«Σηκώθηκε ένα κύμα και μας σκέπασε»
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, 1995, Πρόλογος στο βιβλίο του Θ. Σκυλακάκη
Στη δημόσια συζήτηση των τελευταίων ημερών έγινε αρκετός λόγος για τα συλλαλητήρια του 1992. Τα σχόλια περιορίστηκαν όμως στην αριθμητική σύγκριση του συγκεντρωμένου πλήθους και στο προφανές γεγονός ότι, ενώ το 1992 τα συλλαλητήρια ήταν οργανωμένα «από τα πάνω», υπήρξαν δηλαδή έργο κινητοποίησης του κρατικού μηχανισμού, την περασμένη Κυριακή τον πρώτο λόγο είχε ένα πολυπλόκαμο δίκτυο οργανώσεων «από τα κάτω».
Αλλά το πραγματικό ερώτημα δεν απαντήθηκε. Γιατί εκείνο που έχει σήμερα σημασία είναι να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα από τις πολιτικές συνέπειες που είχαν εκείνες οι μαζικές συγκεντρώσεις;
Οταν μιλάμε για συλλαλητήρια του 1992, εννοούμε τις δύο μεγάλες λαϊκές συγκεντρώσεις που πραγματοποιήθηκαν στη Θεσσαλονίκη (14.2.1992) και την Αθήνα (10.12.1992). Οι αρχές εκείνου του χρόνου έβρισκαν τις ελληνικές πολιτικές δυνάμεις σε μια μεταβατική φάση.
Μετά την πολιτική κρίση του 1989-1990 που είχε οδηγήσει σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις και σε δύο αναγκαστικές συγκατοικήσεις, τη συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας – Συνασπισμού υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη και στη συνέχεια την οικουμενική υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα, ο Κώστας Μητσοτάκης είχε πετύχει να αναδειχτεί πρωθυπουργός, με οριακή όμως πλειοψηφία.
Το ΠΑΣΟΚ ήταν πληγωμένο και αφοσιωμένο από τον Μάρτιο του 1991 στη δίκη για το σκάνδαλο Κοσκωτά με κύριο κατηγορούμενο τον αρχηγό του κόμματος, Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο Συνασπισμός, με πρόεδρο τη Μαρία Δαμανάκη, είχε ήδη υποστεί τον ακρωτηριασμό με την αποχώρηση του ΚΚΕ από τις τάξεις του, με γραμματέα την Αλέκα Παπαρήγα.
Σε αυτό το κλίμα ήταν υποχρεωμένη η χώρα να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις που είχαν προκύψει από την κατάρρευση του ανατολικού συνασπισμού και τη διάλυση της ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας.
Ηδη στις 11 και 23.12.1990 είχαν πραγματοποιηθεί οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές στη «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Στις 27.1.1991 είχε εκλεγεί πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Κίρο Γκλιγκόροφ και στις 17.2.1991 η Βουλή της χώρας είχε τροποποιήσει το όνομά της σε «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Στις 8.9.1991 διενεργήθηκε δημοψήφισμα στη χώρα με το ερώτημα «Είστε υπέρ ενός κυρίαρχου και ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους, με το δικαίωμα να συμμετέχει σε μια μελλοντική ένωση κυρίαρχων γιουγκοσλαβικών κρατών;». Η συμμετοχή ανήλθε στο 71,85 % και υπέρ ψήφισε η συντριπτική πλειοψηφία (95,05%).
Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν να δημιουργήσει στις 17.10.1991 «Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων» με έδρα τη Θεσσαλονίκη και να δηλώσει στις 13.11.1991 ότι «η Ελλάδα δεν είναι διατεθειμένη να αναγνωρίσει κράτος ανεξάρτητο που θα φέρει το ιστορικό ελληνικό όνομα της Μακεδονίας».
Ενόψει της συνόδου του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών της Ε.Κ., το υπουργικό συμβούλιο κατέληξε στις 4.12.1991 σε τρεις όρους:
α) Να αλλάξουν τα Σκόπια την ονομασία «Μακεδονία».
β) Να αναγνωρίσουν ότι δεν έχουν βλέψεις ή διεκδικήσεις εις βάρος της χώρας μας.
γ) Να αναγνωρίσουν ότι δεν υπάρχει στην Ελλάδα «μακεδονική» μειονότητα.
Το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της Ε.Κ. στις 16.12.1991 αποδέχτηκε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την αναγνώριση της Σλοβενίας και Κροατίας.
Ως προς το ζήτημα που ενδιέφερε την Ελλάδα, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι αν αυτή η Δημοκρατία επιθυμεί την αναγνώρισή της, τότε οφείλει: «Να δεσμευτεί ότι θα υιοθετήσει συνταγματικές και πολιτικές εγγυήσεις, ότι δεν έχει εδαφικές διεκδικήσεις απέναντι σε γειτονικό κράτος-μέλος της Κοινότητας και ότι δεν θα μετέρχεται εχθρικής προπαγάνδας εναντίον γειτονικού κράτους-μέλους της Κοινότητας, περιλαμβανομένης και της χρήσης ονομασίας, η οποία υποδηλώνει εδαφικές διεκδικήσεις».
Η ομόφωνη αυτή απόφαση των ευρωπαϊκών κρατών προβλήθηκε τότε από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ως πλήρης επικράτηση των ελληνικών θέσεων. Ομως το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το ΠΑΣΟΚ, θεώρησε ότι υπήρξε υποχώρηση και ότι έπρεπε να τεθεί ως όρος ότι δεν θα περιλαμβάνεται στο όνομα του νεοσύστατου κράτους όχι μόνο η λέξη «Μακεδονία», αλλά και τα παράγωγά της.
Φυσικά κάτι παρόμοιο δεν υπήρξε στη συμφωνία, όσο κι αν ο τότε υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς επιχείρησε αργότερα να υποστηρίξει ότι δεν χρειαζόταν να υπάρξει ρητός αποκλεισμός του όρου «Μακεδονία» από την απόφαση των Ευρωπαίων υπουργών, εφόσον αυτός διατηρούσε το δικαίωμα του βέτο.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Αριστοτέλη Τζιαμπίρη, «όπως φάνηκε ξεκάθαρα στη μετέπειτα στάση του στο ζήτημα, ο Σαμαράς υποτίμησε ή παρανόησε την πιθανότητα μια ονομασία όπως Ανω Μακεδονία ή Μακεδονία του Βαρδάρη να είναι τουλάχιστον συζητήσιμη, αν όχι αποδεκτή», σύμφωνα με την ευρωπαϊκή απόφαση («Διεθνείς σχέσεις και Μακεδονικό Ζήτημα», εκδ. ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα 2003, σ. 53).
Από εκείνη τη στιγμή, το ζήτημα πήρε τη μορφή εσωτερικού προβλήματος στην Ελλάδα. Με το ΠΑΣΟΚ να απορρίπτει κάθε προοπτική συνεννόησης και συμβιβασμού, και με τον Αντ. Σαμαρά να ποντάρει στην απρόσμενη δημοφιλία που του προσέφερε η προβολή του ως «σκληρού» και «ανυποχώρητου», ο Κ. Μητσοτάκης βρέθηκε αντιμέτωπος με το δίλημμα να προχωρήσει σε μια πολιτική που πίστευε ή να ακολουθήσει κι αυτός το ρεύμα της εποχής.
Γνωρίζουμε ότι επέλεξε το δεύτερο, συντάχθηκε δηλαδή με τις απαιτήσεις του εθνικιστικού κλίματος που είχε αρχίσει να διαπερνά και τα μέσα ενημέρωσης. Από «ενδοτικός» έγινε κι αυτός μέσα σε λίγες μέρες «μαξιμαλιστής».
Τα συλλαλητήρια ήρθαν να δυναμιτίσουν το ήδη υπονομευμένο κλίμα. Υποτίθεται ότι το πρώτο μεγάλο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης διοργανώθηκε από «Επιτροπή πολιτών», στην οποία μετείχαν επιφανείς πολίτες της πόλης, από τον δήμαρχο Ν. Κοσμόπουλο και τον πρόεδρο της ΔΕΘ Α. Μπακατσέλο, τους πρυτάνεις των Πανεπιστημίων, τους προέδρους των Ιδρυμάτων έως και επίλεκτα στελέχη κομμάτων, από τα οποία δεν έλειπε και ο Στέλιος Νέστωρ του Συνασπισμού.
Ψυχή της ομάδας και συντάκτης της Διακήρυξής της ο δημοσιογράφος Νικόλαος Μέρτζος, ο οποίος είχε χρηματίσει αντιπρόεδρος της χουντικής Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά τότε ήταν ήδη προσωπικός σύμβουλος του Κ. Μητσοτάκη.
Πρέπει να θυμηθούμε ότι αυτή η Επιτροπή συγκροτήθηκε στις 17.1.1992. Τα μεσάνυχτα της περασμένης μέρας είχε εκδοθεί η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου που είχε συγκροτηθεί για την υπόθεση Κοσκωτά με κατηγορούμενο τον Ανδρέα Παπανδρέου και στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Και ο μεν πρώην πρωθυπουργός κρίθηκε αθώος, αλλά το κλίμα μεταξύ των κομμάτων δεν επέτρεπε κανενός είδους συνεννόηση.
Σύμφωνα με τον Θ. Σκυλακάκη, στενό συνεργάτη του Κ. Μητσοτάκη, «οι άνθρωποι που απάρτιζαν την Επιτροπή δεν έκαναν του κεφαλιού τους. Πριν αναλάβουν οποιαδήποτε δημόσια πρωτοβουλία, ρώτησαν το υπουργείο Εξωτερικών το οποίο είχε την ευθύνη της ακολουθούμενης πολιτικής έναντι των Σκοπίων. Ο κ. Σαμαράς, χωρίς να ενημερώσει τον τότε πρωθυπουργό, έδωσε το πράσινο φως για το συλλαλητήριο».
