Συνεντεύξεις

Σοφία Αυγερινού – Κολώνια : «Το νέο χωροταξικό για τον τουρισμό επιβάλλει σαν νόμιμο ό,τι ήδη έχει προηγηθεί»

Συζητήσαμε με την ομότιμη καθηγήτρια της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ, Σοφία Αυγερινού – Κολώνια με αφορμή τη δημοσιοποίηση και την έναρξη της διαβούλευσης για το «Νέο Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τον Τουρισμό» και την αντίστοιχη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Η κ. Αυγερινού ειδικεύεται επιστημονικά σε πεδία που καλύπτει το νέο πλαίσιο. Στην «Εποχή» διατυπώνει τις ανησυχίες της για το φαινόμενο του «υπερτουρισμού» και προσεγγίζει ορισμένες πλευρές του νέου νομοθετήματος.
 
Δόθηκε για διαβούλευση το Νέο Ειδικό Χωροταξικό για Τουρισμό με έμφαση, όπως διατείνεται η κυβέρνηση, ως προς το πώς θα αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις στο περιβάλλον. Θα θέλατε να κάνετε ένα πρώτο σχόλιο;
 
Χρειάζεται προσεκτική μελέτη για να αξιολογήσουμε το νομοθέτημα, το οποίο είναι εκτεταμένο και αναλυτικό. Υπενθυμίζω πως θα νομοθετηθεί με τη μορφή Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) κι όχι νομοσχεδίου που θα περάσει από το ελληνικό κοινοβούλιο. Πρέπει να μελετηθεί συστηματικά. Ωστόσο, η πρώτη, διαγώνια ματιά δείχνει πως το σχέδιο ενισχύει τις διαμορφωμένες τάσεις των τελευταίων χρόνων. Προτάσσει τις ιδιωτικές τουριστικές επενδύσεις, συγκεκριμένα το τουριστικό real estate, σύνθετες και ολοκληρωμένες αναπτύξεις τουριστικών υποδομών σταθερού παραθερισμού, ακόμη και την περαιτέρω ενίσχυση του μαζικού τουρισμού. Ενισχύει την εκτός σχεδίου δόμηση, προτείνοντας μονάδες τεσσάρων και πέντε αστέρων. Χαρακτηρίζεται από ασάφεια ως προς τη χωροθέτηση των εναλλακτικών μορφών τουρισμού, παρά την εκτενή αναφορά σ’ αυτές (σε εφαρμογή του Ν. 4582/ 2018 για τον Θεματικό Τουρισμό). Η προτεινόμενη από το ΥΠΕΝ ΚΥΑ βασίζεται, δυστυχώς, σε ρυθμίσεις ειδικού σχεδιασμού και εξαιρέσεων, που επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια των μνημονιακών χρόνων. Η τάση αυτή συνεχίζεται αδιάλειπτα ως σήμερα, με τα πρόσφατα Ειδικά Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια (Ν. 4759/2020), τα οποία προωθούνται με γρήγορους και συχνά συνοπτικούς πολεοδομικούς και περιβαλλοντικούς ελέγχους. Ουσιαστικά ο Ν. 4759/ 2020 για τον εκσυγχρονισμό της χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας και τα εργαλεία του εξυπηρέτησαν την προώθηση τουριστικών επενδύσεων. Από το 2019, μάλιστα, ενισχύονται μέσω αυτών συστηματικά και προνομιακά οι σχετικές ιδιωτικές επενδύσεις, συμβάλλοντας στην περαιτέρω ιδιωτικοποίηση του χώρου και του χωρικού σχεδιασμού. Σημειώνουμε, τέλος, τη σημαντική έλλειψη ενός κοστολογημένου σχεδίου δράσης για την εφαρμογή της ΚΥΑ. Η διαβούλευση, ωστόσο, για την προτεινόμενη ΚΥΑ κλείνει στις 15 Σεπτεμβρίου. Ο χρόνος είναι αρκετός, αν και θερινός! Ως τότε πρέπει, λοιπόν, να αναπτυχθεί τεκμηριωμένη, συστηματική προσέγγιση και συμβολή στο υπό συζήτηση σχέδιο.
 
 
Αν εφαρμοστεί κατά γράμμα το Νέο Ειδικό Χωροταξικό, θα μπορέσουμε να αποφύγουμε ή να μειώσουμε τις συνέπειες του υπερτουρισμού που φαίνεται πως ήδη πλήττει συγκεκριμένες περιοχές;
 
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε όλες τις πτυχές του από τώρα. Ωστόσο, το βασικό στοιχείο κριτικής είναι πως η προτεινόμενη ΚΥΑ δεν φαίνεται να ακολουθεί τις βασικές αρχές ορθολογικού σχεδιασμού. Αντιμετωπίζουμε μια διαμορφωμένη χωρική πραγματικότητα από τις συνθήκες των τελευταίων ετών που ήδη αναφέρθηκαν, την οποία η ΚΥΑ καλείται να «ρυθμίσει». Η ρητορική του ΥΠΕΝ επαγγέλλεται, μάλιστα, τις έννοιες της βιωσιμότητας, της φέρουσας ικανότητας κ.ο.κ. Στην πραγματικότητα θα λέγαμε ότι η προτεινόμενη ΚΥΑ επιχειρεί να «επιβεβαιώσει» την ήδη δημιουργημένη χωρική συνθήκη. Παράλληλα, διαφαίνεται μια σύγχυση ως προς τον χαρακτήρα των επιπέδων σχεδιασμού. Έχουμε μια συνθήκη με χωρικές κατευθύνσεις για τις προτεινόμενες πέντε ενότητες, φθάνοντας μέχρι βραχονησίδες ή εγκαταλελειμμένους οικισμούς, ενώ απουσιάζει η αντίστοιχη εθνική στρατηγική. Δεν υπάρχουν ούτε καν γενικές κατευθύνσεις. Κατά τη γνώμη μου, ένα τέτοιου είδους νομοθέτημα θα έπρεπε να διαπραγματεύεται την έννοια του Εθνικού Τουριστικού Προϊόντος δια μέσου της χωρικής του έκφρασης, δηλαδή της επιθυμητής τουριστικής εικόνας της χώρας, εξειδικευμένη κατά περιοχές και να καθορίζει την τουριστική πολιτική δια μέσου μιας ικανοποιητικής προστασίας και ήπιας ανάδειξης των φυσικών και πολιτιστικών πόρων. Με άλλα λόγια, η πρόταση αυτή θα έπρεπε να συγκροτείται στη βάση της σύνθεσης τριών παραμέτρων: χώρο-εδαφικές ενότητες (με βάση την έννοια της χωρικής συνοχής), τουριστική αγορά (προσφορά-ζήτηση) και διάρθρωση του Εθνικού Τουριστικού Προϊόντος.
 
 
Γιατί δεν είχαμε ως τώρα ένα τέτοιο σχέδιο; Πώς πορευτήκαμε μέχρι σήμερα σε σχέση με την περιβαλλοντική επιβάρυνση που προέκυπτε από τον τουρισμό; Και τα αναφέρω αυτά, γιατί η λειψυδρία χτυπάει ήδη συγκεκριμένες περιοχές και η φέρουσα ικανότητα αρκετών περιοχών φαντάζει από τώρα εξαντλημένη.
 
Υπήρχαν σχέδια τέτοιου είδους που δεν εφαρμόστηκαν, ήδη από την πρώτη δεκαετία του 2000. Σκεφτείτε πως η ΚΥΑ του 2013 απορρίφθηκε από το ΣτΕ για διαδικαστικούς λόγους λειτουργίας του Εθνικού Συμβούλιου Χωροταξίας… Εγκαίρως, όμως, το 2017 ανατέθηκε εκ νέου η μελέτη του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τον Τουρισμό. Σήμερα, επτά χρόνια αργότερα, παραλαμβάνουμε και συζητάμε το προϊόν αυτής της μελέτης που ανατέθηκε από την τότε ηγεσία του ΥΠΕΝ. Επίσης πρέπει να σημειωθεί πως όλη η αναφορά στα ζητήματα των εναλλακτικών μορφών τουρισμού της προτεινόμενης ΚΥΑ βασίζεται στον Ν. 4582/2018. Σήμερα, όμως, βρισκόμαστε σε μια εντελώς διαφορετική συνθήκη. Όπως διαβάζουμε από τη μελέτη του ΣΕΤΕ για το 2023, το ένα από τα τρία ευρώ που εισάγονται στη χώρα μας, προέρχεται από τον τουρισμό. Να μη μιλήσουμε για τη βαρύτητα της τουριστικής απασχόλησης στο σύνολο της εθνικής, τα έμμεσα, ακόμα και τα άτυπα, εισοδήματα. Ο τουρισμός ως δραστηριότητα αποτελεί έναν τομέα μεγάλης βαρύτητας για την οικονομική ζωή της χώρας. Με αυτήν την έννοια, κάθε κριτική για τα θέματα του πρέπει να είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη και ουσιαστική.
 
 
Αειφόρος ανάπτυξη και πρόνοιες για ανθεκτικότητα είναι περίπου πασπαρτού τρόποι να μιλάμε για την οικονομία, την χωροταξία, τις πόλεις. Από την άλλη, πολίτες και φορείς φαίνεται να μην συμπεριλαμβάνονται στον διάλογο. Δεν είναι αντιφατικό κάτι τέτοιο;
 
Τα ζητήματα αυτά τα έχουμε δει συνολικά, στη διαχρονία τους και υπό το πρίσμα μιας παγκόσμιας οπτικής. Με αυτήν την έννοια, και μόνο ως παραδείγματα, σκεφτείτε πως η έννοια του «βιώσιμου τουρισμού» καθιερώθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού ήδη από το 1995. Το 2002 είχαμε την καθιέρωση της έννοιας του «υπευθύνου τουρισμού» στη διάσκεψη του Κέιπ Τάουν, παράλληλα με την Παγκόσμια Διάσκεψη Κορυφής του ΟΗΕ για την Αειφόρο Ανάπτυξη. Υπάρχουν συγκεκριμένες κατευθύνσεις που καθοδηγούν τους γνωσιακούς και τους άλλους πόρους μας και προκύπτουν από την Ατζέντα 2030 για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Μπορούμε να εφαρμόσουμε την καθιερωμένη έννοια της «φέρουσας ικανότητας του περιβάλλοντος» ως κριτήριο πολιτικής. Με άλλα λόγια εργαλεία έχουμε. Για να κλείσουμε, θα μπορούσαμε να προτείνουμε παρακάτω ορισμένες αρχές για την επίτευξη ενός ανταγωνιστικού και αειφόρου τουρισμού: υιοθέτηση μιας ολιστικής και ολοκληρωμένης προσέγγισης, μακροπρόθεσμος σχεδιασμός, κατάλληλος (βιώσιμος) βηματισμός του ρυθμού ανάπτυξης, συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων μερών, χρήση των βέλτιστων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, ελαχιστοποίηση και διαχείριση των κινδύνων και πρόληψη των επιπτώσεων από την κλιματική αλλαγή, κοστολόγηση, καθορισμός περιορισμών και η τήρησή τους και η εν γένει παρακολούθηση του σχεδιασμού.
 
Βασίλης Ρόγγγας