Στον απόηχο των εξελίξεων της υπόθεσης της Greek Mafia, με την αθώωση των κατηγορουμένων για το σκέλος των πλημμελημάτων, εν αναμονή της ανακριτικής διαδικασίας για το σκέλος των κακουργημάτων και εν μέσω αφωνίας της κυβέρνησης, συζητάμε με την καθηγήτρια Σοφία Βιδάλη για το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα και τα μέτρα θωράκισης των θεσμών που θα πρέπει να ληφθούν.
Την Τρίτη αποφασίστηκε η αθώωση των 17 κατηγορούμενων της λεγόμενης υπόθεσης Greek Mafia, για το σκέλος των πλημμελημάτων. Να μας πείτε αρχικά πώς οργανώνεται και τι χαρακτηριστικά παίρνει στη χώρα μας αυτό το δίκτυο διαπλοκής και παρανομίας;
Καταρχήν για αυτό το δίκτυο γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα, υπό την έννοια, πως ό,τι έχει δημοσιευτεί, δίνει μόνο ένα περίγραμμα ενός συστήματος σχέσεων ανάμεσα σε αξιωματικούς της ελληνικής αστυνομίας και ανθρώπους που εμπλέκονται με την παρανομία, ή είναι εκβιάσιμοι, όπως χαρτοπαικτικές λέσχες, καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, οίκους ανοχής κτλ, και τίποτα άλλο. Πρόκειται βέβαια για τυπικές δραστηριότητες οργανωμένου εγκλήματος. Σ’ αυτό το δίκτυο φαίνεται να μετείχαν άνθρωποι που εκτελέστηκαν με συμβόλαια θανάτου, αλλά δεν έχουμε ένα ουσιαστικό αφήγημα της ιστορίας. Δεν ξέρουμε ακριβώς για ποιο λόγο εκτελέστηκαν αυτοί οι άνθρωποι, αν ήταν μέλη του δικτύου που μόλις δικάστηκε, τι ρόλους είχαν, αν οι δολοφονίες είχαν σχέση με αυτό. Επίσης, μου προκαλεί εντύπωση πως οι δημοσιεύσεις γι’ αυτό το δίκτυο έχουν ένα «πέπλο μυστικισμού». Δεν γνωρίζουμε τα ονόματα εκείνων που κατηγορήθηκαν –πλην ενός– σε μια τόσο σημαντική υπόθεση. Αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται για αξιωματικούς και πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, αλλά δεν ήταν μόνον αστυνομικοί: έτσι προκύπτει μια διαφορετική μεταχείριση της δημοσιότητας σε σχέση με άλλες υποθέσεις, που δεν ευνοεί την κατανόηση του προβλήματος. Κυρίως δεν ξέρουμε, και αυτό είναι κρίσιμο, αν υπάρχει μία ή περισσότερες κεντρικές οργανώσεις που να κατευθύνουν αυτές τις εγκληματικές δραστηριότητες διαχρονικά και πανελλαδικά. Επομένως, παρά τον θόρυβο που έχει γίνει, τα ουσιώδη δεν είναι ορατά. Στην Ελλάδα, όμως, δεν ασχολούμαστε με αυτά, αλλά με το χολιγουντιανό σκέλος της υπόθεσης, γιατί αυτό πουλάει στον κόσμο. Γι’ αυτό, άλλωστε, το ονομάσανε greek mafia, παρότι η cosa nostra δεν είναι έτσι.
Πέραν των δημοσιογραφικών κενών, υπάρχουν κενά και στο κομμάτι της ποινικής δίωξης και της ανακριτικής διαδικασίας; Έχει τεθεί ζήτημα γιατί το πληροφοριακό υλικό της ΕΥΠ δεν αξιοποιήθηκε ανακριτικά και στη δίκη, ενώ υπάρχει κατηγορούμενος αστυνομικός, ο κ. Δάβαλος, που τελεί ακόμα εν ενεργεία, αρχικά ως διευθυντής ασφάλειας Αττικής και μετά τις κρίσεις του υπουργείου, ως βοηθός γενικού αστυνομικού διευθυντή Αττικής, πώς γίνεται αυτό;
Οι δημόσιοι λειτουργοί εν ενεργεία μπορεί να είναι μέχρι να καταδικαστούν τελεσίδικα, αλλά θα πρέπει να είναι σε αναστολή καθηκόντων. Αλλά να τα πάρουμε ένα-ένα. Το γεγονός ότι μπορεί να υπήρξαν ελλείψεις στη στοιχειοθέτηση της κατηγορίας και του ανακριτικού υλικού, όπως μάθαμε από τα μίντια ότι δήλωσε ο εισαγγελέας, είναι η μία διάσταση του προβλήματος, που μπορεί να οφείλεται σε πολλούς παράγοντες: στην ενδεχόμενη ατομική αμέλεια κάποιων, στην εσκεμμένη αδιαφορία των υπευθύνων, στα εμπόδια που μπορεί ατύπως να θέτει ένα σύστημα από μέσα, σε απειλές αντιποίνων, στην υποστελέχωση και στην έλλειψη υποδομών των αρμόδιων υπηρεσιών. Επομένως, πρέπει, να μας προβληματίσει σοβαρά για ποιο λόγο έφθασε έτσι η υπόθεση στη δίκη, να το δούμε στο σύνολό του και κάποιος αρμόδιος να δώσει απαντήσεις για όλα αυτά. Αλλά εδώ τίθεται και ένα άλλο ζήτημα: ο εισαγγελέας που έκανε αυτές τις δηλώσεις, μπορεί να τις καταθέσει επίσημα κάπου και να «πιάσουν τόπο»; Ή πάλι, ελέγχεται αν όντως έτσι ήταν; Όσον αφορά στον κ. Δάβαλο, έχω διαβάσει και εγώ αυτές τις πληροφορίες και θα έπρεπε ήδη να έχει κινηθεί διαδικασία, ώστε να απαντηθεί αν θα έπρεπε να είναι ή όχι στη θέση του. Έχει γίνει τέτοια διαδικασία από το υπουργείο ή τον εισαγγελέα; Αυτό δεν το γνωρίζω, αλλά δείχνει την ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται το ζήτημα: έτσι καλλιεργείται η εντύπωση στον κόσμο, αλλά και στους αστυνομικούς, ότι απλά τον «άφησαν έξω», ανεξαρτήτως αν αθωώθηκε. Αυτό έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και για την αντίληψη που οικοδομείται στον κόσμο για τους θεσμούς, αλλά λειτουργεί και «διαπαιδαγωγικά» στο τι μπορεί να κάνει κάποιος άλλος συνάδελφός του, χωρίς επιπτώσεις.
Να μας σχολιάσετε λίγο παραπάνω τη στάση της κυβέρνησης στο ζήτημα; Το δόγμα «νόμος και τάξη» που είχε υπερασπιστεί, φαίνεται να είναι σαθρό. Ο αρμόδιος υπουργός, Τ. Θεοδωρικάκος, δήλωσε άγνοια της υπόθεσης και μόνο μετά από δημοσιεύματα που μιλούσαν για την αστυνομική έρευνα για συνομιλίες αστυνομικών με ανθρώπους της νύχτας, αποφάσισε να στείλει την υπόθεση στην υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων και στην Εισαγγελία.
Το δόγμα νόμος και τάξη αφορούσε πάντα την εγκληματικότητα του δρόμου. Η κυβέρνηση έχει αποτύχει στο θέμα της ασφάλειας και της αντιμετώπισης της εγκληματικότητας και της «μικρής» και της «μεγάλης» και αυτό είναι προφανές από τα ποιοτικά και όχι από τα ποσοτικά στοιχεία. Το βάρος που έχει δοθεί στο λεγόμενο εισαγόμενο οργανωμένο έγκλημα, έχει αφήσει στο περιθώριο του ενδιαφέροντος το οργανωμένο έγκλημα που σχετίζεται με την οικονομία, τις σχέσεις με το πολιτικό σύστημα και με επιμέρους συστήματα εξουσίας, εκεί, δηλαδή, που το οργανωμένο και το οικονομικό έγκλημα «συγχωνεύονται». Από τις υποθέσεις που έχουν έρθει στη δημοσιότητα τα τελευταία δέκα χρόνια βλέπουμε ότι υπάρχει μια μερίδα πληθυσμού που συμβιώνει και πηγαινοέρχεται ανάμεσα στην παρανομία, την πολιτική και το ποινικο-κατασταλτικό σύστημα (π.χ. περίπτωση Πάτση, Κολωνού). Δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο και δεν είναι πρωτάκουστο. Η διαφθορά και το έγκλημα είναι μέρος συστημάτων εξουσίας. Ειδικότερα τώρα για την αστυνομία, αν προκύπτει μια υπόθεση διαφθοράς, πράγματι πρέπει να αναλάβει η υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων, η οποία υπάγεται απευθείας στον αρχηγό της ΕΛΑΣ. Είναι επομένως παράδοξη η δήλωση του κ. υπουργού και κατά τη γνώμη μου τον εκθέτει. Αλλά το θέμα είναι από εκεί και πέρα τι γίνεται. Δεν είναι μόνο η διαδικασία, είναι και πως εφαρμόζεται ο νόμος κατ’ ουσίαν και, τέλος, πώς αντιμετωπίζονται τέτοια φαινόμενα. Πολύ φοβάμαι ότι η αντιμετώπιση περιορίζεται σε επιχειρησιακές επεμβάσεις, ενώ θεμελιώδες είναι το ερώτημα: γιατί κάποιος αστυνομικός αποφασίζει να εμπλακεί σε παράνομες δραστηριότητες. Υπάρχουν ζητήματα για το οργανωμένο έγκλημα που δεν τα έχουμε θέσει και δεν τα αντιμετωπίζουμε σοβαρά.
Υπάρχει, λοιπόν, τρόπος να θωρακίσουμε τον θεσμό της αστυνομίας μπροστά στο φαινόμενο της διαπλοκής;
Υπάρχουν πολλοί τρόποι. Δεν πρόκειται για μία διαδικασία που θα δώσει αποτελέσματα σε έναν μήνα. Χρειάζονται επεμβάσεις π.χ. στις ευκαιρίες –προκλήσεις της διαφθοράς, όπως το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των οίκων ανοχής, των εκδιδόμενων προσώπων, των τυχερών παιχνιδιών, των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος κλπ. Χρειάζονται αλλαγές στην εσωτερική λειτουργία της αστυνομίας, από τη διαδικασία κρίσεων ιδίως της ανώτατης ηγεσίας, έως την εκπαίδευση και τις εργασιακές συνθήκες, τον τρόπο και έλεγχο διεξαγωγής έρευνας, τα πρωτόκολλα που δεν υπάρχουν για τη συγκέντρωση ανακριτικού υλικού, την εξειδίκευση κλπ. Επίσης έχει σημασία να νιώθουν οι αστυνομικοί ότι μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να υπονομεύονται, ότι αξίζει τον κόπο να διακινδυνεύσουν. Από την άλλη, δεν έχει νόημα να παρέμβουμε στην αστυνομία και να αφήσουμε τη δικαιοσύνη στο απυρόβλητο. Το ποινικο-κατασταλτικό σύστημα είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Υπάρχουν, λοιπόν, διέξοδοι, αλλά δεν είναι τεχνικές μέθοδοι, ούτε αυτοματοποιημένοι τρόποι. Μια μεταρρύθμιση θα ξεκινούσε τώρα, θα ολοκληρωνόταν σε δύο-τρία χρόνια και την αποτίμησή της θα την κάναμε σε πέντε. Το αντέχει αυτό το πολιτικό σύστημα και μια πιθανή κυβέρνηση της Αριστεράς;
Και όσον αφορά στη δικαιοσύνη, πώς μπορούμε να τη θωρακίσουμε; Υπάρχει η αίσθηση πως δύσκολα μπορεί να υπάρξει καταδίκη σε υποθέσεις μεγάλου οργανωμένου εγκλήματος, να θυμίσουμε την υπόθεση του Noor 1.
Για να «συλλάβουμε» μεγάλες υποθέσεις, πρέπει να εστιάσουμε στα προβλήματα απρόσκοπτης εκπλήρωσης των καθηκόντων τω δικαστικών λειτουργών, στο φόρτο εργασίας, στην υποστελέχωση, και κυρίως στη διασφάλιση της επαγγελματικής και φυσικής προστασίας των δικαστικών λειτουργών, την προστασία της δικαστικής έρευνας και, επιπλέον, στην εκπαίδευση σε σύγχρονες κοινωνικές και νομικές επιστήμες, όπως η Εγκληματολογία, που δεν διδάσκεται στη Σχολή Δικαστών, όπως η βιωματική προσέγγιση της φυλακής κλπ. Κρίσιμο, επίσης, είναι το θέμα της προστασίας μαρτύρων, που στην Ελλάδα έχει απαξιωθεί. Κορυφαίο ζήτημα είναι η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης: ποιος ορίζει τους ανώτατους δικαστές. Ειδικά για την Αριστερά πρέπει να ανοίξει αυτό το ζήτημα.
Τζέλα Αλιπράντη