Ενα κύμα εθνικού ναρκισσισμού σαρώνει τη χώρα μας μετά το επεισόδιο Δένδια – Τσαβούσογλου. Δημοσιογράφοι, διεθνολόγοι και κόμματα επικροτούν: επιτέλους, κάποιος «τους τα είπε χύμα», οι τουρκικές προκλήσεις δεν έμειναν αναπάντητες. Ας παραδειγματιστούν και οι Ευρωπαίοι εταίροι που τόσον καιρό χαϊδεύουν τον Ερντογάν. Η Ελλάδα έδειξε τον δρόμο. Μπράβο, Νίκο.
Ο μεγαλύτερος ενθουσιασμός προέρχεται από γνωστούς ακραίους εθνικιστές (Γεωργιάδης Καμμένος κ.λπ.) και γενικά από όσους ούτε διάλογο θέλουν «με πειρατές», ούτε διερευνητικές, ούτε Χάγη. Γιατί βέβαια το επεισόδιο της Αγκυρας εντάσσεται πλήρως στη στρατηγική τους. Οι άλλοι, όσοι προσπαθούν να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα και θέλουν και διάλογο, και κυρώσεις, και αντιτουρκικές συμμαχίες και «επακουμβήσεις», βρέθηκαν σε αμηχανία. Κάποιοι έφτασαν να πουν πως το ξέσπασμα Δένδια έφερε εκτόνωση που διευκολύνει τον διάλογο. Ισως ακόμη μεγαλύτερη εκτόνωση να πετυχαίναμε αν την επόμενη φορά καταρρίψουμε και κανένα αεροπλάνο…
Οσοι δεν έχουν πάρει διαζύγιο με τον ορθό λόγο κατανοούν πως οι δημόσιοι καβγάδες δεν είναι εποικοδομητικοί σε μια λογική αποκλιμάκωσης και αναζήτησης λύσεων. Γνωρίζουν επίσης πως το πρόβλημα με τη στάση Δένδια δεν ήταν βέβαια τι είπε στις συνομιλίες με τους Τούρκους αξιωματούχους, όπου ασφαλώς θα πρόβαλε τις ελληνικές θέσεις, αλλά πως επέλεξε να εκθέσει με έναν ιδιαίτερα επιθετικό τρόπο το σύνολο των ελληνικών κατηγοριών κατά της Τουρκίας στη δημόσια κοινή συνέντευξη Τύπου. Και μάλιστα ύστερα από συζητήσεις που και οι δύο πλευρές εκτίμησαν πως έγιναν σε καλό κλίμα και μετά από μια άψογη εισαγωγική παρέμβαση του Τσαβούσογλου.
Οχι, μας λένε, ο Δένδιας δεν κλιμάκωσε πρώτος, απάντησε στις τουρκικές προκλήσεις. Και αν μεν εννοούν τις προκλήσεις από την εποχή της σφαγής της Σμύρνης, διερωτάται κανείς γιατί πήγαμε στην Αγκυρα, αν θέλαμε απλά να καταγγείλουμε δημόσια όλα τα κακά στις σχέσεις μας. Το κάνουμε καθημερινά και εν χορώ όλοι (σχεδόν) από εδώ. Μάλλον όμως εννοούν πως ο Τσαβούσογλου προκάλεσε στην εισαγωγική του ομιλία. Και αναζητώντας προσεκτικά στην ομιλία αυτή βρίσκουν μόνο μία «πρόκληση», πως αποκάλεσε «τουρκική» τη μειονότητα της Θράκης.
Ο κ. Δένδιας θα μπορούσε κάλλιστα να «απαντήσει» πως για το θέμα αυτό η Ελλάδα έχει τη γνωστή δική της άποψη και η δημόσια αντιπαράθεση να έληγε εκεί. Ας δούμε όμως και πόσο φοβερή «πρόκληση» ήταν τέλος πάντων ο χαρακτηρισμός της μειονότητας ως τουρκικής. Γιατί το επεισόδιο αφορά μεν το τι ειπώθηκε δημόσια, δεν μπορεί όμως να απομονωθεί από την άκαμπτη στάση της ελληνικής πλευράς επί της ουσίας των προβλημάτων, στάση που θεωρεί δεδομένο πως όλο το δίκιο είναι με το μέρος μας. Ας εξετάσουμε λοιπόν το παράδειγμα της μειονότητας.
