Είναι καιρός να αποδεχθούμε ότι η πανδημία άλλαξε τον τρόπο της ύπαρξης μας για πάντα. Τώρα το ανθρώπινο είδος οφείλει να ξεκινήσει την τεράστιας δυσκολίας και επίπονη πορεία που θα οδηγήσει στην απόφαση της μορφής που θα λάβει η «νέα κανονικότητα».
Ο πλανήτης έζησε με την πανδημία το μεγαλύτερο μέρος του 2020, αλλά ποια είναι η κατάσταση σήμερα, αρχές Δεκεμβρίου, στο μέσο αυτού που τα Ευρωπαϊκά ΜΜΕ ονομάζουν «δεύτερο κύμα»; Πρώτον, ας σημειώσουμε ότι η διάκριση μεταξύ πρώτου και δεύτερου κύματος επικεντρώνεται στην Ευρώπη. Στη Λατινική Αμερική ο ιός ακολούθησε διαφορετική πορεία. Κορυφώθηκε μεταξύ των δύο ευρωπαϊκών κυμάτων και τώρα, καθώς η Ευρώπη υποφέρει από το δεύτερο κύμα, η κατάσταση στη Λατινική Αμερική άρχισε κάπως να βελτιώνεται.
Πρέπει επίσης να έχουμε κατά νου τις διαφοροποιήσεις του τρόπου με τον οποίο η πανδημία επηρεάζει διαφορετικές τάξεις (οι φτωχοί έχουν πληγεί περισσότετερο), διαφορετικές φυλές (στις ΗΠΑ, οι μαύροι και οι Λατίνοι έχουν υποφέρει πολύ περισσότερο) και τα διαφορετικά φύλα.
Και πρέπει να επικεντρωνόμαστε ειδικά στις χώρες που η κατάσταση είναι τόσο κακή – λόγω πολέμου, φτώχειας, πείνας και βίας- που η πανδημία θεωρείται το μικρότερο κακό. Όπως για παράδειγμα η Υεμένη. Όπως έγραφε η Γκάρντιαν «σε μια χώρα που την χτυπούν από παντού αρρώστιες, ο κορονοϊός με το ζόρι καταγράφεται. Ο πόλεμος, η πείνα και οι καταστροφικές περικοπές της ανθρωπιστικής βοήθειας έχουν κάνει αβίωτη την κατάσταση για τους κατοίκους της Υεμένης». Το ίδιο συνέβη και κατά τον σύντομο πόλεμο μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, που η πανδημία πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Παρά ταύτα και παρά αυτές τις επιπλοκές, υπάρχουν ορισμένες γενικές παρατηρήσεις που μπορούμε να κάνουμε συγκρίνοντας το δεύτερο κύμα με την κορύφωση του πρώτου κύματος.
Τι ανακαλύψαμε για τον ιό
Κατ’ αρχήν, κάποιες ελπίδες συνετρίβησαν. Η ανοσία της αγέλης δε φαίνεται να δουλεύει. Και οι θάνατοι είναι σε επίπεδα ρεκόρ στην Ευρώπη, οπότε καταρρέει η ελπίδα ότι έχουμε να κάνουμε με μια ηπιότερη μορφή του ιού και ας απλώνεται περισσότερο.
Επίσης, έχουμε να κάνουμε με πολλές άγνωστες παραμέτρους, ειδικά σε σχέση με τον τρόπο διάδοσης του ιού. Σε κάποιες χώρες, αυτή η πίεση έχει οδηγήσει στην παθιασμένη αναζήτησή ενόχων, όπως στις ιδιωτικές κατ΄οίκον συγκεντρώσεις και στους χώρους εργασίας. Η φράση που ακούς συχνά, ότι πρέπει να «μάθουμε να ζούμε με τον ιό» εκφράζει απλώς τη συνθηκολόγησή τους με αυτόν.
Αν και τα εμβόλια δημιουργούν ελπίδες, δεν πρέπει να περιμένουμε ότι δια μαγείας θα θέσουν τέλος σε όλα τα προβλήματα και η παλιά κανονικότητα θα επιστρέψει. Η διανομή των εμβολίων θα είναι το μέγιστο ηθικό τεστ: θα κατορθώσει να επιβιώσει η αρχή της οικουμενικής διανομής, που θα καλύψει όλη την ανθρωπότητα ή θα διαλυθεί μέσα σε ευκαιριακούς συμβιβασμούς;
Είναι επίσης προφανές ότι οι όλο και γίνονται πιο ορατοί οι περιορισμοί του μοντέλου που ακολουθούν πολλές χώρες – εκείνες με στόχο την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ της καταπολέμησης της πανδημίας και της επιβίωσης της οικονομίας. Το μόνο πράγμα που φαίνεται να λειτουργεί πραγματικά είναι το ακραίο λοκντάουν. Για παράδειγμα, στην πολιτεία της Βικτώριας στην Αυστραλία, τον Αύγουστο είχαν 700 νέα κρούσματα την ημέρα, αλλά στα τέλη Νοεμβρίου, το Bloomberg ανέφερε ότι «πέρασαν 28 ημέρες χωρίς νέα κρούσματα, ένα αξιοζήλευτο ρεκόρ την ώρα που οι ΗΠΑ και πολλές ευρωπαϊκές χώρες παλεύουν με την αύξηση των κρουσμάτων και τα ανανεούμενη λοκνταουν».
Σε σχέση με την ψυχική υγεία, σήμερα μπορούμε, εκ των υστέρων, να πούμε, ότι η αντίδραση των ανθρώπων στην κορύφωση του πρώτου κύματος ήταν φυσική και υγιής, ενάντι της απειλής: επικεντρώθηκαν στην αποφυγή της επιμόλυνσης. Ήταν λες και δεν είχαν, οι περισσότεροι εξ αυτών, χρόνο να ασχοληθούν με ψυχικά προβλήματα. Αν και σήμερα συζητάμε ευρέως για ψυχικά προβλήματα, ο κυρίαρχος τρόπος που οι άνθρωποι αντιδρούν στην πανδημία είναι έναν παράξενο μείγμα διάσπαρτων στοιχείων. Αν και υπάρχει αύξηση των μολύνσεων, στις περισσότερες χώρες δεν έχουν πάρει πολύ σοβαρά την πανδημία. Στη Δυτική Ευρώπη πολλοί ανησυχούν αν θα μπορέσουν να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα και να ψωνίσουν, ή αν θα μπορέσουν να κάνουν τις καθιερωμένες τους χειμερινές διακοπές.
Από το φόβο στην κατάθλιψη
Ωστόσο, αυτή η θέση του «η ζωή συνεχίζεται» – ένδειξη ότι με κάποιο τρόπο έχουμε μάθει να ζούμε με τον ιό – είναι μάλλον το αντίθετο του τρόπου που θσ χαλαρώναμε αν το χειρότερο είχε περάσει. Εμπεριέχει αδιάσπαστα απελπισία, παραβιάσεις των κρατικών κανονισμών και διαμαρτυρίες εναντίον τους. Κι αφού δεν υπάρχει ξεκάθαρη προοπτική, εδώ λειτουργεί κάτι βαθύτερο από το φόβο: περάσαμε από τον φόβο στην κατάθλιψη. Νοιώθουμε φόβο όταν υπάρχει μια ξεκάθαρη απειλή, και ματαίωση όταν εγείρονται εμπόδια ξανά και ξανά και μας εμποδίσουν να φτάσουμε σε αυτό που τόσο επιθυμούμε. Αλλά η κατάθλιψη είναι σημάδι ότι η ίδια η επιθυμία μας εξαφανίζεται.
Την αίσθηση αυτή, του αποπροσανατολισμού, τη δημιουργεί το γεγονός ότι διαταράχθηκε η ξεκάθαρη, ως τώρα, σχέση αιτίας και αιτιατού. Στην Ευρώπη, για λόγους που παραμένουν ακόμη αδιευκρίνιστοι, ο αριθμός των μολύνσεων μειώνεται στη Γαλλία και αυξάνεται στη Γερμανία. Χωρίς κανείς να γνωρίζει γιατί, χώρες που ως πριν δύο μήνες θεωρούνταν πρότυπα στην αντιμετώπιση της πανδημίας, σήμερα είναι τα χειρότερα της θύματα. Οι επιστήμονες εξετάζουν διάφορες υποθέσεις, αλλά και αυτό το γεγονός ενδυναμώνει την αίσθηση της σύγχυσης και συνεισφέρει στην ψυχική κρίση.
Ο αποπροσανατολισμός μεγαλώνει ακόμη περισσότερο από το μείγμα διαφορετικών επιπέδων που χαρακτηρίζει την πανδημία. Ο Κριστιάνο Ντρόστεν, ο κορυφαίος Γερμανός ιολόγος, τόνισε ότι η πανδημία δεν είναι απλά ένα επιστημονικό ή υγειονομικό φαινόμενο, αλλά μια φυσική καταστροφή. Κι εδώ οφείλει κανείς να προσθέσει ότι είναι επίσης ένα κοινωνικό, οικονομικό και ιδεολογικό φαινόμενο: όλα αυτά τα στοιχεία εμπεριέχονται στο ίδιο της το αποτέλεσμα.
Οι αυτοκτονίες στην Ιαπωνία έχουν φτάσει στο υψηλότερο σημείο τα τελευταία πέντε χρόνια. Σύμφωνα με το CNN, τον Οκτώβριο που μας πέρασε, αυτοκτόνησαν περισσότεροι από το σύνολο των θυμάτων της πανδημίας στη χώρα το 2020, και εκείνοι που επηρεάστηκαν περισσότερο ήταν οι γυναίκες. Ωστόσο, οι περισσότεροι αυτοκτόνησαν εξ αιτίας των δυσχερειών στο οποίες βρέθηκαν λόγω πανδημίας, οπότε οι θάνατοι αυτοί είναι παράπλευρες απώλειες.
Και είναι και ο αντίκτυπος της πανδημίας στην οικονομία. Στα δυτικά Βαλκάνια τα νοσοκομεία έχουν ξεπεράσει τα όρια. Ένας γιατρός στη Βοσνία είπε «ένας από μας μπορεί να κάνει τη δουλειά τριών, αλλά όχι πέντε ανθρώπων». Όπως μετέδωσε το France24, κάποιος δεν μπορεί να καταλάβει την κρίση χωρίς να θυμηθεί «την κρίση της εξόδου επιστημονικού δυναμικού (brain drain), την έξοδο πολλά υποσχόμενων νεαρών γιατρών και νοσοκόμων που εγκατέλειψαν τις χώρες τους για να αναζητήσουν καλύτερα μεροκάματα και πρακτική εξάσκηση στο εξωτερικό». Άρα, τα καταστροφικά αποτελέσματα της πανδημίας ξεκάθαρα προκαλούνται και από την μετανάστευση του εργατικού δυναμικού.
Αποδεχόμενοι την εξαφάνιση της κοινωνικής ζωής
Μπορούμε, λοιπόν, με ασφάλεια να καταλήξουμε πως ένα είναι βέβαιο: αν η πανδημία όντως προχωρήσει σε τρία κύματα, ο γενικός χαρακτήρας κάθε κύματος θα είναι διαφορετικός, το πρώτο κύμα επικέντρωσε την προσοχή μας, όπως είναι λογικό, στα θέματα υγείας, πως θα μπορέσουμε να εμποδίσουμε τον ιό να απλωθεί πέρα από τα ανεκτά επίπεδα. Γι’ αυτό και οι περισσότερες χώρες αποδέχθηκαν τις καραντίνες, την κοινωνική απόσταση κλπ. Παρότι ο αριθμός των μολύνσεων είναι πολύ μεγαλύτερος στο δεύτερο κύμα, ο φόβος των μακροπρόθεσμων οικονομικών συνεπειών συνεχίζει να αυξάνεται. Και αν τα εμβόλια δεν εμποδίσουν το τρίτο κύμα, είναι βέβαιο ότι αυτό θα επικεντρωθεί στην ψυχική υγεία, στις καταστροφικές συνέπειες της εξαφάνισης αυτού που θεωρούμε κανονική κοινωνική ζωή. Γι’ αυτό ακόμη και αν τα εμβόλια δουλέψουν, η ψυχική κρίση θα επιμείνει.
Το κορυφαίο ερώτημα που αντιμετωπίζουμε είναι το εξής: πρέπει να προσπαθήσουμε να επιστρέψουμε στην «παλαιά» κανονικότητα; ή πρέπει να αποδεχθούμε ότι η πανδημία είναι ένα από τα σημάδια ότι μπαίνουμε σε μία μετα-ανθρώπινη εποχή (μετά-ανθρώπινη με βάση την κυρίαρχη αίσθηση του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος); Και αυτή είναι ξεκάθαρα μια επιλογή που δεν αφορά μόνον την ψυχική μας υγεία, αλλά είναι μια επιλογή κατά κάποιον τρόπο «οντολογική΄γ», αφορά στη συνολική μας σχέση με αυτό που βιώνουμε ως πραγματικότητα.
Οι συγκρούσεις για τον τρόπο που είναι καλύτερος στην αντιμετώπιση της πανδημίας δεν είναι συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών ιατρικών απόψεων, είναι σοβαρές υπαρξιακές συγκρούσεις. Να πως εξηγεί την άρνηση του να φορέσει μάσκα ο Μπρέντεν Ντίλλυ, παρουσιαστής σώου στο Τέξας: «Καλύτερα νεκρός παρά κορόιδο (dork). Και επιμένω, με όλη τη σημασία των λέξεων. Καλύτερα να πεθάνω παρά να μοιάζω σαν ηλίθιος εδώ πέρα» . O Ντίλλυ αρνείται να φορέσει μάσκα διότι, κατ’ αυτόν, το να κυκλοφορεί φορώντας μάσκα είναι ασύμβατο με την θεμελιώδη ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Ποια είναι η θεμελιώδης μας στάση απέναντι στην ανθρώπινη ζωή. Είμαστε – όπως ο Ντίλλυ – φιλελεύθεροι που απορρίπτουμε κάθε καταπάτηση των προσωπικών μας ελευθεριών; είμαστε εργαλειακοί έτοιμοι να θυσιάσουμε χιλιάδες ζωές για την οικονομική ευημερία της πλειοψηφίας; είμαστε αυταρχικοί που πιστεύουν ότι μόνον ο πολύ αυστηρός κρατικός έλεγχος και η κρατικές ρυθμίσεις μπορούν να μας σώσουν; είμαστε Νιού έητζ πνευματιστές που θεωρούν ότι η πανδημία είναι προειδοποίηση της φύσης, η τιμωρία μας για την υπερεκμετάλλευση των φυσικών πηγών; κάθε μία από αυτές τις θέσεις στηρίζεται σε μία συγκεκριμένη οπτική για την φύση του ανθρώπου. Αφορά σε εκείνο το επίπεδο που, κατά έναν τρόπο, είμαστε όλοι μας φιλόσοφοι.
Με όλα αυτά ως δεδομένα, ο Ιταλός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν υποστηρίζει ότι εάν δεχθούμε τα μέτρα κατά της πανδημίας, αυτομάτως εγκαταλείπουμε τον ανοικτό κοινωνικό χώρο ως τον πυρήνα της ανθρώπινης μας υπόστασης, και μετατρεπόμαστε σε απομονωμένες μηχανές επιβίωσης, ελεγχόμενες από την επιστήμη και την τεχνολογία, υπηρέτες της κρατικής εξουσίας. Οπότε, ακόμη και όταν καίγονται τα σπίτια μας, πρέπει να βρίσκουμε το κουράγιο να συνεχίζουμε τη ζωή μας σα να μη τρέχει τίποτε, και εν τέλει να πεθάνουμε με αξιοπρέπεια. Γράφει: «Τίποτε από όσα κάνω δεν έχει νόημα, όταν το σπίτι καίγεται. Κι όμως, ακόμη κι όταν το σπίτι καίγεται είναι αναγκαίο να συνεχίσουμε όπως πριν, να κάνουμε τα πάντα με φροντίδα και ακρίβεια, ίσως και πιο πολύ από πριν, ακόμη κι όταν κανείς δε μας προσέχει. Ίσως η ίδια η ζωή εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης, ίσως καμμία μνήμη να μην μείνει από όσα είχαν γίνει, ότι κι αν σημαίνει αυτό. Όμως εσύ συνεχίζεις όπως πριν, είναι πολύ αργά για να αλλάξεις, δεν υπάρχει πια χρόνος».
Οφείλει να σημειωθεί μια ασάφεια στην επιχειρηματολογία του Αγκάμπεν: το «σπίτι που καίγεται», καίγεται λόγω της πανδημίας, της υπερθέρμανσης του πλανήτη κλπ; Ή το σπίτι μας πήρε φωτιά από τον τρόπο που (υπέρ)αντιδρούμε στην πραγματικότητα της πανδημίας;
«Σήμερα, η φλόγα άλλαξε την μορφή και τη φύση της, έγινε ψηφιακή, αόρατη και κρύα- αλλά για αυτό ακριβώς το λόγο είναι ακόμη πιο κοντά και μας περικυκλώνει κάθε στιγμή». Αυτές οι γραμμές ξεκάθαρα αντηχούν το Χάιντεγκερ: εντοπίζουν τον βασικό κίνδυνο στο πως η πανδημία ενισχύει τον τρόπο που η ιατρική επιστήμη και ο ψηφιακός έλεγχος ρυθμίζουν τις αντιδράσεις μας σε αυτήν.
Γιατί δεν μπορεί να συντηρηθεί ο παλιός τρόπος ζωής
Μήπως αυτό σημαίνει ότι, αν διαφωνήσουμε με τον Αγκάμπεν, θα πρέπει να αφεθούμε στην απώλεια της ανθρωπότητας και να ξεχάσουμε τις συνηθισμένες μας κοινωνικές ελευθερίες; Ακόμη και αν αγνοήσουμε το γεγονός ότι αυτές οι ελευθερίες είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο περιορισμένες από ότι φαίνεται, το παράδοξο είναι ότι μόνο περνώντας από το σημείο μηδέν αυτής της εξαφάνισης μπορούμε να κρατήσουμε χώρο ανοικτό για τις νέες ελευθερίες – που – έρχονται.
Αν επιμείνουμε στον παλιό μας τρόπο ζωής, μετά βεβαιότητας θα καταλήξουμε σε μία νέα βαρβαρότητα. Στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, οι νέοι βάρβαροι είναι ακριβώς αυτοί που βίαια διαμαρτύρονται ενάντια στα μέτρα κατά της πανδημίας εν ονόματι της προσωπικής ελευθερίας και αξιοπρέπειας – αυτοί σαν τον γαμπρό του Ντόναλντ Τραμπ, τον Τζάρεντ Κούσνερ, που, τον Απρίλιο, καμάρωνε ότι ο Τραμπ «απελευθερώνει τη χώρα από τους γιατρούς»- δηλαδή τους μόνους που μπορούν να μας βοηθήσουν.
