Το κίνημα του πολιτισμού έχει μια σημαντική και αξιοπρόσεκτη ιδιαιτερότητα. Όλος ο κόσμος του πολιτισμού, πολιτιστικής κληρονομιάς και σύγχρονου πολιτισμού, βρίσκεται στους δρόμους. Σε αυτό το πολύχρωμο, δυναμικό και μαζικό κίνημα συμμετέχουν οι αρχαιολόγοι και οι εργαζόμενοι στα Μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους, δίπλα-δίπλα με τους ηθοποιούς, τους μουσικούς, τους χορευτές, τους σκηνοθέτες, τους σπουδαστές, όλους τους ανθρώπους της Τέχνης λοιπόν.
Για πρώτη ίσως φορά ο πολιτισμός εν συνόλω υποστασιοποιείται και ενώνεται στον δρόμο. Δεν υπάρχουν «τα μάρμαρα και οι κολώνες» από την μια, και ένα «παραπαίδι», από την άλλη, οι καλλιτέχνες. Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο «βαρύ παρελθόν μας» και στο «αμφίβολο παρόν μας» έχει οριστικά χαθεί. Και αυτή είναι η πρώτη και –κατά τη γνώμη μου- μεγαλύτερη νίκη του κινήματος. Μετά από πολλά-πολλά χρόνια ο πολιτισμός συγκροτεί ιστορικά υποκείμενα που καταφέρνουν έναν θρίαμβο: έναν αξιακό θρίαμβο απέναντι σε μια κυβέρνηση που προσπάθησε να καταφέρει ένα στρατηγικό χτύπημα στον Πολιτισμό.
Πράγματι η κυβέρνηση της ΝΔ, ίσως περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο πεδίο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, ξεδίπλωσε χτυπήματα στρατηγικής πολιτικής εναντίον του πολιτισμού, εν συνόλω. Ή για να το θέσω διαφορετικά, στον πολιτισμό αποτυπώθηκαν –συμβολικά και υλικά- με όλη την έντασή τους τα στρατηγικά χτυπήματα σε όλους τους άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής. Ήδη από την αρχή της διακυβέρνησης του κ. Μητσοτάκη έγινε φανερό ότι ο πολιτισμός θα αποτελούσε το προνομιακό πεδίο για να ξεδιπλωθεί η στρατηγική πολιτική της νέας παλαιο- Δεξιάς. Δύο ήταν τα σχεδόν συγχρονισμένα χτυπήματα, τόσο κατά της πολιτιστικής κληρονομιάς όσο και κατά του σύγχρονου πολιτισμού.
Τα πρώτα καταστροφικά χτυπήματα της ΝΔ κατά του Πολιτισμού
2019, Αύγουστος-Σεπτέμβριος: Από βήματος της Βουλής, αδιαφορώντας για τη διαδικασία διεθνούς διαγωνισμού που ήδη έτρεχε από την προηγούμενη κυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΑ), η κ. Μενδώνη διόριζε τον Δημήτρη Λιγνάδη στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος, όπως χαρακτηριστικά δήλωσε. Αυτό το πρώτο χτύπημα που αφορούσε τον σημαντικότερο θεσμό του σύγχρονου πολιτισμού δεν ήταν προϊόν μιας επείγουσας ανάγκης. Ήταν μια πρώτη επίσημη δήλωση που συμπύκνωνε τα πρώτα δείγματα της δεξιάς στρατηγικής. Έτσι, το προφανές αυτού του διορισμού ήταν ότι οι «δικοί μας άριστοι» είναι οι μόνοι άριστοι που μπορούν να εξυπηρετήσουν το δημόσιο συμφέρον. Είναι οι μόνοι άριστοι του πολιτισμού. Το πιο σημαντικό όμως ήταν αυτό που σηματοδοτούσε το όνομα Λιγνάδης. Το «άριστο όπλο» προκειμένου να εμπεδώσει η κυβέρνηση στο σύγχρονο πολιτισμό μια νέα ηγεμονία: αυτή της νέας εθνικοφροσύνης και των νικών της «αρίστων», μια άλλη κανονικότητα.
Η Δεξιά, παρά τη συντριπτική νίκη της στον Εμφύλιο, έχασε κατά κράτος στον πόλεμο της μνήμης και των αξιών. Χάρη στο σύγχρονο πολιτισμό η Αριστερά στις δεκαετίες ’60 και ’70 ενέπνευσε αξιοπρέπεια, συλλογικότητα και αλληλεγγύη, ανασυγκρότησε μέσα από άλλους δρόμους τις μνήμες της κοινωνίας. Κάτι βεβαίως που πήρε μορφή χιονοστιβάδας τη δεκαετία του ’80. Αν λοιπόν η Δεξιά του κ. Μητσοτάκη ήθελε να ξεριζώσει τις «ελαττωματικές ιδέες, μνήμες και αγώνες» της Μεταπολίτευσης, αν ήθελε να αναθεωρήσει εφ’ όλης της ύλης την Ιστορία (Πολυτεχνείο, μεγάλες κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης) έπρεπε να πιάσει το νήμα από αλλού, έπρεπε οπωσδήποτε να κόψει το «άλλο νήμα». Ο Δημήτρης Λιγνάδης ανταποκρινόταν απολύτως στις επιδιώξεις αυτής της Δεξιάς.
Το δεύτερο χτύπημα (με δύο απανωτές σφυριές), και η δεύτερη ακόμα πιο επίσημη δήλωση, ήρθε λίγο καιρό μετά, αυτή τη φορά από τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη. Σε συνέντευξή του σε ξένο Μέσο, ο πρωθυπουργός της χώρας άλλαζε με μια φράση το σύνολο της επί πολλές δεκαετίες εθνικής πολιτικής για την επανένωση των γλυπτών του Παρθενώνα.
«Δανεισμός» είναι η λέξη που εκστομίζει, και αλλάζει με αυτήν τη ρότα τόσο της εθνικής πολιτικής όσο και του οδικού χάρτη της UNESCO, αλλά και του διεθνούς κινήματος για την επανένωση των γλυπτών ενταγμένων στις διεκδικήσεις για την αποαποικιοποίηση των ξένων μεγάλων Μουσείων. Ταυτόχρονα με αυτή τη σφυριά πέφτει και μια άλλη: από βήματος ΔΕΘ «κατ’ εντολή πρωθυπουργού» η διατήρηση κατά χώρα των αρχαιοτήτων του Μετρό «Βενιζέλος» στη Θεσσαλονίκη απορρίπτεται, σταματάνε όλες οι εργασίες που ήταν σε εξέλιξη από την προηγούμενη κυβέρνηση, και αποφασίζεται ο κατακερματισμός και η απομάκρυνσή τους. Αδιαφορώντας για τις θεσμικές διαδικασίες (απόφαση Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου), ο κ. Μητσοτάκης έστειλε ένα ισχυρό μήνυμα, σε συμβολικό και υλικό επίπεδο, που αφορούσε το σύνολο της θεσμικής, συμβολικής και υλικής ζωής αυτής της χώρας: Το (επιτελικό) κράτος είμαι εγώ.
Σε ό,τι αφορά την πολιτιστική κληρονομιά λοιπόν, ο πρωθυπουργός με την Ακρόπολη και τις αρχαιότητες Βενιζέλου δήλωνε επίσημα ότι στο «κατ’ εντολή πρωθυπουργού» υποτασσόταν όλη η θεσμική, υπηρεσιακή και νομοθετική ιστορία της χώρας, όλη η θεσμική, δημοκρατική μνήμη της κοινωνίας. Με μια δήλωση του κ. Μητσοτάκη η πολιτιστική κληρονομιά έγινε υπόθεση δική του και κάποιων δικών του. Ευθύς εξαρχής στον πολιτισμό, σύγχρονο και πολιτιστική κληρονομιά, θα γινόταν σαφές -με οδυνηρό τρόπο στη συνέχεια- ότι το «κατ’ εντολή πρωθυπουργού» ήταν ο κεντρικός αξιακός άξονας του κ. Μητσοτάκη που σάρωνε τις θεσμικές, κοινοβουλευτικές και κοινωνικές κατακτήσεις όχι μόνο της Μεταπολίτευσης αλλά της νεωτερικότητας. Που έφτιαχνε καθεστώς, με το οποίο γκρέμιζε τα συμβολικά και υλικά τείχη της Μεταπολίτευσης. Οι υποκλοπές ήταν το αποκορύφωμα της εμπέδωσης του καθεστώτος.
Μια μάχη Πολιτισμού στο όνομα της κοινωνίας
Ο πολιτισμός λοιπόν έγινε το κρίσιμο πεδίο της στρατηγικής πολιτικής της ΝΔ. Συγχρόνως ωστόσο έγινε και το πεδίο της πιο σκληρής αντιπαράθεσης, υπεράσπισης από τη μια μεριά, των κατακτήσεων της Μεταπολίτευσης και, από την άλλη, της νεοφιλελεύθερης, καθεστωτικής επέλασης της Δεξιάς. Αυτή η αντιπαράθεση είναι και συμβολική και υλική. Η αντίσταση των ανθρώπων του πολιτισμού –σύγχρονου και πολιτιστικής κληρονομιάς- ανασυγκρότησε και μια άλλη αξιακή στρατηγική που η Δεξιά, πατώντας πάνω και στις αδράνειες προηγούμενων δεκαετιών και του προοδευτικού κόσμου- θεωρούσε ότι είχε πλέον ατονήσει πολύ. Η πανδημία ανέδειξε τα προβλήματα στον σύγχρονο πολιτισμό και τους ανθρώπους του που είχαν σωρευτεί, κυρίως σε αυτούς, από δεκαετίες νεοφιλελεύθερης πολιτικής και εξατομικισμού, και συγχρόνως έδινε την ευκαιρία στη ΝΔ να εφαρμόσει το σχέδιο της: αυτό της βίαιης φτωχοποίησης και περιθωριοποίησης των πολλών, της εξαφάνισης από το ορατό κοινωνικό πεδίο των μη σημαντικών (όπου σημαντικοί Ρουβάς, Λιγνάδης, κλπ).
Και ακριβώς μέσα στην πανδημία ο κόσμος του σύγχρονου πολιτισμού ξαναέδωσε φρεσκαρισμένα στην κοινωνία τα όπλα της για να αντισταθεί -να αντισταθούν οι ίδιοι καταρχάς και στη συνέχεια όλη η κοινωνία στην επέλαση της καταστροφικής στρατηγικής της ΝΔ. Μητρώο καλλιτεχνών, συλλογικές συμβάσεις και πάνω από όλα στιβαρά σωματεία που παρουσίαζαν σοβαρή κάμψη. Διεκδίκησε ωστόσο –και το κέρδισε- το κατεξοχήν πλαίσιο αναπαραγωγής της «αντιστασιακής μνήμης» της κοινωνίας: τον δρόμο, εκεί όπου σφυρηλατήθηκε και σφυρηλατείται πάντα το τρίπτυχο, αξιοπρέπεια, συλλογικότητα, αλληλεγγύη.
Αυτή η αντιπαράθεση συνεχίστηκε αμείωτη από το 2020 μέχρι σήμερα. Και σε αυτήν μπήκαν δυναμικά και οι άνθρωποι της πολιτιστικής κληρονομιάς, ενώ πήραν θέση στον δημόσιο χώρο και οι άριστοι, όχι οι «άριστοι» κατά παραγγελία αλλά οι πραγματικοί άριστοι. Όσο η ΝΔ ξεδίπλωνε την καταστροφική στρατηγική της (τσιμέντωμα Ακρόπολης, εξαγωγή αρχαιοτήτων για 50 χρόνια, συγκάλυψη υπόθεσης Λιγνάδη, και πολλά άλλα), τόσο η αντίσταση των ανθρώπων του πολιτισμού μετατρεπόταν σε κίνημα, πολιτισμικό και κοινωνικό. Τρία είναι τα σημεία καμπής αυτής της αντιπαράθεσης. Το πρώτο αφορά την πλήρη αποκάλυψη του καθεστώτος Μητσοτάκη με τις μυστικές, αδιαφανείς διαπραγματεύσεις για τα γλυπτά του Παρθενώνα. Το δεύτερο αφορά την αποκάλυψη της παλαιοδεξιάς νοοτροπίας σύμφωνα με την οποία «τα μάρμαρα και οι κολώνες» είναι υπόθεση της οικογένειας και των φίλων της: η νομιμοποίηση της αρχαιοκαπηλίας μέσω της Βουλής (συλλογή Στερν) και η μετατροπή των πέντε μεγάλων Μουσείων σε ΝΠΔΔ κατόπιν διαβουλεύσεων του κ. Μητσοτάκη, της συζύγου του και μιας νυν υπουργού Πολιτισμού που τότε ανήκε σε άλλο πολιτικό κόμμα, έβγαλαν στην επιφάνεια το πρόσωπο μιας τρομακτικής, άλλων εποχών Δεξιάς. Το τρίτο φυσικά μεγάλο χτύπημα ήταν η βίαιη, ταπεινωτική και προσβλητική αντιμετώπιση των καλλιτεχνών με το ΠΔ 85/2022, δηλαδή αντιμετώπιση φτωχοποίησης, περιθωριοποίησης και απαξίωσης των ανθρώπων και των έργων τους, προς όφελος των ιδιωτικών κολλεγίων, τα οποία την επαύριο της δημοσίευσης του ΠΔ άρχιζαν να στέλνουν διαφημίσεις.
Το κίνημα του πολιτισμού θέριεψε! Έβαλε τον πήχη ψηλά και ξανασύστησε την κοινωνία με τον δημοκρατικό εαυτό της. Της ξανασύστησε τα όπλα της, τις μάχες που πρέπει να δώσει (το metoo είναι μια μεγάλη στιγμή), αναδιέταξε το πλαίσιο της μάχης. Ο Πολιτισμός πήρε την υπόθεση της κοινωνίας στα χέρια του.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αυτό το κίνημα ανανέωσε και τα δικά του μέσα, είδε τον πήχη που αυτός ο κόσμος έθεσε, στέκεται όλα αυτά τα χρόνια δίπλα του, όχι ως καθοδηγητής αλλά ως το κόμμα που συμμερίζεται τις ίδιες αξίες, έδωσε μέσα και έξω από τη Βουλή αγώνα μαζί με το κίνημα, και στο πρόγραμμά του για την κυβερνητική περίοδο που θα ακολουθήσει μετά τη νίκη στις επερχόμενες εκλογές, ενσωματώνει τις διεκδικήσεις του κινήματος και απαντά στο μείζον και εφ’ όλης της ύλης διακύβευμα: πολιτισμός ή βαρβαρότητα. Ο αγώνας κατά της βαρβαρότητας Μητσοτάκη κερδίζεται μόνο με πολιτισμό, συνολικά.
Σία Αναγνωστοπούλου