Πράγματι η Συνθήκη της Λωζάννης (1923) προσδιορίζει τις μειονότητες που θα απέμεναν μετά την ανταλλαγή πληθυσμών ως «μουσουλμανική» και «ελληνική» αντίστοιχα. «Δεν το λέμε εμείς, το λέει η Λωζάννη» υπενθύμισε ο Δένδιας, προσθέτοντας αλαζονικά: «Και αν θυμάμαι καλά, την έχει υπογράψει και η Τουρκία. Μπορεί να αρέσει στην Τουρκία ή να μην αρέσει στην Τουρκία, αλλά ισχύει». Ομως άραγε η διατύπωση της Λωζάννης απαγορεύει τον προσδιορισμό της μειονότητας ως τουρκικής και τον αυτοπροσδιορισμό των μελών της ως Τούρκων σε συλλογικές τους δράσεις, όπως ισχυρίζεται η επίσημη Ελλάδα;
Με κανένα τρόπο. Αυτό πάντως έκρινε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καταδικάζοντας την Ελλάδα για παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (υπόθεση αρ.26698/05) επειδή διέλυσε τον σύλλογο «Τουρκική Ενωση Ξάνθης» λόγω του όρου «Τουρκική». Και βέβαια η Ελλάδα έχει υπογράψει τη Σύμβαση αυτή και την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου «της αρέσει, δεν της αρέσει», όπως θα έλεγε και ο Νίκος Δένδιας.
Στο σκεπτικό του το Δικαστήριο υπενθυμίζει πως το 1926 αρμόδιο ελληνικό Πρωτοδικείο ενέκρινε το καταστατικό τής εν λόγω Ενωσης (με το όνομα «Τουρκική») και το 1938 και πάλι ενέκρινε την τροποποίηση του καταστατικού, χωρίς καμία ένσταση για το όνομα. Μόλις το 1983 αποφάσισε να την απαγορεύσει επικαλούμενο τον τίτλο της.
Ο κ. Δένδιας ειρωνεύτηκε την Τουρκία πως ανακάλυψε πρόβλημα με τα 10 ν. μίλια του εναερίου χώρου μας δεκαετίες αφού αυτά είχαν καθιερωθεί. Μήπως θα χρειαζόταν και κάποια αυτοειρωνεία για το πότε εμείς ανακαλύψαμε πρόβλημα με τον όρο «τουρκική»; Ας προσθέσουμε πως ο όρος χρησιμοποιούνταν ευρύτατα για τη μειονότητα τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και πως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τον χρησιμοποιούσε στις συνομιλίες του με τον Ετζεβίτ το 1978 (βλέπε το αποκαλυπτικό άρθρο του Θ. Γεωργακόπουλου στη «Athens Voice» 14/4).
Ομως πέρα από την αγνόηση του ευρωπαϊκού δικαίου, για το οποίο τόσο κοπτόμαστε, και πέρα από τις αντιφάσεις της ελληνικής στάσης, υπάρχει μια ακόμη πιο ουσιώδης πλευρά. Στη σύγχρονη (και ευρωπαϊκή) αντίληψη η αναγνώριση και το όνομα μιας εθνικής μειονότητας δεν καθορίζονται από συμβάσεις με τρίτες χώρες, αλλά από τον αυτοπροσδιορισμό των μελών της. Αν κάποιοι μουσουλμάνοι, χριστιανοί ή και άθεοι Ελληνες πολίτες αυτοπροσδιορίζονται ως Τούρκοι, όπως συμβαίνει στη Θράκη, είναι Τούρκοι και κανείς δεν δικαιούται να τους το αρνηθεί ως άτομα ή ως ομάδα. Εξάλλου αυτήν ακριβώς την αρχή επικαλείται και η Ελλάδα για την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία.