Όμως, αξίζει να σημειωθεί ότι στην τελευταία παράγραφο του κειμένου του, ο Αγκάμπεν αφήνει ανοικτή την πιθανότητα μια νέα μετα-ανθρώπινη πνευματικότητα να αναδυθεί. «Σήμερα, το ανθρώπινο είδος εξαφανίζεται, σαν ένα πρόσωπο ζωγραφισμένο στην άμμο που το σβήνουν τα κύματα. Όμως, αυτό που παίρνει τη θέση του δεν έχει πια έναν κόσμο, είναι με το ζόρι μια γυμνή και άλαλη ζωή χωρίς ιστορία, στο έλεος των υπολογισμών της εξουσίας και της επιστήμης. Ίσως, πάλι, μόνο μέσα από αυτό το επερχόμενο ναυάγιο να μπορεί να εμφανιστεί κάτι άλλο, είτε αργόσυρτα είτε αιφνίδια – σίγουρα όχι θεός αλλά ούτε κι ένας άλλος; άνθρωπος- ένα άλλο ζώο ίσως, μια ψυχή που ζει με κάποιον άλλο τρόπο…»
Ο Αγκάμπεν εδώ υπαινίσσεται τη διάσημη παράγραφο από το Les mots et les choses* του Φουκώ, που αναφέρεται στο ανθρώπινο γένος, το οποίο εξαφανίζεται σαν πρόσωπο χαραγμένο στην άμμο, από τα κύματα της ακτής. Ήδη εκ του αποτελέσματος εισερχόμαστε σε μια εποχή που μπορεί να ονομαστεί μετα-ανθρώπινη. Η πανδημία, η υπερθέρμανση του πλανήτη και η ψηφιοποίηση των ζωών μας – συμπεριλαμβανόμενης της άμεσης ψηφιακής πρόσβασης και στον ψυχικό μας βίο – διαβρώνουν τις βασικές συντεταγμένες της ανθρωπιάς μας.
Λοιπόν, πως εφευρίσκεται η μετά-ανθρωπότητα; Να μία ένδειξη: αντιτιθέμενες στην χρήση προστατευτικής μάσκας, ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν αναφέρεται στο Γάλλο φιλόσοφο Εμανουέλ Λεβινά, και την άποψη του ότι το πρόσωπο «μου μιλά και άρα με προσκαλεί σε μια σχέση δυσανάλογη προς την ασκούμενη εξουσία». Το πρόσωπο είναι μέρος του σώματος ενός άλλου, από το οποίο γίνεται εμφανής η άβυσσος της αδιαμφισβήτητης μοναδικότητας του Άλλου. Το προφανές συμπέρασμα του Αγκάμπεν είναι ότι, καθιστώντας το πρόσωπο αόρατο, η μάσκα καθιστά αόρατη την ίδια την αόρατη άβυσσο που αντηχεί από το ανθρώπινο πρόσωπο. Σοβαρά τώρα;
Υπάρχει μια ξεκάθαρη φροϋδική απάντηση σε αυτό τον ισχυρισμό: ο Φρόυδ γνώριζε πολύ καλά γιατί, σε μια αναλυτική συνεδρία – εκεί που τα πράγματα σοβαρεύουν, δηλ. μετά τις προκαταρκτικές επαφές- ο ασθενής και ο αναλυτής δεν βρίσκονται αντιμέτωποι πρόσωπο με πρόσωπο. Το πρόσωπο είναι, στη βάση του, ένα ψέμα, η υπέρτατη μάσκα, και ο αναλυτής μπορεί μόνον να προσχωρεί στην άβυσσο του Άλλου μόνον ΧΩΡΙΣ να βλέπει το πρόσωπο του.
Η αποδοχή της πρόσκλησης της μετά-ανθρωπότητας είναι η μόνη μας ελπίδα. Αντί να ονειρευόμαστε «μια επιστροφή στην (παλιά) κανονικότητα», οφείλουμε να εμπλακούμε τη δύσκολη και επίπονη διαδικασία της κατασκευής μιας νέας κανονικότητας. Αυτή η κατασκευή δεν είναι ούτε ιατρικό ούτε οικονομικό ζήτημα. Είναι ένα βαθιά πολιτικό ζήτημα: υποχρεούμεθα να εφεύρουμε μία νέο μορφή της όλης κοινωνικής μας ζωής.
Slavoj Zizek
Την απόδοση στα ελληνικά έκανε η Λαμπρινή Θωμά
Πηγή: The Press Project