέμα.
Ειδικότερα, τα σκεπτικά των παραπάνω αποφάσεων του ΕΔΑΔ που καταδικάζουν την Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (περί ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι), αναφέρουν, μεταξύ άλλων, πως οι εξαιρέσεις στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι πρέπει να ερμηνεύονται στενά και πως το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι οι στόχοι της διατήρησης της εθνικής ασφάλειας, της πρόληψης αναταραχής και της διατήρησης των πολιτιστικών παραδόσεων και ιστορικών και πολιτιστικών συμβόλων της Ελλάδας που επικαλούνται τα ελληνικά δικαστήρια συνιστούν νόμιμους σκοπούς εξαίρεσης από την ελευθερία αυτή που προβλέπονται από το άρθρο 11. Το Δικαστήριο κρίνει εξάλλου πως η απαγόρευση του σωματείου είναι μέτρο δυσανάλογο προς τους όποιους νόμιμους σκοπούς επικαλούνται τα ελληνικά δικαστήρια.
 
Παρ’ όλο που οι αιτούντες (σε προηγούμενη υπόθεση) είχαν πράγματι δηλώσει πως έχουν «Μακεδονική» εθνική συνείδηση, τίποτε δεν δείχνει πως είχαν υποστηρίξει τη χρήση βίας ή αντιδημοκρατικών ή αντισυνταγματικών μέσων, αποφαίνεται το Δικαστήριο. Και το Δικαστήριο του Στρασβούργου προσθέτει πως ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι ιδρυτές του σωματείου επικαλούνται μειονοτική συνείδηση, το έγγραφο της διάσκεψης της Κοπεγχάγης και η Χάρτα του Παρισίου του 1990 της ΔΑΣΕ, κείμενα που έχει υπογράψει και η Ελλάδα, τους επιτρέπουν να ιδρύουν σωματεία για να προστατεύσουν την πολιτιστική και πνευματική τους κληρονομιά.
 
Το ΕΔΑΔ απαντά στον ισχυρισμό του Ελληνικού Κράτους ότι οι ιδρυτές του σωματείου έχουν «κρυφή ατζέντα» με παράνομους στόχους, πως δεν αρκούν απλά υποψίες για την απαγόρευση ενός σωματείου και πως εξάλλου η Πολιτεία έχει τα νομικά όπλα για να αντιμετωπίσει παράνομες δραστηριότητες, αν εμφανιστούν εκ των υστέρων.
 
Όσον αφορά τα περί διατάραξης της κοινωνικής γαλήνης και της πρόκλησης αναταραχής και διχασμού, που επικαλείται και η ΒΘ, ενδιαφέρον παρουσιάζει απόσπασμα μιας άλλης, αλλά σχετικής, απόφασης του ΕΔΑΔ όπου και πάλι καταδικάστηκε η Ελλάδα (Ουράνιο Τόξο κ.ά. κατά Ελλάδας, 20/10/2005):
 
«Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η επίκληση της συνείδησης του ανήκειν σε μία μειονότητα καθώς και η διατήρηση και η ανάπτυξη του πολιτισμού μιας μειονότητας δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά απειλή για την ‘δημοκρατική κοινωνία’, ακόμη και αν τούτο μπορεί να προκαλέσει εντάσεις […]. Πράγματι, η εμφάνιση εντάσεων είναι μία αναπόφευκτη συνέπεια του πλουραλισμού, δηλαδή της ελεύθερης συζήτησης πάνω σε οποιαδήποτε πολιτική ιδέα. Στην περίπτωση αυτή, ο ρόλος των αρχών σε παρόμοιες περιπτώσεις δεν συνίσταται στην εξάλειψη της αιτίας των εντάσεων με την κατάργηση του πλουραλισμού, αλλά στην διασφάλιση [to ensure] ότι οι ανταγωνιστικές πολιτικές ομάδες ανέχονται η μία την άλλη».
 
Οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ χρησιμοποιούν ελεύθερα τους όρους «μακεδονική γλώσσα» και «μακεδονική μειονότητα».
 