Οπως εξήγησε ο κ. Μέρτζος, ο ίδιος δεν πρόφτασε να ενημερώσει τον πρωθυπουργό για το περιεχόμενο του συλλαλητηρίου, και όταν δημοσιεύτηκε η πρόσκληση για τις 14 Φεβρουαρίου ο Κ. Μητσοτάκης βρισκόταν στην Ιταλία για ξεκούραση.
Ο Θ. Σκυλακάκης περιγράφει ως εξής τη συνέχεια: «Μετά την επιστροφή του [Μητσοτάκη] από τους πρώτους που επικοινώνησαν μαζί του ήταν ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας [κ. Καραμανλής], ο οποίος του επισήμανε τους κινδύνους που έκρυβε το συλλαλητήριο. Ο κ. Μητσοτάκης, όμως, ο οποίος –παρά τις “υποχρεωτικές” υπέρ του συλλαλητηρίου δημόσιες δηλώσεις του– συμμεριζόταν απολύτως αυτή την άποψη, δεν μπορούσε πλέον να εμποδίσει την πραγματοποίησή του, γιατί από την ώρα που το θέμα είχε φτάσει στη δημοσιότητα, υπήρχε ο κίνδυνος, αν δημόσια το παρεμπόδιζε, να αναλάβουν τη διοργάνωσή του ανεξέλεγκτα στοιχεία».
Αυτή είναι η επίσημη άποψη του Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος προλογίζει το βιβλίο του συνεργάτη του, ομολογώντας ότι «τα πράγματα ξέφυγαν» από τα χέρια του.
«Δημιουργήθηκε», γράφει ο Μητσοτάκης, «μια ανεξέλεγκτη δυναμική σε έναν λαό που επέδειξε για το συγκεκριμένο θέμα πολύ μεγάλη ευαισθησία. Σηκώθηκε ένα κύμα και μας σκέπασε. Η οριακή πλειοψηφία που είχα στη Βουλή οδήγησε και στη δική μου αναποτελεσματικότητα».
Το μόνο επιχείρημα που βρήκε ο κ. Μητσοτάκης για να αποτρέψει την αναγνώριση της νέας ανεξάρτητης χώρας με το όνομα «Μακεδονία» από την Ιταλία και τη Γερμανία ήταν ότι, αν συμβεί αυτό, η κυβέρνησή του θα πέσει.
Αυτό εξήγησε στις 14 Ιανουαρίου στη Βόνη προς τους ομολόγους του Τζ. Αντρεότι και Χ. Κολ. Ο δε Σαμαράς, τη μέρα της «Διακήρυξης των Μακεδόνων» (17.1.1992) απέστειλε στους Ευρωπαίους ομολόγους του επιστολή, ζητώντας να μην περιληφθεί η λέξη «Μακεδονία» στο όνομα της ΠΓΔΜ.
Η μαζικότητα του συλλαλητηρίου στη Θεσσαλονίκη στις 14.2.1992 σφράγισε τις εξελίξεις. Ακολούθησαν οι συσκέψεις των πολιτικών αρχηγών (18.2 και 13.4.1992), με σημαντικότερη τη δεύτερη, η οποία κατέληξε στην αποπομπή Σαμαρά, αλλά και την υιοθέτηση από όλα τα κόμματα πλην του ΚΚΕ της γραμμής του.
Ετσι απορρίφθηκαν όλες οι ευνοϊκές προτάσεις των διεθνών οργανισμών (πακέτο Πινέιρο, συμφωνία Βανς-Οουεν), με τον Μητσοτάκη να επικαλείται την ύπαρξη της εσωκομματικής του αντιπολίτευσης (Εβερτ, Κανελλόπουλος, Δήμας) ως δικαιολογία για την υιοθέτηση της «μαξιμαλιστικής» στάσης. Το συλλαλητήριο της Αθήνας, επίσης διοργανωμένο από τον κρατικό μηχανισμό, απλώς επέτεινε το αδιέξοδο.
Τον Φεβρουάριο του 1993, λίγες εβδομάδες δηλαδή μετά το συλλαλητήριο της Αθήνας, ο πρωτεργάτης του πρώτου συλλαλητηρίου Νικόλαος Μέρτζος έκανε στροφή 180 μοιρών.
Εκφράζοντας την αρχική θέση Μητσοτάκη, με δηλώσεις του στη γαλλική «Libération» υποστήριξε την ανάγκη «ιστορικού συμβιβασμού» των δύο κρατών: «Χωρίς μια λύση αποδεκτή και από το ένα και από το άλλο μέρος, θα υπάρχει πάντα κίνδυνος περιπέτειας στα Βαλκάνια. Θα χρειαστεί ο όρος Μακεδονία να φαίνεται, για να προσδιορίζεται το νέο κράτος».
