Η αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα είναι μια κυβερνητική πρωτοβουλία μεγάλης σημασίας και, όπως είναι αναμενόμενο, δεν συγκεντρώνει μόνο την προσοχή των συλλογικών οργάνων του χώρου της δικαιοσύνης, αλλά εντάσσεται και στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής συζήτησης. Και αυτό είναι το σωστό. Γιατί η αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα ναι μεν είναι ένα κορυφαίο νομικό ζήτημα, στο οποίο θα διασταυρωθούν επιστημονικά και μεθοδολογικά επιχειρήματα μεταξύ των νομικών, αλλά ταυτόχρονα, η πολιτική και η κοινωνική του σημασία το καθιστούν διακύβευμα για όλη την κοινωνία, ακόμη κι αν αφετηριακά αυτό δεν γίνεται αντιληπτό.
Μία κοινωνία οφείλει να έχει γνώμη και να ασκεί πίεση προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, αφού η στάση της Δικαιοσύνης απέναντι στα εγκλήματα και τα υποκείμενά τους, αλλά και στις ποινές που καταλογίζονται, επηρεάζει ποικιλοτρόπως τις σχέσεις, την οργάνωση και τις αξίες της ίδιας της κοινωνίας.
Στο πλαίσιο αυτό, η Διεθνής Αμνηστία κάθε άλλο παρά μένει αμέτοχη στη διαβούλευση που διεξάγεται με αφορμή την αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα. Παρά την ύπαρξη πολλών ανοιχτών ζητημάτων που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, ως οργάνωση έχουμε εστιάσει σε ένα: στο άρθρο 336 του Π.Κ., δηλαδή στον νομικό ορισμό του βιασμού, ο οποίος, κατά την άποψη μας, τόσο πριν όσο και μετά την πρόταση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες των κοινωνιών για προστασία των θυμάτων βιασμού, επιλέγοντας έναν στενό ορισμό του βιασμού και μη λαμβάνοντας υπόψη την απουσία συναίνεσης από την πλευρά των θυμάτων. Ταυτόχρονα όμως, σε καμία περίπτωση δεν αντιστοιχεί στις συμβατικές υποχρεώσεις της χώρας μας σε σχέση με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και στο πώς αυτή ορίζει νομικά και με σαφήνεια τον βιασμό.
Η έννοια της συναίνεσης
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η έννοια της συναίνεσης σε μία σεξουαλική πράξη είναι θεμελιώδης. Ως βιασμός ορίζεται, με βάση την ισχύουσα διατύπωση του Π.Κ., η συνουσία ή άσκηση άλλης ασελγούς πράξης με την άσκηση φυσικής βίας ή με την απειλή άμεσου και σπουδαίου κινδύνου. Αυτός ο ορισμός αφήνει εκτός βιασμού περιπτώσεις όπου δεν ασκείται σωματική βία και δεν τεκμηριώνεται απειλή, αλλά ταυτόχρονα δεν υπάρχει συναίνεση. Για παράδειγμα, έρευνες έχουν δείξει ότι το 70% των θυμάτων βιασμού «παγώνουν» και δεν αντιστέκονται, μια ψυχολογική αντίδραση φυσιολογική και πολύ συνηθισμένη. Άρα άσκηση φυσικής βίας δεν υπάρχει σε αυτή την περίπτωση, με δεδομένο ότι το θύμα δεν αντιστέκεται, αλλά ταυτόχρονα δεν υπάρχει και συναίνεση. Αντίστοιχα, σε περιπτώσεις π.χ. μέθης, όπου το θύμα δεν έχει επαρκή συνείδηση και εξαναγκάζεται σε σεξουαλική πράξη χωρίς τη συναίνεσή του, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ο βιασμός με βάση τη φυσική βία ή την απειλή. Μία χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι αυτή της φοιτήτριας από την Ξάνθη, για την οποία οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν παρ’ όλο που δεν είχαν τη συναίνεση του θύματος.
