Αν κρίνουμε από το θόρυβο που κάνουν τα μίντια, μπορεί να πιστέψουμε ότι η σκάνδαλο Νοβάρτις έρχεται να καταλάβει ξανά το κέντρο της πολιτικής ζωής. Παρά τα φαινόμενα, το πιθανότερο είναι να πραγματοποιεί ένα σύντομο πέρασμα, πριν πάρει το δρόμο που παίρνουν όλες οι συνταρακτικές δικαστικές υποθέσεις, όταν εξαντλήσουν την υπαρκτή ή νομιζόμενη πολιτική χρησιμότητα.
Παρακινδυνευμένη, ίσως, εκτίμηση, αλλά ήδη έχουμε τρία στοιχεία που δεν την κάνουν απίθανη. Πρώτον, η προηγούμενη κυβέρνηση και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, που φαινόταν κάποια στιγμή να στηρίζει πολλά στα αποτελέσματα της σχετικής δικαστικής έρευνας, καθώς στα πρώτα στοιχεία της στηρίχτηκε μια δυσανάλογα μεγάλη προσδοκία βλάβης της ΝΔ, θα πρέπει να έχει βγάλει πια τα συμπεράσματά της: το πλήγμα κατά της ΝΔ δεν ήταν τόσο σημαντικό, ώστε να την εμποδίσει να κερδίσει δύο αλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις. Συνεπώς, η απόδοση αυτού του τρόπου πολιτικής αντιπαράθεσης είναι εξαιρετικά αμφίβολη.
Πολιτική ανωτερότητα ή ρεαλιστική εκτίμηση;
Δεύτερον, η σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρά τα σοβαρά εσωτερικά προβλήματα και σε αντίθεση με την προεκλογική ρητορική και τη σχετική εκμετάλλευση του θέματος, επιλέγει μετεκλογικά, στο πλαίσιο μιας επικοινωνιακά ήπιας τακτικής, να μειώσει την πολιτική ένταση της αντιπαράθεσης γύρω από το σκάνδαλο Νοβάρτις αφαιρώντας από το κάδρο τον πρώην πρωθυπουργό, και μάλιστα με καθαρά πολιτικά επιχειρήματα. Δηλαδή, μάλλον αποδυναμώνει την ισχύ αυτού του μέσου αντιπαράθεσης.
Βέβαια, η ηγεσία της ΝΔ, προσπαθώντας να ισορροπήσει τις σοβαρές εσωτερικές αντιθέσεις της, αφήνει στελέχη της να λένε ότι, εφόσον προκύψουν «αδιάσειστα στοιχεία», δεν αποκλείεται να περιληφθεί και ο Τσίπρας. Η εκτίμηση, όμως, που επικρατεί, είναι πως ό,τι κέρδισε κέρδισε με την προεκλογική ρητορική περί εξεταστικών· τώρα δεν μπορεί να περιμένει άλλο πολιτικό όφελος. Αντίθετα, ενδέχεται να πληγεί η επικοινωνιακή προβολή του κυβερνητικού έργου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και ο κ. Βορίδης διαλαλεί ως ορθή πολιτικά για τη ΝΔ όχι μόνο την αφαίρεση του πρώην πρωθυπουργού από το κάδρο, αλλά και την επιλογή να τελειώνει γρήγορα η Βουλή με την προανακριτική επιτροπή επιστρέφοντας την υπόθεση στους φυσικούς δικαστές. Δηλαδή, ό,τι ορθά έπραξε το 2018 η τότε πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή.
Τρίτον, και ίσως σημαντικότερο, σε όλες τις δημοσκοπήσεις το σκάνδαλο Νοβάρτις δεν εμφανίζεται στις πρώτες θέσεις του ενδιαφέροντος των πολιτών, και οπωσδήποτε μακράν των προβλημάτων της ανεργίας, της κατάστασης της οικονομίας και της βλάβης του περιβάλλοντος.
Είναι ικανά όλα αυτά να μα οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι δεν θα καταλάβει ξανά το κέντρο της πολιτικής ζωής η Νοβάρτις; Όχι απαραίτητα, γιατί η δύναμη της αδράνειας είναι ισχυρή και η τάση για επιδίωξη εύκολου πολιτικού κέρδους ακόμα ισχυρότερη. Η κυβέρνηση της ΝΔ, παρά τις τακτικές επιλογές της, προφανώς και θα επιδιώξει το μέγιστο πολιτικό όφελος από τους χειρισμούς του θέματος, και την ισορροπία στο εσωτερικό του κόμματος δεν θα διακινδυνεύσει. Ωστόσο, είναι σαφές ότι μπορεί να επωφελείται από τη σχεδιαζόμενη αντεπίθεση με τις μηνύσεις Σαμαρά-Βενιζέλου και τις καταγγελίες Αγγελή, αλλά δεν βάζει όλα τα αβγά της σ΄ ένα καλάθι, όπως διάφοροι συμβούλευαν άλλοτε τον ΣΥΡΙΖΑ να κάνει με το σκάνδαλο Νοβάρτις.
Από το ειδικό στο τακτικό δικαστήριο
Εδώ χρειάζεται να διευκρινιστεί ότι το ζήτημα δεν εξετάζεται από τη σκοπιά της πολιτικής ηθικής. Τίθεται σε πολύ πιο πρακτική βάση: ποτέ, ούτε το 1989, η σύσταση ειδικού δικαστηρίου και η παραπομπή πολιτικών προσώπων σ΄ αυτό δεν κατέληξε σε ενδελεχέστερη εξέταση των υποθέσεων και σοβαρότερη αντιμετώπιση ή αυστηρότερο ποινικό κολασμό των υπευθύνων, παρά το μακρόσυρτο των διαδικασιών Για να μην πάμε πολύ πίσω, η πρόσφατη παραπομπή του κ. Παπακωνσταντίνου για την παραχάραξη της λίστας Λαγκάρντ, οδήγησε στην καταδίκη του με ποινή ενός έτους, και αυτή με αναστολή… Όσο για τις λίγες αποφάσεις του πράγματι έσπασαν αυγά, μετά από σοβαρές και αποτελεσματικές δικαστικές διερευνήσεις, αυτές πάρθηκαν από τα τακτικά δικαστήρια. Βλέπε καταδίκη Τσοχατζόπουλου.
Αφού η ουσία των υποθέσεων αντιμετωπίζεται στην πράξη πολύ καλύτερα στα τακτικά δικαστήρια, τότε γιατί αυτή η επιμονή στην ανάμιξη νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας; Ακριβώς γι΄ αυτό: για να πέφτουν στα μαλακά ακόμα και οι πολιτικοί αντίπαλοι, αφού προηγουμένως έχουν εξαντληθεί όλα τα πιθανά πολιτικά οφέλη από τον επικοινωνιακό χειρισμό των ζητημάτων, που προφανώς ευνοείται από την παραπομπή σε εξεταστικές και προανακριτές με το ερώτημα της παραπομπής σε ειδικό δικαστήριο.
Το μετέωρο βήμα
Αυτό φαίνεται ότι κάποια στιγμή έγινε αντιληπτό και στα ηγετικά κλιμάκια του ΣΥΡΙΖΑ, γι΄ αυτό η δικογραφία για το σκάνδαλο Νοβάρτις επιστράφηκε με απόφαση της προηγούμενης κυβερνητικής πλειοψηφίας στους φυσικούς δικαστές. Αυτό, ωστόσο, είναι μισό βήμα Γιατί το άλλο μισό χρειάζεται να γίνει με τη ριζική αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος, ώστε και οι πολιτικοί να ελέγχονται και να δικάζονται όπως όλοι οι κοινοί θνητοί: από το φυσικό δικαστή τους. Όχι επειδή οι δικαστές έχουν το αλάθητο ή επειδή η δικαστική εξουσία είναι κατά μεταφυσικό και υπερβατικό τρόπο ανεξάρτητη από οτιδήποτε και οποιονδήποτε, αλλά επειδή αυτό υποδεικνύει η τυπική αρχή της ισότητας απέναντι στο νόμο.
Αυτή τη στιγμή, βέβαια, εκείνο που πρωτεύει είναι να αναδειχθεί ότι, με τη (μισή) παραπομπή σε προανακριτική, η κυβερνητική πλειοψηφία επιχειρεί μια κοινή πολιτική εκμετάλλευση με στοιχεία αντεκδίκησης. Υπηρετώντας αυτόν το βραχυπρόθεσμο στόχο δεν γίνεται να ξεχνάμε όσα χρήσιμα για μια πιο βαθειά εξέταση των πραγμάτων έχουμε αποκομίσει από την πρόσφατη και παλαιότερη πείρα μας. Γι΄ αυτό δεν πρέπει να χάνουμε από το οπτικό πεδίο μας τα πρωτεύοντα και σημαντικά. Αυτά που οι ίδιες οι λαϊκές τάξεις υποδεικνύουν ως πρωτεύοντα και σημαντικά. Γιατί σ΄ αυτά θα κριθεί η μάχη και της αντίστασης στις αντεργατικές επιθέσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη, και της διεκδίκησης μιας δημοκρατικής ριζοσπαστικής προοπτικής τόσο για το άμεσο μέλλον, όσο και για το (όχι και τόσο) απώτερο.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή