Macro

Σκέψεις για τη στρατηγική του αναδυόμενου στεγαστικού κινήματος

Πρόσφατα δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η Εποχή ένα σχόλιο με τίτλο “Αριστερά χωρίς παλμό, κοινωνία χωρίς φωνή”. Θα πάρουμε αυτό το άρθρο ως αφορμή για μια συζήτηση περί στρατηγικής. Και οι δύο υπογράφοντες είμαστε μέλη της Ένωσης Ενοικιαστ(ρι)ών Θεσσαλονίκης, ωστόσο εδώ δεν εκπροσωπούμε κάποιες συμφωνημένες θέσεις, αλλά εκφράζουμε προσωπικές απόψεις.

Ο πυρήνας του επιχειρήματος του άρθρου είναι ότι, παρότι η στέγαση αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κοινωνικά προβλήματα της εποχής μας, οι Παγκόσμιες Ημέρες Δράσης δεν κατάφεραν να κινητοποιήσουν ευρύτερο κόσμο, και ιδιαίτερα τις δυνάμεις της Αριστεράς. Αυτή η σιωπή, υποστηρίζει ο συγγραφέας, αποκαλύπτει μια αυξανόμενη απομάκρυνση των προοδευτικών κομματικών οργανώσεων από τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας. “Όταν τα προβλήματα διογκώνονται και οι φορείς διεκδίκησης σιωπούν, η κρίση αξιοπιστίας βαθαίνει, όχι μόνο για τα ίδια τα σχήματα, αλλά και για την ιδέα της συλλογικής δράσης”.

Ο προβληματισμός αυτός είναι εύστοχος. Εδώ θέλουμε να βάλουμε όμως το ζήτημα σε διαφορετική βάση. Η μικρή προσέλευση στις κινητοποιήσεις δείχνει όχι συγκεκριμένα την αποτυχία της Αριστεράς, αλλά το μούδιασμα και την αμηχανία ολόκληρης της κοινωνίας μπροστά σε μια πρωτόγνωρη πρόκληση. Λόγω της ιδιαίτερης τροχιάς της, η χώρα μας δεν είχε ποτέ ισχυρό στεγαστικό κίνημα, και το ζήτημα απουσιάζει διαχρονικά από την ατζέντα κυβερνήσεων, οργανώσεων και κινημάτων. Η υπεράσπιση της ιδιόκτητης κατοικίας ως ανάχωμα στη στεγαστική επισφάλεια, το πεδίο στο οποίο κατεξοχήν ενεργοποιείται η Αριστερά, δεν ήταν ποτέ πιο επείγουσα από σήμερα, αλλά είναι πλέον σαφές ότι δεν αρκεί. Είναι η στιγμή για την ενεργοποίηση ενός νέου φαντασιακού γύρω από τη στέγαση, κάτι που μοιάζει δύσκολο σε ένα πλαίσιο στο οποίο το σπίτι υπήρξε πάντα ατομική-οικογενειακή υπόθεση και όχι κοινωνικό δικαίωμα.

Υπό αυτή την οπτική, οι Παγκόσμιες Ημέρες Δράσης για τη Στέγαση δεν φιλοδοξούν –ακόμα– να γίνουν εφαλτήριο μαζικών κινητοποιήσεων. Πολύ περισσότερο φέτος, που ήταν η πρώτη χρονιά υλοποίησης της πρωτοβουλίας και το κάλεσμα διακινήθηκε μόλις δύο εβδομάδες πριν. Η παρουσία ή απουσία πλήθους δεν είναι ασφαλές κριτήριο μέτρησης της δυναμικής που αρχίζει να δημιουργείται γύρω από το ζήτημα της κατοικίας. Η οργάνωση των πληττόμενων θέλει τη δουλειά του μυρμηγκιού: διαρκή, χαμηλόφωνη, αθέατη. Οι Ημέρες Δράσης έτσι θα γίνουν στιγμές κατά τις οποίες αναδεικνύεται η δουλειά βάσης και όχι μια επέτειος για να μετρήσουμε τις δυνάμεις που αναλογούν σε χώρους και οργανώσεις. Η δουλειά βάσης, ωστόσο, προϋποθέτει πόρους, οικονομικούς, χωρικούς, νομικούς, ψυχικούς και, κυρίως, χρονικούς. Ο πιο δυσεύρετος πόρος για τις συλλογικότητες σήμερα είναι ο χρόνος, που στενεύει όσο εντείνεται η πίεση της επιβίωσης.

Ένα δεύτερο ζήτημα αφορά τον τρόπο με τον οποίο “προοδευτικά κόμματα και οργανώσεις” θα εμπλακούν στους στεγαστικούς αγώνες. Ένα στεγαστικό κίνημα θα πρέπει οπωσδήποτε να είναι πολυσυλλεκτικό και πολύμορφο. Ωστόσο, το κεντρικό επίδικο ενός κινήματος για την κατοικία είναι η στέγαση ως κοινωνικό αγαθό, και όχι μια γενικότερη αντιπολιτευτική ατζέντα. Ζητούμενο είναι μέσα από πολιτική συζήτηση να δημιουργηθούν συμμαχίες πληττόμενων από τη στεγαστική κρίση και όχι μέτωπα οργανώσεων. Η αναζήτηση κοινών τόπων, αιτημάτων και μορφών αγώνα είναι πολιτικό ζητούμενο, και δεν μπορεί να γίνει με όρους ταυτοτικών προσδιορισμών, ανταγωνισμών, πολιτικών στεγανών και των άλλων αποσκευών που συχνά φέρνουν οι συλλογικότητες και πολιτικοί σχηματισμοί. Επιπλέον, η δημιουργία σωματείων μελών προκαλεί ανασφάλεια σε κάποιες πιο παραδοσιακές οργανώσεις της Αριστεράς, οι οποίες φοβούνται πως αυτά θα εξελιχθούν σε απολιτικά μορφώματα αν δεν έχουν καθοδήγηση. Αυτό οδηγεί σε μια εργαλειακή σχέση με τον (κοινωνικό) συνδικαλισμό, η οποία συχνά δρα ανασταλτικά και όχι προωθητικά.

Τρίτον, ενώ συμφωνούμε με την διαπίστωση ότι οι οργανώσεις της Αριστεράς, κοινοβουλευτικής και μη, είναι εν πολλοίς απούσες από τις στεγαστικές ανησυχίες των πολλών, διαφωνούμε στην ιδέα ότι αυτό δείχνει μια “αργή, αλλά σταθερή αποσύνδεση”: η Αριστερά δεν είχε κάποτε όραμα, προτάσεις και παρέμβαση στο στεγαστικό πεδίο, τα οποία στην πορεία έχασε. Ακριβώς επειδή δεν μπόρεσε, ή δεν χρειάστηκε, ποτέ να απαγκιστρωθεί από το φαντασιακό της μικροϊδιοκτησίας. Η ανάπτυξη νέων αιτημάτων και πρακτικών γύρω από τη στέγαση, που να υπερβαίνουν τον ορίζοντα της ιδιοκατοίκησης, απαιτεί μια διαδικασία αναστοχασμού στο εσωτερικό της Αριστεράς, που θα αναγνωρίζει, μεταξύ άλλων, την πολυπλοκότητα του αναδυόμενου ανταγωνισμού μεταξύ εκμισθωτών και ενοικιαστ(ρι)ών και την ανάγκη διάρρηξης πιθανών παραδοσιακών συμμαχιών.

Με τις παραπάνω γενικές – και ομολογουμένως κάπως αφοριστικές – διαπιστώσεις δεν αναφερόμαστε, προφανώς, στους πολλούς αριστερούς ανθρώπους που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των στεγαστικών κινητοποιήσεων, αλλά στην Αριστερά ως συγκροτημένο, παγιωμένο και πολυδιασπασμένο πολιτικό χώρο που βρίσκεται εδώ και χρόνια σε μια υπαρξιακή κρίση, και συχνά εξετάζει τις κοινωνικές κινητοποιήσεις ως ευκαιρία διεύρυνσης της επιρροής της, και όχι ως πεδία αγώνα με αυταξία.

Αυτό που προτείνουμε εδώ είναι ότι η απεύθυνση των στεγαστικών πρωτοβουλιών πρέπει να είναι πολύ ευρύτερη από τον χώρο της Αριστεράς, και ως εκ τούτου να ξεπερνάει τα οργανωτικά σχήματα, το λεξιλόγιο και τους κώδικες, τόσο της Αριστεράς όσο και του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου. Είναι αναμενόμενο ότι οι περισσότεροι/ες που δραστηριοποιούμαστε στα στεγαστικά κινήματα προερχόμαστε από αυτές τις δύο μεγάλες παραδόσεις αγώνα. Ωστόσο το ζητούμενο δεν είναι να φέρουμε την Αριστερά και τον α/α χώρο στις δράσεις μας, αλλά να διαμορφώσουμε ανοιχτούς χώρους ενεργοποίησης, διεκδίκησης και αλληλεγγύης για όλους τους πληττόμενους απο τη στεγαστική κρίση. Το λέμε αυτό με πλήρη επίγνωση ότι το παρόν κείμενο δημοσιεύεται σε εφημερίδα της Αριστεράς, και απευθύνεται σε κόσμο με αριστερή ταυτότητα.

Για να μπορεί ένα κίνημα να ασκήσει πραγματική πίεση, πρέπει να διαφυλάσσει την αυτονομία του και να δημιουργεί χώρους συνύπαρξης και συμπερίληψης. Δεν χρειαζόμαστε την ανακύκλωση παλιών σχημάτων, αλλά την υπέρβασή τους. Με σεβασμό στην προσωπική ταυτότητα και στράτευση όσων συμμετέχουν, τα νέα σωματεία που συγκροτούνται σήμερα πρέπει να είναι σωματεία των μελών τους, όχι παρατάξεων. Όχι «αριστερά», όχι «αναρχικά», αλλά όλων των μελών που συμμετέχουν, όσο και αν η σύνθεση των διαφορετικοτήτων αποτελεί συνεχή πρόκληση. Αυτό συνεπάγεται όχι εκπτώσεις στις αναλύσεις και τα αιτήματα, αλλά μια νέα γλώσσα, παρουσία και απεύθυνση. Αυτό που έχουμε ανάγκη είναι ένα νέο κίνημα, με ξεκάθαρη πολιτική κατεύθυνση, το οποίο να θέτει με κριτικό βλέμμα τα όρια συνεργασίας με πολιτικούς χώρους, οργανώσεις ή άλλους θεσμούς.

Νίκος Βράντσης, Θοδωρής Καρυώτης

Η ΕΠΟΧΗ