Την ώρα που εξελισσόταν η διαδήλωση στη Νέα Σμύρνη, η καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Πάντειο πανεπιστήμιο, Σοφία Βιδάλη μας παραχώρησε μια συνέντευξη για την αστυνομική καταστολή. «Οι σκηνές που βλέπουμε τον τελευταίο καιρό», τονίζει μεταξύ άλλων, «δείχνουν μία αστυνομία, η οποία έχει οικειοποιηθεί πρακτικές που ανήκουν σε ομάδες παρανόμων. Αυτό δεν τιμά κανέναν, είναι η πολιτική του χάους που δεν συνάδει με το δημοκρατικό πολίτευμα και θα πρέπει να σταματήσει και μάλιστα άμεσα, επειδή αν συνεχιστεί θα οδηγηθούμε σε απρόβλεπτες καταστάσεις.»
Τα περιστατικά αστυνομικής βίας ολοένα και αυξάνονται, με αποκορύφωμα τον ξυλοδαρμό πολίτη στην πλατεία Νέας Σμύρνης. Γιατί συμβαίνει αυτό; Είναι γιατί οι αστυνομικοί έχουν πολιτική κάλυψη, γιατί έχουν εντολές ή γιατί έχει χαθεί κάθε έλεγχος;
Η αστυνομική καταστολή έχει αρχίσει και γίνεται πιο έντονη ήδη από το καλοκαίρι του 2019. Γενικά θέλω να παρατηρήσω πως η αστυνομική καταστολή δεν είναι πρωτοφανές φαινόμενο, καθώς είναι μέρος –σε μεγάλο ή σε ήπιο βαθμό- κυβερνητικών στρατηγικών. Αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν είναι μια στιγμή έντασης της νόμιμης καταστολής. Πλέον όλο και συχνότερα η κατασταλτική δράση υπερβαίνει τα όρια και τείνει να παίρνει μορφές κατάχρησης εξουσίας. Ειδικά τον τελευταίο καιρό, κάθε επέμβαση της αστυνομίας σε εξωτερικούς χώρους, πλαισιώνεται από μια πρακτική, η οποία υπερβαίνει τα όρια μέσα στα οποία πρέπει να λειτουργεί. Επιβεβαιώνεται αυτό που υπογραμμίζει εδώ και χρόνια ο Συνήγορος του Πολίτη, ότι οι αστυνομικοί είναι πιθανό να μην έχουν την αντίληψη ότι πρέπει να εφαρμόζουν κατά γράμμα το νόμο, αλλά έχουν μια δική τους προσέγγιση πάνω στην ερμηνεία του νόμου. Αυτό σε συνδυασμό με κάποιες εντολές, που φαίνεται ότι λαμβάνουν, διότι δεν λειτουργούν τελείως αυθαίρετα, δημιουργεί μια εκρηκτική κατάσταση, που οξύνεται από άτυπες «συγκαλύψεις» που παίρνουν τη μορφή μιας κακώς εννοούμενης δημόσιας υπεράσπισης της δράσης της αστυνομίας και μιας κωλυσιεργίας σχετικά με τη διεξαγωγή ΕΔΕ. Είμαστε, λοιπόν, σε μία φάση κατά την οποία η αστυνομία όταν παραβιάζει το νόμο που η ίδια πρέπει να προστατεύει, καλύπτεται πολιτικά από την ηγεσία της και αυτό είναι κάτι που δεν το έχουμε συνηθίσει. Το έχουμε δει να γίνεται στο παρελθόν αυτό στις πρώτες στιγμές μετά από συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπου είχε εφήμερο χαρακτήρα καθώς άμεσα μετά αποκαλυπτόταν, ότι δεν ήταν έτσι όπως υποστήριζε η επίσημη άποψη, όπως συνέβη π.χ. στην υπόθεση του Αυγουστίνου Δημητρίου ή με τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ή και του Ζακ Κωστόπουλου. Όμως δεν έχουμε να κάνουμε με μία τέτοια περίπτωση, αυτό το διάστημα . Πλέον, η αστυνομία απροκάλυπτα έχει αρχίσει και λειτουργεί κατά βούληση. Και αυτό δεν είναι θέμα κακής εκπαίδευσης ή λάθους, όπως λένε. Είναι αντίληψη και επαγγελματική διαμόρφωση με αυτήν την αντίληψη. Είναι αυτό που ονομάζαμε κάποτε συστημική βία.
Και γιατί επιλέγει η κυβέρνηση να μην αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση που διαμορφώνεται;
Κάθε φορά γίνεται προσπάθεια ένα περιστατικό βίας να παρουσιαστεί ως μεμονωμένο, ως ένα περιστατικό που συνέβη γιατί ξέφυγε ένας αστυνομικός ή γιατί δεν μπορούσαν να ελεγχθούν οι διαδηλωτές. Η αστυνομία έχει κάποια όρια μέσα στα οποία πρέπει να λειτουργεί. Και όσοι αστυνομικοί βρίσκονται εντός του δημοκρατικού τόξου, ακόμα και σε αυτή τη συγκυρία, τοποθετούνται υπέρ μιας συνταγματικής λειτουργίας της αστυνομίας. Αυτού του τύπου η καταστολή είναι σαφώς επιλογή. Και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, ούτε με την επίκληση της ριζοσπαστικοποίησης, ούτε με την αύξηση της εγκληματικότητας. Εδώ κυνηγάνε νοικοκυραίους. Αυτό γίνεται. Ακόμα και οι φοιτητές που έχουν βρεθεί στο στόχαστρο, δεν φαίνεται να προέρχονται από την παραδοσιακή δεξαμενή του αντιεξουσιαστικού χώρου. Υπάρχει μία αντίληψη για το πώς επιτυγχάνεται η δημόσια τάξη και η ευταξία. Και αυτή η αντίληψη έχει αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά. Στο πλαίσιο αυτό η αστυνόμευση δεν έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα, αλλά συμπυκνώνεται σε μια επιθετική στρατηγική, χρήσιμη σε άλλες επιδιώξεις από αυτές που επίσημα δηλώνονται και που δεν έχουν σχέση με το κάθε φορά άμεσα ορατό ζήτημα τάξης. Θα πρέπει κάποιος να περιμένει να δει την τάση αυτή στην εξέλιξή της.
Αυτή η στρατηγική εντάσσεται στην εδραίωση του δόγματος Νόμος και Τάξη ή κινείται στη λογική δημιουργίας ενός αστυνομικού κράτους;
Κατά τη γνώμη μου έχει ξεπεράσει το δόγμα Νόμος και Τάξη, διότι στη θεωρητική του σύλληψη πλαισιωνόταν από ένα σύστημα παρακολούθησης της αποτελεσματικότητάς του. Απευθυνόταν δε μονάχα σε συγκεκριμένες περιοχές, όπου είχαμε αύξηση της εγκληματικότητας. Και ήταν και άλλες οι συνθήκες. Εδώ ζούμε μία άλλη κατάσταση, η οποία συνδυάζεται με τις εντάσεις και τις πιέσεις που δημιουργεί η πανδημία, με την άνοδο του νεοφασισμού (μην το ξεχνάμε) με μία αύξουσα διεύρυνση από το καλοκαίρι του 2019 των εξουσιών της αστυνομίας. Αυτά δεν δημιουργούν καταστάσεις ευοίωνες. Ποτέ ένα σώμα όταν έχει τόσο μεγάλες αρμοδιότητες, δεν μπορεί να ελεγχθεί μακροπρόθεσμα. Δεν θα μίλαγα για αστυνομικό κράτος, αλλά σαφώς δεν είμαστε στη φάση μιας δικαιοκρατικής αστυνόμευσης.
Είμαστε στη φάση μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης; Εδώ και ένα χρόνο ζούμε υπό ασφυκτικούς περιορισμούς χάριν της διαχείρισης της πανδημίας, ενώ ταυτόχρονα στοχοποιούνται από την κυβέρνηση κοινωνικές ομάδες και προωθείται η τακτική της ατομικής ευθύνης.
Σαφώς δεν έχουμε μια διακυβέρνηση που προσπαθεί να εξισορροπήσει τις κοινωνικές εντάσεις. Προσπαθεί να επιβάλει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Το αν είναι δημοκρατική, με την έννοια του πολιτεύματος, προφανώς, όσο λειτουργεί η Βουλή, είναι. Πάντα η δημοκρατία μπορεί να περνά και περιόδους που μπορεί να είναι καχεκτική. Δεν διάγουμε την καλύτερη περίοδο της δημοκρατίας, θα έλεγα, καθώς η λειτουργία των θεσμών καταστολής είναι πάντα ένας δείκτης της πραγμάτωσης της δημοκρατίας. Αν, ωστόσο, μπορέσουμε και αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που παρουσιάζονται τώρα, νομίζω ότι αργότερα, αποτιμητικά, θα μπορούμε να λέμε ότι η δημοκρατία μας άντεξε. Αλλά ακόμα δεν ξέρουμε αν θα αντέξει.
Η κοινωνική διαμαρτυρία είναι υπό διωγμό; Βλέπουμε τον τελευταίο καιρό να διαλύονται διαδηλώσεις, πριν ακόμα ξεκινήσουν.
Έχουμε την ιδιότυπη κατάσταση –δεν έχουμε άλλη τέτοια εμπειρία- να χρησιμοποιείται η καταστολή για ένα πρόβλημα δημόσιας υγείας, διότι έτσι ξεκίνησαν οι απαγορεύσεις των διαδηλώσεων. Βέβαια, εδώ και μια δεκαετία υπάρχει η αντίληψη σε κάποιους πολιτικούς χώρους ότι οι διαδηλώσεις και οι πορείες ενοχλούν. Ωστόσο, στην Ελλάδα, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι είναι ακόμα συνταγματικά κατοχυρωμένο. Οτιδήποτε νοθεύει αυτό το δικαίωμα είναι προβληματικό. Ζούμε πρωτόγνωρες καταστάσεις. Είδαμε, μετά από πολλές δεκαετίες, ο αρχηγός της Αστυνομίας να απαγορεύει δημόσιες συναθροίσεις, χωρίς κατά τη γνώμη μου να έχει επαρκή νομιμοποίηση -μια που τέτοιες αποφάσεις προκύπτουν από αξιολογικές κρίσεις-, ούτε να πείθει η αιτιολογία που προέβαλε. Απλώς φαίνεται ότι εδώ και καιρό οποιαδήποτε συγκέντρωση πλήθους θεωρείται ενοχλητική.
Εδώ διαλύουν ακόμα και τις συγκεντρώσεις, που είναι σύμφωνες με τον νόμο αυτής της κυβέρνησης περί περιορισμού των διαδηλώσεων.
Δεν φαίνεται να υπάρχει μια σαφής αντίληψη για το μέτρο, το όριο της καταστολής. Φαίνεται ότι αυτό είναι ρευστό. Από τη μία ο αστυνομικός ενδεχομένως να θεωρεί ότι μπορεί να κάνει, όπως κατά περίπτωση του προκύψει. Και, από την άλλη, ο πολίτης να θεωρεί –και σταδιακά αυτό θα συμβεί– ότι ανά πάσα στιγμή κινδυνεύει από την αστυνομία. Είναι προφανές ότι αν η κατάσταση αυτή που παρατηρούμε συνεχιστεί και γίνει μια κανονικότητα. θα έχουμε ευρύτερο πρόβλημα για την προστασία των δικαιωμάτων και πρόβλημα δημοκρατίας.
Και με όλη αυτή την ένταση που υπάρχει, πώς μπορεί να έχει σχέση εμπιστοσύνης ο πολίτης με την αστυνομία;
Αυτή η κατάσταση, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί, δημιουργεί πολύ άσχημες προϋποθέσεις, πρώτον για τους αστυνομικούς, στο πλαίσιο της εργασιακής τους ζωής που τους μεταμορφώνει από προστάτες του νόμου σε όργανα εξευτελισμού και βίας, και δεύτερον για την κοινωνία, αφού διαμορφώνει μια πόλωση μεταξύ αστυνομίας και κοινωνίας, η οποία ποτέ στην ιστορία δεν έχει καταλήξει να ελέγξει την εγκληματικότητα και να συμβάλει στην κοινωνική ειρήνη. Από την άλλη, οι σκηνές που βλέπουμε τον τελευταίο καιρό, όπως π.χ. στα περιστατικά της Νέας Σμύρνης, δείχνουν μια αστυνομία, η οποία έχει οικειοποιηθεί πρακτικές που ανήκουν σε ομάδες παρανόμων. Αυτό δεν τιμά κανέναν, είναι η πολιτική του χάους που δεν συνάδει με το δημοκρατικό πολίτευμα και θα πρέπει να σταματήσει και μάλιστα άμεσα, επειδή αν συνεχιστεί θα οδηγηθούμε σε απρόβλεπτες καταστάσεις.