Κάποιος/-α μπορεί να αναρωτηθεί, «μα καλά, το ίδιο αδίκημα είναι η σεξουαλική πράξη με ένα μαχαίρι στον λαιμό ή υπό τον εκβιασμό δημοσιοποίησης βίντεο και το ίδιο όταν δεν υπάρχει απλώς η συναίνεση;». Πράγματι, το βασικό αδίκημα είναι το ίδιο: η παραβίαση του δικαιώματος της σεξουαλικής αυτονομίας και της σωματικής ακεραιότητας των ατόμων, όπως ορίζεται με σαφήνεια στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Η αυτοτέλεια του παραπάνω δικαιώματος είναι στο επίκεντρο της όλης συζήτησης περί απουσίας συναίνεσης και η παραβίαση του δικαιώματος αυτού συνιστά το έγκλημα του βιασμού. Φυσικά, «το μαχαίρι στον λαιμό» και ο «εκβιασμός με βίντεο» συνιστούν επιβαρυντικές περιστάσεις που έτσι κι αλλιώς αντιμετωπίζονται αυτόνομα στο Ποινικό Δίκαιο και θα πρέπει να συνυπολογιστούν επιβαρυντικά στον καταλογισμό των ποινών, αλλά και στο πλαίσιο της κατά περίπτωση διερεύνησης της κάθε υπόθεσης, ως αποδεικτικά στοιχεία. Όμως, και χωρίς τα παραπάνω, βιασμός υπάρχει όταν δεν υπάρχει συναίνεση.
Αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι ότι ο ορισμός του βιασμού με βάση τη συναίνεση δεν μεταθέτει το βάρος της απόδειξης από το θύμα στον δυνητικό δράστη. Το τεκμήριο της αθωότητας κυριαρχεί, όπως και όλα τα άλλα δικαιώματα στο πλαίσιο μιας δίκαιης δίκης. Σε χώρες με νόμους που βασίζονται στη συναίνεση, η ευθύνη εξακολουθεί να βρίσκεται στην πλευρά του κατηγόρου (δηλαδή του θύματος), να αποδείξει πέρα από κάθε εύλογη αμφιβολία ότι η σεξουαλική πράξη δεν ήταν συναινετική και αν ο βιασμός διαπράχθηκε εκ προθέσεως, απερίσκεπτα ή εξ αμελείας. Το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της έρευνας και των δικαστικών διαδικασιών, ο κατηγορούμενος μπορεί να ερωτηθεί σχετικά με τα μέτρα που έλαβε για να διαπιστώσει εάν ο άλλος συναινεί, δεν σημαίνει ότι θεωρείται ένοχος. Αποτελεί απαραίτητο βήμα για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων που μπορεί να αποδείξουν απουσία συναίνεσης, το οποίο είναι το βασικό στοιχείο που ορίζει τον βιασμό σε αυτές τις δικαιοδοσίες, και όχι η χρήση ή η απειλή φυσικής βίας.
Υποχρέωση η νομοθέτηση
Η ελληνική κυβέρνηση έχει πάρει μέχρι σήμερα σημαντικές νομοθετικές πρωτοβουλίες σε ζητήματα που αφορούν την ισότητα των φύλων, των διακρίσεων στη βάση διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού και τη νομική ταυτότητα φύλου. Έχει όμως την υποχρέωση να νομοθετήσει τον ορισμό του βιασμού με βάση τη συναίνεση για δύο λόγους πραγματικούς.
Πρώτον, αποτελεί συμβατική υποχρέωση της χώρας μας με βάση τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης που επικυρώθηκε με ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία πριν από ένα χρόνο. Η Σύμβαση αυτή με σαφήνεια ορίζει το πώς πρέπει η έννοια της συναίνεσης να βρίσκεται στο επίκεντρο της σχετικής νομοθεσίας, χωρίς να αφήνει περιθώρια για άλλες ερμηνείες. Αν η κυβέρνηση θέλει να υπερασπιστεί τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης που έφερε στη Βουλή, πρέπει πρώτα από όλα να τη σεβαστεί και να τηρήσει τις προβλέψεις της.
Δεύτερον και πιο σημαντικό, η κυβέρνηση έχει την πολιτική και ηθική υποχρέωση να προστατέψει τα θύματα βιασμού στην πράξη και όχι μόνο σε διακηρυκτικό επίπεδο. Τα πρόσφατα τραγικά γεγονότα που έχουν συγκλονίσει την κοινή γνώμη αποτελούν τρανταχτές αποδείξεις σχετικά με την ανάγκη θωράκισης του θεσμικού πλαισίου. Ο ορισμός του βιασμού με βάση την απουσία συναίνεσης από μόνος του δεν αρκεί για να «σπάσει» η κουλτούρα του βιασμού ούτε για να αντιμετωπιστούν τα τεράστια ζητήματα που αφορούν το πολύ χαμηλό ποσοστό καταγγελιών στις διωκτικές αρχές για λόγους κοινωνικού στιγματισμού και προκατάληψης. Αποτελεί όμως αναγκαίο σημείο εκκίνησης, για να πυροδοτηθεί μια ευρύτερη κοινωνική συζήτηση, με στόχο τη συμβολή στην αλλαγή ατομικών και κοινωνικών συμπεριφορών, και τη μείωση της ατιμωρησίας του βιασμού.
Ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης είναι διευθυντής του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας
Πηγή: Η Αυγή