Μήπως άραγε, ανεξάρτητα από τα παραπάνω, η αναφορά της Τουρκίας στη μειονότητα της Θράκης αποτελεί πρόκληση και ανάμειξη στα εσωτερικά μας, αφού οι μειονοτικοί είναι Ελληνες πολίτες; Ασφαλώς όχι. Τα ζητήματα των εθνικών μειονοτήτων είναι πρώτιστα θέματα που αφορούν το κράτος στο οποίο κατοικούν (γι’ αυτό και είναι αναχρονιστικό στην Ελλάδα να είναι αρμοδιότητα του υπουργείου Εξωτερικών).
Ομως, πρώτον, η Ελλάδα έχει διεθνείς υποχρεώσεις, ανάμεσα στις οποίες και αυτές που απορρέουν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι και η Τουρκία. Κυρίως δε το ενδιαφέρον μιας χώρας για τις μειονότητές της στο εξωτερικό αποτελεί τρέχουσα διεθνή πρακτική, απολύτως συμβατή με το διεθνές δίκαιο. Οι Ελληνες της Κωνσταντινούπολης είναι Τούρκοι πολίτες και οι Ελληνες της Αλβανίας, Αλβανοί πολίτες, αλλά η χώρα μας ορθά ενδιαφέρεται γι’ αυτούς και τους περιλαμβάνει στα θέματα που συζητιούνται στο πλαίσιο των αντίστοιχων διμερών σχέσεων.
Συνεπώς ο εκνευρισμός για την «πρόκληση» Τσαβούσογλου αντικατοπτρίζει το γεγονός πως η Ελλάδα είναι διεθνώς εκτεθειμένη στο θέμα αυτό και θα έπρεπε από καιρό να έχει η ίδια αναθεωρήσει τη στάση της, χωρίς τουρκικές παροτρύνσεις. Εξάλλου και γενικότερα η στάση μας απέναντι στις μειονότητες μας κατατάσσει δυστυχώς στην τελευταία θέση στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ίσως μαζί με τις χώρες της Βαλτικής).
Πού αλλού στην Ε.Ε., σε χωριά και πόλεις με σημαντική παρουσία ή και πλειονότητα μειονοτικών πληθυσμών, δεν υπάρχουν δημόσιες πινακίδες στη γλώσσα τους; Σε πόσες χώρες δεν υπάρχουν μειονοτικοί δικαστές ή αστυνομικοί ούτε στις μειονοτικές περιοχές; Είναι δε ιδιαίτερα λυπηρό πως την απαράδεκτη αυτή επίσημη στάση συμμερίζεται και η αξιωματική αντιπολίτευση που, στην πλειοδοσία της με την κυβέρνηση, έφτασε να περιλάβει ως «κόκκινη γραμμή» και ένα θέμα στο οποίο η Αριστερά παραδοσιακά τηρεί στάση αρχών.
Ας συνοψίσω: το επεισόδιο Δένδια – Τσαβούσογλου προκλήθηκε από τον δικό μας υπουργό και προφανώς αποσκοπεί να συμβάλει στην παράταση των ελληνοτουρκικών αδιεξόδων, με εμμονή στον μαξιμαλισμό. «Μπορούμε “να τα βρούμε” με την Τουρκία σήμερα;» ερωτά ο Αλέξης Παπαχελάς («Καθημερινή» 18/4) και απαντά ευθαρσώς: «Η απάντηση είναι ξεκάθαρα «όχι».
Οποιος αφελώς πιστεύει το αντίθετο ζει σε μιαν άλλη εποχή». Ομως η κυνική αυτή αποδοχή της στρατηγικής της ακινησίας έχει κυρίως εσωτερικά αίτια, την ομηρία της κυβέρνησης στους εθνικιστές της και τον λαϊκισμό της αντιπολίτευσης. Ο κίνδυνος με αυτήν δεν είναι η ακινησία, αλλά η διολίσθηση προς τη σύγκρουση. Είναι βέβαιο πως οι δυνάμεις της λογικής στη χώρα μας δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε μια τέτοια προοπτική και θα συνεχίσουν να απαιτούν και να αγωνίζονται για λύσεις. Αφελείς ή επικίνδυνοι είναι όσοι νομίζουν ότι μπορούμε να σχοινοβατούμε επ’ άπειρον μεταξύ ειρήνης και πολέμου.
Ο Σωτήρης Βαλντέν διδάσκει στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών