Παιδί των ιταλικών κινημάτων του εργατισμού και της εργατικής αυτονομίας, η Φεντερίτσι καταπιάστηκε εξαρχής με μια διπλή αντιστροφή: αφενός του ίδιου του Μαρξ και της ιεραρχίας παραγωγικής-αναπαραγωγικής εργασίας, αποδίδοντας τα πρωτεία στη δεύτερη, την τόσο περιφρονημένη από τον Μαρξ όσο και από τον αστικό φεμινισμό, και αφετέρου της δικής της διανοητικής παράδοσης.
Οσο ο μαχόμενος φεμινισμός των δεκαετιών του ’60 και του ’70 θεσμοποιούταν σταδιακά και μετατρεπόταν σε πολιτισμική πολιτική των έμφυλων δικαιωμάτων, μια μειοψηφία μαρξιστριών θεωρητικών και ακτιβιστριών από την εποχή εκείνη διατηρούσαν με συνέπεια την ταξική οπτική της γυναικείας χειραφέτησης. Μία από τις σημαντικότερες, και πιθανότατα η πιο γνωστή στα καθ’ ημάς, είναι η Ιταλοαμερικανίδα Σίλβια Φεντερίτσι, της οποίας το τελευταίο μεταφρασμένο στα ελληνικά βιβλίο, η συλλογή δοκιμίων Το σημείο μηδέν της επανάστασης, που καλύπτει μια περίοδο σαράντα χρόνων περίπου, επανενεργοποιεί στο φεμινιστικό οπλοστάσιο έναν ιστορικό υλισμό για τον οποίο ειρωνικά πλην βάσιμα θα ισχυριζόταν κανείς ό,τι πίστευε στο μεσονύχτι του περασμένου αιώνα ο Βάλτερ Μπένγιαμιν για τη θεολογία: πως «είναι σήμερα μικρός και άσχημος και οφείλει να παραμείνει αθέατος».
Παιδί των ιταλικών κινημάτων του εργατισμού και της εργατικής αυτονομίας, η Φεντερίτσι καταπιάστηκε εξαρχής με μια διπλή αντιστροφή: αφενός του ίδιου του Μαρξ και της ιεραρχίας παραγωγικής-αναπαραγωγικής εργασίας, αποδίδοντας τα πρωτεία στη δεύτερη, την τόσο περιφρονημένη από τον Μαρξ όσο και από τον αστικό φεμινισμό, και αφετέρου της δικής της διανοητικής παράδοσης με τη στενότερη έννοια – του ιταλικού αυτόνομου μαρξισμού, του οποίου την κεντρική διόραση, για τη διάχυση της παραγωγικής εργασίας και της προλεταριακής ιδιότητας από το εργοστάσιο στο σύνολο της κοινωνίας, θεώρησε ορθόδοξη όψη μιας πιο σύνθετης πραγματικότητας που ως άλλο της μισό είχε την υπεξαίρεση από το κεφάλαιο της αόρατης αναπαραγωγικής ή οικιακής εργασίας, κατεξοχήν των γυναικών. Για τη Φεντερίτσι, το «κοινωνικό εργοστάσιο» των εργατιστών έπρεπε να αναθεωρηθεί υπό το πρίσμα μιας γενικευμένης απαλλοτρίωσης της κατ’ οίκον αναπαραγωγής των ανθρώπινων-εργαζόμενων σωμάτων – διαδικασία η οποία εφεξής θα υπαγόταν, ολοένα εντατικότερα, στους νόμους της αγοράς, ως άλλη μία καπιταλιστική δραστηριότητα, υπ’ ευθύνη είτε του βιοπολιτικού κράτους είτε κερδοσκοπικών εταιρειών.
Η εκστρατεία «Μισθοί για τα οικιακά» στην οποία πρωτοστάτησε η Φεντερίτσι τη δεκαετία του ’70, στον απόηχο του αμερικανικού κινήματος (μαύρων, στην πλειονότητά τους) γυναικών υπέρ του «επιδόματος για εξαρτημένα τέκνα» την προηγούμενη δεκαετία, στόχο είχε να υποχρεώσει το κράτος και το κεφάλαιο να αναγνωρίσουν ακριβώς ως εργασία τη «μη παραγωγική» φροντίδα που αναλαμβάνουν σαν μοίρα οι γυναίκες, αποφυσικοποιώντας (και, στην πορεία, αποβιολογικοποιώντας κιόλας) μια πρακτική που, αν και μοιάζει προαιώνια, είναι απολύτως ιστορική, ενταγμένη στον υστεροκαπιταλιστικό κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, στο καταναγκαστικά ιδιωτικοποιημένο πλαίσιο της «πυρηνικής οικογένειας» που απαλλάσσει εργοδοτικούς και κρατικούς φορείς από κάθε υποχρέωση μισθοδότησης ή ακόμα και απλής επιδότησης των μητέρων-συζύγων. Καθότι «φύσει» υποτελείς, οι γυναίκες στο νοικοκυριό αυτονόητα συμπάσχουν και συντάσσονται (ως δέον, αν όχι στην πράξη) με άλλες παρόμοιες υποκειμενικότητες, φυλετικές μειονότητες στις δυτικές χώρες και –κυρίως– αγωνιζόμενες γυναίκες εκτός Δύσης, στην Αφρική, στην Ασία και στη Λατινική Αμερική, που ήδη από τη δεκαετία του ’50 είχαν υπερασπιστεί την αναπαραγωγική εργασία τους στο σπίτι και στους αγρούς ενάντια σε κρατικούς και εταιρικούς σφετεριστές στις ακόμα αποικιοκρατούμενες ή άρτι ανεξαρτητοποιημένες περιοχές τους.
Αυτή η διεθνική εννοιολογική συσχέτιση επέτρεψε στη Φεντερίτσι να κρατήσει σταθερή την πυξίδα της μέσα στα χρόνια, τις δεκαετίες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, όταν διασημότεροι ριζοσπάστες αδυνατούσαν να συνδέσουν το «μεταβιομηχανικό» δυτικό προλεταριάτο και την «άυλη» ή «αισθηματική» εργασία του με τους νέους υπόδουλους του τρίτου και τέταρτου κόσμου, και ειδικά με τις γυναίκες, που έβλεπαν επί σειρά ετών να τους στερείται η δυνατότητα αναπαραγωγής των ίδιων και των οικείων τους, και γι’ αυτό αντέταξαν, εμπνέοντας εν μέρει και δυτικές ομολόγους τους, το αίτημα της αυτοαναπαραγωγής, μέσα από σύγχρονους αγώνες για γη και ελευθερία. Από αυτή την άποψη, δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην αλλοτινή απαίτηση για οικιακό μισθό και την τωρινή έμφαση στην αναπαραγωγή εκτός της θεσμοθετημένης εργασίας: για την απλή κοινωνική επιβίωση, μόνη δυνατότητα είναι η διαλεκτική συναίρεση της αλλοτριωμένης φύσης, η οποία, στα πιο οικεία μας «ανεπτυγμένα» περιβάλλοντα, κατά κανόνα αποκηρύσσεται για χάρη μιας αείποτε αλλοτριωτικής παραγωγής ταυτοτήτων. Μία τέτοια αντιστροφή ίσως να αξίζει τον κόπο, αν «σκοπός είναι να κερδίζει πάντα το ανδρείκελο που ονομάζεται» φεμινισμός.
Γιώργος Καράμπελας