Σύμφωνα με ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στον ελληνικό Τύπο, «ο κ. Μέρτζος φέρεται ότι δήλωσε πως σε περίπτωση επιλογής γεωγραφικού όρου σε μια σύνθετη ονομασία, όπως Μακεδονία του Βορρά, θα υπάρξει κρίση, επειδή ο όρος υπονοεί επανένωση, όπως ακριβώς στην περίπτωση των δύο Βιετνάμ. Αντίθετα, θα ήταν αποδεκτή η ονομασία “σλαβομακεδονική”, “καθώς πρέπει να φανούμε ρεαλιστές”, από τη στιγμή που υπάρχει “διεθνής πίεση”» (εφημ. «Ελευθεροτυπία», 20.2.1993).
Ηταν όμως ήδη πολύ αργά. Από το Αρχείο του Γιάννη Βούλτεψη που έχει ενταχθεί στο Αρχείο του Ιδρύματος «Κωνσταντίνος Μητσοτάκης», διαπιστώνουμε ότι από τον Φεβρουάριο του 1993 έως την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη σχεδόν καθημερινά ανταλλάσσονταν μεταξύ Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ δηλητηριώδεις ανακοινώσεις για το ζήτημα.
Ο Α. Παπανδρέου σε αυτές τις ανακοινώσεις χαρακτηρίζεται «όψιμος μακεδονομάχος» και «υπερεθνικόφρων», αλλά ταυτόχρονα του καταλογίζεται ότι κι εκείνος ως πρωθυπουργός αναγνώρισε «στους Σκοπιανούς το δικαίωμα να λέγονται Μακεδόνες». Από την πλευρά του το ΠΑΣΟΚ κατηγορούσε ως «μειοδοτική» την πολιτική της Ν.Δ.
Η μετατροπή –μέσω των συλλαλητηρίων– ενός ζητήματος εξωτερικής πολιτικής σε μείζον ζήτημα του κομματικού ανταγωνισμού στο εσωτερικό της χώρας σφράγισε και τη στάση του ΠΑΣΟΚ όταν σχημάτισε κυβέρνηση μετά τις εκλογές του 1993. Μάλιστα ήταν εκείνο που προχώρησε και στο περίφημο «εμπάργκο» κατά της ΠΓΔΜ, απομονώνοντας όχι μόνο τη γειτονική αλλά και τη δική μας χώρα και ζημιώνοντας οικονομικά την ελληνική Μακεδονία.
Τρία χρόνια μετά τα πάνδημα συλλαλητήρια του 1992, στις 11.10.1995 διοργανώθηκε νέο συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη, με παρόμοια συνθήματα και στόχο αυτή τη φορά την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, από την οποία οι συγκεντρωμένοι ζητούσαν να μη διαπραγματευθεί το όνομα της Μακεδονίας. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής, τα κεντρικά συνθήματα ήταν «Οχι στην προδοσία» και «Κάτω τα χέρια από τη Μακεδονία».
Οργανωτής αυτή τη φορά ήταν μόνη της η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και κεντρικός ομιλητής ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων. Μόνο που το συλλαλητήριο του 1995 ήταν ένα χλομό κακέκτυπο της συγκέντρωσης του 1992.
Σύμφωνα με τις εφημερίδες των ημερών, δεν συγκεντρώθηκαν παρά λίγες εκατοντάδες, ωστόσο και πάλι επιχειρήθηκε να χρησιμοποιηθεί αυτή η περιθωριακή συγκέντρωση για να επηρεάσει την εξωτερική πολιτική: «Το συλλαλητήριο-σύναξη χριστιανών που οργάνωσε η Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης δεν συγκέντρωσε πολύ κόσμο –ήταν δεν ήταν 1.500– αλλά πιθανόν να δημιουργήσει προβλήματα και στην κυβέρνηση και στις μελλοντικές εξελίξεις στις σχέσεις μας με τα Σκόπια» (εφημ. «Αδέσμευτος Τύπος», 12.10.1995).
Ο λόγος της αποτυχίας ήταν σαφής. Εναν μήνα νωρίτερα, κάτω από την έντονη πίεση των ΗΠΑ και προς τις δυο πλευρές, και με δεδομένη την κατάρρευση της σκληρής γραμμής και των δύο πλευρών, είχε υπογραφεί από Ελλάδα και ΠΓΔΜ η «Ενδιάμεση Συμφωνία», με την οποία, χωρίς να λύνεται οριστικά το ζήτημα του ονόματος, έγινε δυνατή η εξομάλυνση των διμερών σχέσεων.
Τα οφέλη που προέκυψαν και για τις δύο πλευρές από την εξέλιξη αυτή είναι ορατά ακόμα και σήμερα. Οπως και οι ζημιές που προκλήθηκαν από τον εθνικιστικό πυρετό εκατέρωθεν των συνόρων και τα αδιέξοδα συλλαλητήρια.
Οι ναζί ντυμένοι «πατριώτες»
Μπορεί να έκαναν και την περασμένη Κυριακή αισθητή την παρουσία τους στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης οι χρυσαυγίτες (με την προκλητική εμφάνιση του Τάγματος Εφόδου υπό τον Κασιδιάρη και τη βεβήλωση του μνημείου του Ολοκαυτώματος), αλλά και πάλι ήταν τα συλλαλητήρια του 1992 τα πρώτα που επέτρεψαν στη ναζιστική οργάνωση να διεκδικήσει «ζωτικό χώρο» στα πολιτικά πράγματα της χώρας.
Μια αγνοημένη –αλλά καθόλου αμελητέα– παράπλευρη ζημιά του συλλαλητηρίου στην Αθήνα (10.12.1992) ήταν το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή βγήκε στον δρόμο δίπλα στους ειρηνικούς διαδηλωτές, μεταμφιεσμένη σε «πατριωτική» δύναμη, ενώ μετά το τέλος του συλλαλητηρίου επιδόθηκε σε οργανωμένες επιθέσεις με στόχο αυτούς που εκείνη θεωρεί αντιπάλους της. Τα συνθήματα, άλλωστε, της ταίριαζαν απόλυτα: «Στα όπλα – στα όπλα, να πάρουμε τα Σκόπια» και «Η λύση είναι μία, σύνορα με τη Σερβία».
Ο εκπαιδευτής των Ταγμάτων Εφόδου Γερμενής έχει διηγηθεί ότι εκείνη η εμφάνιση της ναζιστικής οργάνωσης τον έπεισε να την προσεγγίσει: «Ηταν αρχές της δεκαετίας του ’90, τότε που γίνονταν τα μεγάλα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό. Ηταν τότε που κατέβαινε ο κόσμος κατά χιλιάδες στην Ομόνοια, τα σχολεία σταματάγανε να δουλεύουνε, οι καθηγητές παίρνανε τις τάξεις τους και κατεβαίνανε στην Ομόνοια. Κατέβηκα κι εγώ, έπεσα πάνω στο γκρουπ της Χρυσής Αυγής. Ηταν πειθαρχημένοι, ήταν ωραίοι, πήρα ένα φέιγ βολάν, το διάβασα και μου άρεσε. Μου άρεσε η αρχαία Ελλάδα, ο Μεγαλέξανδρος, όλα αυτά μου αρέσανε» (συνέντευξη στον Θέμο Αναστασιάδη, AΝΤ1, 15.5.2012).
Τα μέσα ενημέρωσης της εποχής παρακολούθησαν αιφνιδιασμένα την απρόσμενη εμφάνιση ναζιστών στο κέντρο της Αθήνας. Ηταν η περίοδος που η ιδιωτική τηλεόραση έκανε τα πρώτα της βήματα.
Να πώς περιέγραφε από το δελτίο ειδήσεων του AΝΤ1 τις σκηνές αυτές ο Τέρενς Κουίκ:
«Και μέσα σ’ όλα, είχαμε και την εμφάνιση νεοναζί στην Αθήνα. Νεαροί ζηλωτές του Χίτλερ διάλεξαν τη σημερινή μέρα, του μεγάλου, του παλλαϊκού συλλαλητηρίου, για να κάνουν δυναμική εμφάνιση. Κραδαίνοντας ρόπαλα, έκαναν επιδρομές για να διαλύσουν καταλήψεις εγκαταλελειμμένων σπιτιών».
Ακολουθεί ρεπορτάζ με εικόνα από την προσπάθεια της αστυνομίας να κυνηγήσει τους ναζί. Ο ρεπόρτερ του καναλιού περιγράφει: «Πρόκληση νεοναζί στο κέντρο της Αθήνας. Αρβυλα, πέτσινα σακάκια, κοντό μαλλί, ρόπαλα, σβάστικες. Λίγο μετά το τέλος του παλλαϊκού συλλαλητηρίου εισβάλλουν σε υπό κατάληψη σπίτι στην οδό Λέλας Καραγιάννη, στην Κυψέλη. Σπάνε τζάμια, πετάνε δακρυγόνα».
Η Ελένη Κοκκίνη, μέλος της ΟΣΕ, περιγράφει στον φακό: «Ηταν με φούμο, στρατιωτικά ρούχα και σβάστικες, κρατάγανε μαχαίρια».
Ο ρεπόρτερ συμπληρώνει: «Δεκαπέντε λεπτά μετά εμφανίζονται στην οδό Σταυροπούλου. Τα ρόπαλα των νεοναζί στρέφονται πάνω σε δύο περαστικούς. Τον Αθανάσιο Υφαντή και τον Γεώργιο Σαπουνά».
Ο λόγος είναι ότι –όπως εξηγεί η Κοκκίνη– ο ένας τους φορούσε μια αντιναζιστική κονκάρδα: «Οταν το είδαν αυτό, αφηνιάσανε. Τους πλακώσανε και τους δύο».
Σύμφωνα με τον ρεπόρτερ, «τα ΜΑΤ αρχίζουν τις συλλήψεις. Λίγη ώρα αργότερα, τα ΜΑΤ εισβάλλουν στα γραφεία της οργάνωσης Χρυσή Αυγή στην οδό Κεφαλληνίας. Οι διμοιρίες κατευθύνονται σ’ ένα υπό κατάληψη κτίριο στην οδό Χέιδεν».
Μιλά ένας καταληψίας: «Ημασταν εδώ και είδαμε τις διμοιρίες να έρχονται. Εχουν περικυκλώσει το σπίτι».
Και ποια είναι η κατάληξη; Περιγράφει πάλι ο ρεπόρτερ του καναλιού: «Εντεκα άτομα προσάγονται στο 8ο Αστυνομικό Τμήμα. Σε βάρος ενός 17χρονου κουκουλοφόρου σχηματίζεται δικογραφία, γιατί έξω από την ΑΣΟΕΕ μοίραζε έντυπα αντεθνικού περιεχομένου. Οι υπόλοιποι αφέθησαν ελεύθεροι».
Με άλλα λόγια, οι χρυσαυγίτες που επιτέθηκαν και τραυμάτισαν πολίτες δεν διώχθηκαν, ενώ θεωρήθηκε ποινικό αδίκημα το μοίρασμα μιας προκήρυξης, η οποία χαρακτηρίστηκε «αντεθνική».
Η ομάδα της Χρυσής Αυγής ξανακρύφτηκε στα γραφεία της, ενώ με ανακοίνωσή της η οργάνωση επιβεβαίωσε τις επιθέσεις, φροντίζοντας βέβαια να ξεκαθαρίσει ότι «τα μέλη της δεν συνεπλάκησαν με κανέναν ανύποπτο και κανέναν διαδηλωτή, παρά μόνο με οργανωμένα αντεθνικά στοιχεία».
Αυτή η πρακτική ασυλία για τη δράση της ναζιστικής οργάνωσης θα διατηρηθεί από τότε έως τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Είναι γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή θεώρησε τότε κατάλληλη ευκαιρία να εμφανιστεί με τη μορφή πολιτικού κόμματος.
Εξηγεί ο ίδιος ο Μιχαλολιάκος:
«Στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, σε όλες τις πόλεις της Ελλάδος, αλλά και της ομογένειας, γίνονται συλλαλητήρια γεμάτα εθνικό πάθος. Η Χρυσή Αυγή συμμετέχει σε αυτά και συσπειρώνει γύρω της χιλιάδες Ελληνες πατριώτες» («Για μια Μεγάλη Ελλάδα σε μια Ελεύθερη Ευρώπη», Β΄ έκδοση, εκδ. Ασκαλών, Αθήνα 2000, σ. 72).
Λίγες βδομάδες μετά το συλλαλητήριο της Αθήνας, ο Μιχαλολιάκος αποφάσισε να εκδώσει εβδομαδιαία εφημερίδα. Και στο πρώτο φύλλο αυτού του εντύπου, το οποίο έφερε τον τίτλο «Χρυσή Αυγή», προβλήθηκε βέβαια και πάλι το Μακεδονικό, προκειμένου να αξιοποιηθεί το λαϊκό αίσθημα της εποχής και κυρίως να συγκαλυφθεί ο πραγματικός χαρακτήρας της οργάνωσης.
Με πρωτοσέλιδη φωτογραφία από το συλλαλητήριο και τίτλο «Κανένας συμβιβασμός για την Μακεδονία μας» η εφημερίδα υποστηρίζει ότι για το Μακεδονικό ευθύνονται –ποιοι άλλοι;– οι Εβραίοι.
Ενδιαφέρον έχει και η εξήγηση του «Φίρερ» για το πού βρέθηκαν εκείνη την εποχή χρήματα για την έκδοση εβδομαδιαίου φύλλου: «Τότε, ένας από τους πλέον εκλεκτούς συναγωνιστές, που ακόμη είναι ενεργός μέσα στις τάξεις της Χρυσής Αυγής, είχε την τύχη να κερδίσει ένα χρηματικό ποσό. Το απροσδόκητο αυτό έσοδο με οδήγησε στην απόφαση να ξεκινήσουμε την προσπάθεια για την έκδοση μιας εφημερίδας […] και μέσω της εφημερίδας να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε ένα πολιτικό κόμμα» («Εχθροί του καθεστώτος. Χρυσή Αυγή 1993-1998», εκδ. Ασκαλών, Αθήνα 2000, σ. 45).
Ο ανώνυμος μαικήνας του ναζισμού παραμένει άγνωστος. Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι από τα μυστικά κονδύλια του κρατικού μηχανισμού δαπανήθηκαν εκείνη την περίοδο σεβαστά ποσοστά για την επιτυχία των συλλαλητηρίων.
Η εθνική παραπληροφόρηση
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από τη μελέτη του Ευάγγελου Κωφού «Greece’s Macedonian Adventure: the Controversy over FYROM’s Independence and Recognition» (σ. 234-236). Ο κ. Κωφός υπήρξε ο επίσημος ιστορικός του ελληνικού κράτους για το Μακεδονικό και υπηρέτησε ως εμπειρογνώμονας του ΥΠΕΞ επί τουλάχιστον τρεις δεκαετίες.
Ξεκινώντας από τη γενικά αποδεκτή υπόθεση ότι οι Αρχαίοι Μακεδόνες αποτελούσαν μέρος του ελληνικού κόσμου και ότι η επικράτεια του Μακεδονικού Βασιλείου του Βασιλιά Φιλίππου συμπίπτει, λίγο-πολύ, με τη σημερινή ελληνική επαρχία της Μακεδονίας, επινοήθηκε το σύνθημα «Η Μακεδονία είναι ελληνική». Ηταν όμως ένα σύνθημα που αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία στην Ευρώπη, όπου οι άνθρωποι είχαν επί σειρά ετών συνδέσει το όνομα της Μακεδονίας με τη γιουγκοσλαβική επαρχία της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας».
Δεδομένης της απόλυτης σύγχυσης που επικρατούσε στα δυτικά μέσα ενημέρωσης κατά τη στιγμή της αποσύνθεσης της Γιουγκοσλαβίας, δεν ήταν έκπληξη το γεγονός ότι ορισμένοι σχολιαστές επέλεξαν να ερμηνεύσουν το σύνθημα αυτό και τα τεράστια συλλαλητήρια που ακολούθησαν στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες ελληνικές πόλεις ως μια ελληνική εθνικιστική κίνηση που επιχειρούσε να έχει κέρδη η ελληνική πλευρά από τη χαοτική κατάσταση με στόχο την προώθηση εδαφικών διεκδικήσεων στη γειτονική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Βεβαίως, οι παρατηρητές με έστω και στοιχειώδη γνώση της ελληνικής και βαλκανικής ιστορίας και πολιτικής μπορούσαν εύκολα να εντοπίσουν την παρεξήγηση σχετικά με τους όρους.
Παρ’ όλα αυτά, καθώς το σύνθημα έγινε η «κραυγή μάχης» των Ελλήνων που διαδήλωναν σε όλο τον κόσμο την αντίθεσή τους στην αναγνώριση του νέου κράτους που φέρει το όνομα της Μακεδονίας, η κυβέρνηση στα Σκόπια και οι υποστηρικτές της στο εξωτερικό επέλεξαν να αξιοποιήσουν ως προπαγανδιστικό τους κεφάλαιο αυτό το εσφαλμένο σύνθημα προκειμένου να δυσφημήσουν τα κίνητρα της Ελλάδας κατά την αντίθεσή της στην αναγνώριση της ΠΓΔΜ.
Η αντιπαράθεση γι’ αυτό το σύνθημα αποκαλύπτει περαιτέρω τη βαθμιαία διαμόρφωση των ελληνικών θέσεων κατά την κρίσιμη περίοδο του 1991-2.
Πράγματι, όσοι ανέλαβαν την πρωτοβουλία να επινοήσουν το σύνθημα την παραμονή του τεράστιου συλλαλητηρίου ενός εκατομμυρίου στη Θεσσαλονίκη τον Φεβρουάριο του 1992, δύσκολα θα μπορούσαν να φανταστούν ότι ο κόσμος στο εξωτερικό ήταν περισσότερο εξοικειωμένος με το μακεδονικό κράτος της Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, παρά με το αρχαίο βασίλειο της Μακεδονίας και τα όριά του πριν από 24 αιώνες.
Προτείνοντας αυτό το σύνθημα, είχαν δύο πράγματα κατά νου: αφενός, να υπογραμμίσουν την ελληνική ιστορία της Αρχαίας Μακεδονίας και μ’ αυτόν τον τρόπο αισθάνονταν ότι υπερασπίζονται δίκαια το συλλογικό δικαίωμα του λαού στην κληρονομιά του και, αφετέρου, να εκφράσουν με σταθερότητα την αποφασιστικότητά τους ότι δεν θα ανεχτούν την επανεμφάνιση των αλυτρωτικών πόθων της περιόδου του πολέμου για προσάρτηση της ελληνικής Μακεδονίας.
Αυτές οι αλυτρωτικές διαθέσεις κέρδιζαν μεγάλη δημοτικότητα στα Σκόπια και τη Σλαβομακεδονική Διασπορά.
Ως εκ τούτου, οι Ελληνες επεδίωξαν να καταστήσουν σαφές, urbi et orbi, ότι η Μακεδονία (δηλαδή η ελληνική επαρχία της Μακεδονίας) αποτελούσε αναπαλλοτρίωτη συνιστώσα του ελληνικού κράτους. Την εποχή εκείνη (1992) το κρατικά ελεγχόμενο Ελληνικό Ταχυδρομείο εξέδωσε μια σειρά γραμματοσήμων που απεικονίζουν αρχαίους και βυζαντινούς πολιτιστικούς θησαυρούς της Μακεδονίας με την ένδειξη «Η Μακεδονία ήταν και θα είναι πάντα ελληνική».
Μια παρενέργεια της εξάπλωσης του παραπλανητικού συνθήματος και της σχετικής παραφιλολογίας ήταν να μεταφέρει στο ελληνικό κοινό την αντίληψη ότι υπάρχει μόνο μία «Μακεδονία»: η ελληνική Μακεδονία. Το συμπέρασμα ήταν σαφές. Καθώς καμία άλλη περιοχή στα Βαλκάνια, εκτός από την ελληνική επαρχία της Μακεδονίας, δεν μπορούσε να συσχετιστεί ή να ταυτοποιηθεί με το αρχαίο βασίλειο της Μακεδονίας, θα ήταν ιστορικά παράλογο για μια σλαβική χώρα να αναλάβει το μακεδονικό όνομα ως επίσημο χαρακτηρισμό μιας νέας ανεξάρτητης κρατικής οντότητας.
Επεκτείνοντας το επιχείρημα αυτό, κανένας άλλος λαός, εκτός από τους Ελληνες, δεν είχε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το μακεδονικό όνομα είτε ως πολιτιστική-εθνοτική είτε ως γεωγραφική-περιφερειακή επωνυμία.
Οι Ελληνες «Μακεδονολόγοι» νέας κοπής, ακολουθώντας τρόπους παρόμοιους με εκείνους των Σλαβομακεδόνων συναδέλφων τους, σύντομα βρέθηκαν να οδηγούνται σε ολισθηρούς δρόμους, φτάνοντας ακόμη και να διαστρεβλώνουν τα ιστορικά δεδομένα, στην προσπάθειά τους να αναδιαμορφώσουν την ιστορία της Μακεδονίας προκειμένου να την προσαρμόσουν στις πολιτικές ανάγκες.
Προσπαθώντας να εδραιώσουν την τοποθέτηση ότι χώρες που βγαίνουν έξω από τα όρια της ελληνικής Μακεδονίας δεν έχουν καμία ιστορική δικαιολογία για την ιδιοποίηση του ονόματος «Μακεδονία» ή των παραγώγων του, αποκρύπτουν το γεγονός ότι στη σύγχρονη εποχή και σίγουρα από την εμφάνιση του Μακεδονικού Ζητήματος στον δέκατο ένατο αιώνα ήταν αποδεκτό, ακόμη και από τους Ελληνες ιστορικούς και πολιτικούς, ότι η Μακεδονία, ως γεωγραφική περιοχή του οθωμανικού κράτους, περιλάμβανε κατά προσέγγιση τα εδάφη της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας, της ΠΓΔΜ και της περιφέρειας Πιρίν της Βουλγαρίας.
Οπως ένα ξηρό δάσος τον Αύγουστο, η λογική του επιχειρήματος της «μίας και μοναδικής Μακεδονίας» έβαλε πυρκαγιά στη φαντασία του παραπληροφορημένου ελληνικού λαού στην Ελλάδα και τη Διασπορά.
Το πρώτο θύμα αυτής της κινητοποίησης ήταν η παραδοσιακή μεταπολεμική ελληνική πολιτική έναντι του φαινομένου του «μακεδονισμού». Ακόμη και οι προτάσεις για τη χρήση του όρου «Σλαβομακεδόνες» ή για οποιοδήποτε άλλο σύνθετο όνομα -για παράδειγμα «Μακεδονία του Βαρδάρη»- θεωρήθηκαν «εθνική προδοσία».
Το νέο ανεξάρτητο κράτος βαφτίστηκε «Σκόπια», τόσο στον δημόσιο λόγο όσο και σε επίσημα έγγραφα, ενώ οι κάτοικοί του αναφέρονται ως «Σκοπιανοί». Ακόμη και αυτό το κεντρικό «Μακεδονικό Ζήτημα» αποκαθάρθηκε ως «Σκοπιανό».
Διαβάστε
Athéna Skoulariki, Au nom de la nation. Le discours publique en Grèce sur la question macédonienne et le rôle des medias (1991-1995) (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Université Paris ΙΙ, Μάρτιος 2005).
Evangelos Kofos, «Greece’s Macedonian Adventure: the Controversy over FYROM’s Independence and Recognition» (στο συλλογικό Greece and the New Balkans, εκδ. Pella, Ν. Υόρκη 1999).
Τάσος Κωστόπουλος, Η απαγορευμένη γλώσσα. Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία, εκδ. Μαύρη Λίστα, Αθήνα 2000.
Θεόδωρος Σκυλακάκης, Στο όνομα της Μακεδονίας, εκδ. Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1995.
Αλέξανδρος Τάρκας, Αθήνα-Σκόπια. Πίσω από τις κλειστές πόρτες, εκδ. Λαβύρινθος, Αθήνα 1995.
Μιχ. Παπακωνσταντίνου, Το ημερολόγιο ενός πολιτικού. Η εμπλοκή των Σκοπίων, εκδ. Εστία, Αθήνα 1994.
Loring Danforth, Η μακεδονική διαμάχη. Ο εθνικισμός σε έναν υπερεθνικό κόσμο, μτφρ. Σπύρος Μαρκέτος, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1999.
Aristotle Tziampiris, Greece, European Political Cooperation and the Macedonian Question, εκδ. Ashgate, 2001.
Γιάννης Βαληνάκης – Σωτήρης Ντάλης, Το ζήτημα των Σκοπίων. Επίσημα κείμενα 1990-1996, εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα 1996.
Τάσος Κωστόπουλος
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών