Συνεντεύξεις

Σοφία Καραγιάννη: «Θέλω να κάνω χρήσιμο θέατρο»

Ο Πάβελ Ιβάνοβιτς, ένας φιλόδοξος κι αδίστακτος τυχοδιώκτης, πηγαίνει από πόλη σε πόλη, για να εξαγοράσει σε εξευτελιστική τιμή τους δουλοπάροικους που έχουν πεθάνει στη δεκαετία που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο απογραφές, δηλαδή τις νεκρές ψυχές, που οι αφέντες τους εξακολουθούν να πληρώνουν γι’ αυτούς κεφαλικό φόρο. Σκοπός του είναι να χρησιμοποιήσει τα ονόματα των νεκρών εργατών προκειμένου να αποκτήσει μια υψηλή θέση στη ρωσική κοινωνία. Η βραβευμένη ομάδα GAFF καταπιάνεται με ακόμα ένα μεγάλο λογοτεχνικό έργο και ανεβάζει για πρώτη φορά σε θεατρική απόδοση τις Νεκρές ψυχές του Νικολάι Γκόγκολ, σε σκηνοθεσία και ελεύθερη απόδοση-διασκευή της Σοφίας Καραγιάννη.
 
Η εικόνα μιας κοινωνίας με όλα τα κουσούρια της και το ηθικό και πνευματικό τέλμα της αστικής υποκρισίας, αναδύονται στο έργο του Γκόγκολ. Μέσα από το ανελέητο χιούμορ και την παράλογη συμπεριφορά των γαιοκτημόνων, βγαίνει στην επιφάνεια με τον πιο ανάγλυφο τρόπο η αγωνία του μεγάλου αυτού Ρώσου συγγραφέα να κρατήσει τη συνείδηση του λαού του καθαρή και την ψυχή του ζωντανή. Η αγορά των νεκρών ψυχών μοιάζει λογική και οι χαρακτήρες του έργου μάς γίνονται ξαφνικά οικείοι. Και εύλογα προκύπτει το ερώτημα, οι νεκρές ψυχές μήπως τελικά είναι οι ζωντανοί;
 
Η σκηνοθέτρια Σοφία Καραγιάννη μιλά στην Εποχή για τις προκλήσεις που αντιμετώπισε ανεβάζοντας τις Νεκρές ψυχές και τους τρόπους που το έργο συνδιαλέγεται με το σήμερα.
 
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που κληθήκατε να αντιμετωπίσετε στις Νεκρές ψυχές;
 
Καταρχάς, είχαμε να κάνουμε με ένα κείμενο το οποίο δεν είχε τελειώσει. Δεν είχε αρχή, μέση και τέλος. Ένα κείμενο που είχε αρχή, κάπου εκεί στη μέση αρχίζει να χάνεται.
 
Ταυτόχρονα, υπήρξε πολύ μεγάλη προσωπική αγωνία του συγγραφέα να απευθύνεται μόνιμα στον λαό. Ας μην ξεχνάμε, είναι ένας λαός πριν την επανάσταση και ο συγγραφέας μιλάει πολύ καθαρά και ευθέως για το δύσκολο τσαρικό καθεστώς και την ύπαρξη κυρίως του αδύναμου, πώς είναι ο αδύναμος άνθρωπος. Εδώ, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με ένα κείμενο όπου βλέπουμε την τύχη και τη μοίρα των μουζίκων, των χωρικών που περιγράφει, όχι από τη μεριά των μουζίκων, από τη μεριά των γαιοκτημόνων. Αυτό, για μένα, είχε πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και παράλληλα ήταν τεράστια πρόκληση. Το πώς βλέπουν οι ισχυροί τον αδύναμο. Έχει νόημα η ψυχή; Έχει αξία; Έχει κέρδος; Μπορεί και νά ’χει. Αν σκεφτούμε ότι κάποιοι πάνω σε νεκρές ψυχές, αδικοχαμένες ψυχές, παίρνουν 41% και κάνουν ολόκληρη πολιτική καμπάνια πάνω στις νεκρούς.
 
Ο ήρωας του Γκόγκολ αγοράζει νεκρές ψυχές γιατί θέλει να ανέλθει κοινωνικά. Κατά ποιο τρόπο η ίδια η φιλοδοξία του διαβρώνει το χαρακτήρα του; Τον διαβρώνει ή είναι κάτι το οποίο του έχει τροφοδοτηθεί το περιβάλλον που έχει μεγαλώσει;
 
Μιλάμε για μια εποχή που, όπως περιγράφει ο Γκόγκολ και σε άλλα κειμενά του, είναι πολύ σημαντικό να ανέλθει κάποιος, να είναι υπάλληλος, έστω να κατέχει μια ασήμαντη θέση, όπως είναι η θέση του γραφιά. Ο Γκόγκολ περιγράφει με μια ασύλληπτη δαιμονική ιδέα έναν μηχανισμό, με τον οποίο ο ήρωας στο κυνήγι του να ανέλθει, πατάει σε μια απάτη. Αγοράζει δουλοπάροικους οι οποίοι είναι νεκροί. Όμως εξαιτίας της μεγάλης έκτασης που είχε η ρωσική αυτοκρατορία και επειδή κάθε δέκα χρόνια γινόταν η απογραφή, έχουμε να κάνουμε με ψυχές, οι οποίες ενώ δεν υπάρχουν, συνεχίζουν να φαίνονται σαν ζωντανές μέχρι να γίνει η επόμενη απογραφή και όχι μέχρι ο γαιοκτήμονας να δηλώσει τον θάνατό τους. Προσπαθεί να ανέλθει μέσω αυτής της απάτης, αγοράζοντας νεκρές ψυχές, γιατί ξέρει ότι ο σαθρός κρατικός μηχανισμός δεν θα του το αρνηθεί – και φυσικά δεν του το αρνείται οπότε πραγματικά επιδοτείται.
 
Ο τρόπος που λειτουργήσαμε σε αυτήν την παράσταση είχε να κάνει κυρίως με την ανάγκη να δείξουμε ότι όσο περισσότερο κάποιος μπαίνει στο αβυσσαλέο κυνήγι του χρήματος ή μιας ανώτερης θέσης οικονομικά και κοινωνικά, δεν μπορεί να μην χάσει κάτι από τον εαυτό του. Ο λόγος που ήθελα προσωπικά να υπάρχει αυτό το στοιχείο, έχει να κάνει με το ότι και εδώ δεν αποδίδεται, για άλλη μια φορά, δικαιοσύνη. Μοιάζει τελικά να είναι ζητούμενο, όχι μόνο του συγγραφέα και των συγγραφέων όλων των εποχών, το πόσο απροστάτευτοι μπορεί να είμαστε απέναντι στην απόδοσή δικαιοσύνης. Δεν ξέρω γιατί ανά τους αιώνες η δικαιοσύνη εμποδίζεται να κάνει το έργο της. Αυτό είναι ένα ερώτημα που έρχεται να απαντήσει το 2025 ο Γκόγκολ και μας λέει από πού πραγματικά εμποδίζεται η δικαιοσύνη. Μπορεί και εμείς να το ξέρουμε, αλλά καμιά φορά έρχονται αυτά τα υπέροχα κείμενα για να καθαρίσει λίγο περισσότερο η σκέψη μας, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα.
 
Λέει ο Γκόγκολ στο έργο: «Μήπως υπάρχει στον κόσμο κανένα κομμάτι από τον Τσίτσικοφ;». Υπάρχει μεταίχμιο σε αυτή την κατάσταση «ζωής» και «θανάτου»;
 
Το ερώτημα αν υπάρχει ένα κομμάτι μας που να συνδέεται με τον Τσίτσικοφ είναι κάτι που απαντούν οι θεατές με το τέλος της παράστασης και μου αρέσει πάρα πολύ που με πολύ μεγάλη γενναιότητα απαντούν ότι τελικά υπάρχει σε όλους μας ένα κομμάτι που μας συνδέει με αυτό. Ενώ μπορεί να έχει αλλάξει η εποχή, με έναν τρόπο είμαστε τόσο εγκλωβισμένοι σε αυτό το καταναλωτικό προφίλ, που έχει ισχυροποιηθεί πολύ στις σύγχρονες κοινωνίες, ώστε μοιάζει να είναι και για εμάς εμμονικό το να αποκτήσουμε αγαθά ή μια θέση λίγο πιο ισχυρή. Βλέπω γύρω μου νεότερους ανθρώπους να προσπαθούν να ανέλθουν με τρόπο που εν τέλει οδηγεί να αρχίζουν να χάνουν την ψυχή τους. Παιδιά που δουλεύουν ατελείωτες ώρες με ελάχιστα χρήματα σε απρόσωπες εταιρείες, με αμοιβές πραγματικά αξιοθρήνητες, προκειμένου να εξασφαλίσουν κάτι καλύτερο. Αυτό είναι σίγουρα ένα στοιχείο που μας συνδέει με το σήμερα. Τον τρόπο που κινείται ο ήρωας τον έχει καθορίσει το οικογενειακό ή κοινωνικό περιβάλλον του, ώστε η επιθυμία του να είναι να ανέλθει. Νομίζω ότι το ίδιο συμβαίνει και σήμερα.
 
Οι «Νεκρές ψυχές» είναι ένα από τα πιο γοητευτικά κείμενα που έχω διαβάσει. Σατανικά γοητευτικό, ύπουλο, σατιρικό, επικίνδυνο. Είναι ένα βαθιά πολιτικό έργο. Νομίζω ότι με έναν τρόπο συνδέεται με τις προηγούμενες δουλειές μας. Είναι σαν να έρχεται πάλι στη δική μας σκηνική σκακιέρα ένας κοινός παρονομαστής: η απόδοση της δικαιοσύνης, το τι μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο από έναν άλλον άνθρωπο. Αυτό έχει να κάνει πάρα πολύ με τη μνήμη.
 
Οι δύο τελευταίες σας δουλειές έχουν έντονο πολιτικό στοιχείο. Σας ενδιαφέρει το πολιτικό θέατρο;
 
Δεν ξέρω αν με ενδιαφέρει το πολιτικό θέατρο. Το θέατρο που με ενδιαφέρει είναι το θέατρο που εγώ ονομάζω χρήσιμο. Ιδανικά θέλω να συμβαίνει στη σκηνή κάτι, ώστε αυτή η αφήγηση της ιστορίας να είναι χρήσιμη στον θεατή. Δεν ερχόμαστε ούτε ως μεσσίες ούτε ως προφήτες να δώσουμε λύσεις. Σε αυτά τα κείμενα τίθενται πολύ σπουδαία ερωτήματα. Ακόμα και αν ο θεατής δεν μπορεί να δώσει μία συγκεκριμένη απάντηση, αισθάνομαι ότι πολλές φορές μπαίνει στη διαδικασία, έστω και για λίγο, να υπερασπιστεί κάτι και αυτό το θεωρώ πολύ σημαντικό.
 
Σκηνοθεσία – ελεύθερη απόδοση – διασκευή: Σοφία Καραγιάννη, σύμβουλος δραματουργίας: Σβετλάνα Μαμαλούι, σκηνικά – κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα, πρωτότυπη μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης, επιμέλεια κίνησης: Μαργαρίτα Τρίκκα, σχεδιασμός φωτισμών: Βασιλική Γώγου, βοηθός σκηνοθέτη: Μαρία Χαριτοπούλου, μακιγιάζ: Στέλλα Χατζοπούλου, φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου.
 
Παίζουν (αλφαβητικά): Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Διονύσης Λάνης, Γιάννης Μάνθος, Χρήστος Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Πασσάς.
 
Παραστάσεις: έως 11 Μαΐου, κάθε Παρασκευή και Σάββατο, στις 9μμ και Κυριακή στις 7μμ, στο θέατρο Θησείον – Ένα θέατρο για τις τέχνες.
 
Ράνια Παπαδοπούλου