Αξίζει τέλος να σημειωθεί πως και οι τρεις αποφάσεις του ΕΔΑΑ που αναφέρονται παραπάνω πάρθηκαν ομόφωνα, με τη συμμετοχή και Ελλήνων δικαστών (Ν.Βαλτικός, Χ.Ροζάκης, Λ.-Α.Σισιλιάνος).
 
Συμπέρασμα
 
• Η λειτουργία του Κέντρου Μακεδονικής Γλώσσας με το Καταστατικό που υποβλήθηκε (ή και με τους πρόσθετους στόχους του «απόκρυφου» κειμένου) είναι νόμιμη, βάσει επανειλημμένων αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που έκρινε ανάλογες υποθέσεις στο παρελθόν και απέρριψε σχεδόν πανομοιότυπα επιχειρήματα με αυτά της κυρίας Θάνου. Το πρόβλημα δεν είναι γιατί το Ειρηνοδικείο Φλώρινας αγνόησε αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων, αλλά γιατί οι προσφεύγοντες σήμερα κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου φαίνεται να αγνοούν τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ.
• Η κινητοποίηση εθνικιστικών κύκλων και στοιχείων του «βαθέως κράτους» για την απαγόρευση του Κέντρου συνιστά επίθεση στα Δικαιώματα του Ανθρώπου και την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, που δεν προκύπτουν από τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά από το Σύνταγμα και τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας μας.
• Η προσπάθεια εμπλοκής της Βόρειας Μακεδονίας στην υπόθεση προφανώς αποσκοπεί στο να δηλητηριάσει και πάλι τις σχέσεις μας με τη γειτονική χώρα, σε μια στιγμή μάλιστα που η τελευταία δοκιμάζεται από τις πιέσεις που της ασκεί η Βουλγαρία. Στόχος είναι η υπονόμευση του κεκτημένου των Πρεσπών και το φράξιμο του δρόμου της γείτονος προς την ΕΕ.
• Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με τη στάση της εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών ως αντιπολίτευση, αλλά και τη γενικότερη στήριξη σε ακραίες εθνικιστικές δυνάμεις (στο προσφυγικό και τα ελληνο-τουρκικά), βρίσκεται σήμερα σε κατάσταση ομηρείας στις δυνάμεις αυτές που της επιτίθενται για να πετύχουν την ακύρωση στην πράξη της εξομάλυνσης των σχέσεων με τη Βόρεια Μακεδονία και την αναβίωση του κλίματος εθνικιστικής υστερίας στη Βόρεια Ελλάδα.
• Είναι φανερό πως στη χώρα και ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα επικρατεί ένα κλίμα ιδεολογικής (και όχι μόνο) τρομοκρατίας που εμποδίζει την έκφραση και αντίδραση των δημοκρατικών και αντιεθνικιστικών δυνάμεων και πολιτών της χώρας, και μάλιστα όσων πρωτοστάτησαν ή στήριξαν τη Συμφωνία των Πρεσπών. Δυστυχώς, φαίνεται πως οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις υποκύπτουν σε αυτό το κλίμα, ιδίως ενόψει των επερχόμενων εκλογών, από φόβο απώλειας ψήφων, με αποτέλεσμα μια εκκωφαντική σιωπή απέναντι σε μια εξοργιστική επίθεση κατά των ελευθεριών μας.
• Αποτελεί νομίζω στοιχειώδη υποχρέωση των δυνάμεων και πολιτών που πιστεύουν στις αξίες της δημοκρατίας, του πλουραλισμού και της καλής γειτονίας να υψώσουμε τη φωνή μας εναντίον της επιχειρούμενης απαγόρευσης του Κέντρου Μακεδονικής Γλώσσας. Όσον αφορά δε την Αριστερά, οι προεκλογικές σκοπιμότητες δεν πρέπει να οδηγήσουν σε εγκατάλειψη βασικών αξιών μας και μάλιστα σε εγκατάλειψη του μεγάλου κεκτημένου της διακυβέρνησής μας που ήταν η επίλυση του μακεδονικού. Δεν πρόκειται βέβαια για νομικό, αλλά για απολύτως πολιτικό ζήτημα και επιχειρείται η προώθηση αντιδραστικών πολιτικών στόχων με νομικό μανδύα.

Σωτήρης Βαλντέν