Συνεντεύξεις

Σία Αναγνωστοπούλου: Η «εχθροπραξιακή» ορολογία δεν βοηθά

Τη συνέντευξη πήρε η Ιωάννα Δρόσου

Με το περιστατικό της Ρω θεωρήθηκε ότι η Τουρκία δοκιμάζει τις ανοχές της Ελλάδας. Είναι έτσι;
Το περιστατικό της Ρω έληξε χωρίς να φαίνεται ότι διαμείφθηκε κάτι σοβαρό ανάμεσα στις δύο χώρες. Πολύ σωστά η κυβέρνηση δεν ανέβασε τους τόνους. Η «εχθροπραξιακή» ορολογία δεν βοηθά. Επιδεινώνει το κλίμα έντασης και δεν επιτρέπει την ορθή εκτίμηση του βαθμού σοβαρότητας μιας κατάστασης. Η πολεμική ρητορική ενισχύει πάντα εκείνα τα κράτη ή εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις για τα οποία η εξωτερική πολιτική αντιμετωπίζεται με όρους «αρρενωπότητας», με όρους «μαγκιάς». Ο Μπαλταδώρος, που έρχεται να προστεθεί στις δεκάδες νεκρών πιλότων εν καιρώ ειρήνης ένθεν και ένθεν του Αιγαίου μας υπενθυμίζει με δραματικό τρόπο αυτό που έλεγε πριν από κάποια χρόνια ένας φωτισμένος αρχηγός της ελληνικής Αεροπορίας, ότι είναι άδικο να χάνεται τόσος νέος κόσμος και από τις δύο πλευρές, για θέματα που μπορούν να λυθούν πολιτικά.

Ρητορική έντασης και αίσθημα ανησυχίας

Ο κόσμος εκφράζει ανησυχία για ενδεχόμενη σύρραξη με την Τουρκία. Ποια πρέπει να είναι η απάντηση από την πλευρά της κυβέρνησης;
Η ελληνική κοινωνία στάθηκε όρθια, και μάλιστα περιφρουρώντας τη δημοκρατική συνοχή της, σε ένα πολύ δύσκολο πεδίο μάχης, αυτό της οικονομικής κρίσης. Και πολέμησε ηρωικά για να ξανακερδίσει την ειρήνη, τη νηφαλιότητα και την ψυχραιμία, προκειμένου να ξαναοραματιστεί το μέλλον της. Οφείλουμε λοιπόν με ορθολογισμό να μιλήσουμε για την κατάσταση με την Τουρκία. Πράγματι η χώρα αυτή βρίσκεται σε μια ιδιαίτερα αναθεωρητική φάση και της ιστορίας και της ταυτότητάς της. Η ρητορική έντασης με τους γείτονές  της, παρά το γεγονός ότι δεν είναι καινούριο φαινόμενο –κυρίως με την Ελλάδα για θέματα Αιγαίου- είναι εντεινόμενη τον τελευταίο καιρό. Αυτό δικαίως δημιουργεί αίσθημα ανησυχίας. Επίσης, πράγματι η Τουρκία, λόγω της πλήρους αποτυχίας της «ειρήνης αλά τούρκα» που είχε φαντασιωθεί ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πριν από κάποια χρόνια, έχει κάνει μια εμφανή «μεσοανατολίτικη στροφή». Αυτή η στροφή εντείνει την αίσθηση του απρόβλεπτου χαρακτήρα της πολιτικής της. Ωστόσο, η Τουρκία έχει και απολύτως προβλέψιμες πλευρές, αυτές που ισχυροποιούν την εξάντληση του πολιτικού, και όχι του στρατιωτικού, οπλοστασίου συνεννόησης των δύο χωρών. Καταρχάς, η Τουρκία δεν μπορεί –και δεν θέλει- να σηκώσει το βάρος της ρήξης με τον παραδοσιακό, ευρωπαϊκό-δυτικό προσανατολισμό της, έναν προσανατολισμό που η Ελλάδα μονίμως στηρίζει. Οι σχέσεις της με ΕΕ και ΗΠΑ είναι μεν τεταμένες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα διακινδύνευε, με μια πολεμική σύρραξη με την Ελλάδα, τη μεταφορά των προβλημάτων της Μέσης Ανατολής και στην από δω πλευρά του Αιγαίου.  Δεν θα διακινδύνευε να εμφανιστεί αυτή ως ο ταραξίας –αντί για ειρηνοποιός, όπως ήθελε- της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Είναι γνωστό ότι ο Μουσταφά Κεμάλ έλεγε ότι: «αυτό που μας στοίχισε και κινδυνεύσαμε να εξαφανιστούμε από τον χάρτη ήταν ότι γυρίσαμε την πλάτη στους δυτικούς συμμάχους μας [Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο]». Ο ιδρυτικός χάρτης της Τουρκίας είναι δυτικός. Ο Ερντογάν αναπτύσσει αναθεωρητική και αντιδυτική ρητορική για το εσωτερικό της χώρας του, αλλά γνωρίζει ότι μια Τουρκία μεσοανατολική είναι μια άλλη Τουρκία, σε έναν άλλο κόσμο.

Υπάρχει ένα κέντρο, συμπεριλαμβανομένου και του στρατού, που συντονίζει και διευθύνει το ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων αυτή τη στιγμή που είναι σε έξαρση;
Σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο υπάρχει μια ομάδα –πολιτική, μιντιακή, στρατιωτική- αρκετά ισχυρή, που θεωρεί ότι ο πατριωτισμός μετριέται με όρους πολεμικής «μαγκιάς», κυρίως απέναντι στην Τουρκία. Είναι οι «αρρενωποί πατριώτες», απέναντι στους «θηλυπρεπείς εθνομηδενιστές». Ξεχνούν όλοι αυτοί ότι η ευκολία επιλογής του πολέμου ως λύσης προσιδιάζει σε απελπισμένες κοινωνίες, σε αυτές που το δικαίωμα στη ζωή δεν αποτελεί αξία και δικαίωμα στην ίδια τους τη χώρα. Ξεχνούν ότι οι δημοκρατικές κοινωνίες έχουν το θάρρος να ομολογούν ότι «φοβούνται» τον πόλεμο, γιατί σέβονται τη ζωή. Ξεχνούν επίσης ότι τέτοιες «αρρενωπές μαγκιές» οδήγησαν αυτή τη χώρα σε εθνικές καταστροφές και χρεωκοπίες. Το να υποχρεώνεις έναν δύσκολο γείτονα σε ειρήνη, είναι πολύ  πιο ηρωικό από το να πέφτεις στην παγίδα του πολέμου. Ο πόλεμος είναι επιλογή θάρρους μόνο ως τελευταίο ανάχωμα για την ειρήνη, όχι όταν τον επιδιώκεις ως απόδειξη «μαγκιάς». Άλλο η εγρήγορση και η αυστηρότητα σε θέματα αρχών, κι άλλο οι κοκορομαχίες και η ρητορική της έντασης.
Ευτυχώς που σήμερα τον τελικό συντονισμό για τις ελληνοτουρκικές, αλλά και για όλες τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας τον έχει ο πρωθυπουργός κι ένα επιτελείο γύρω του που προέρχεται από την Αριστερά. Μια Αριστερά που γνωρίζει πολύ καλά ότι η ειρήνη είναι το πιο δημοκρατικό, το πιο πατριωτικό και το πιο αυστηρό διάβημα πολιτισμού της ανθρωπότητας. Γιατί τον έζησε τον πόλεμο στο πετσί της, και τον έζησε για να διαμορφώσει τις συνθήκες σεβασμού της ανθρώπινης ζωής. Μια Αριστερά που δεν μπορούν πλέον να την ενοχοποιήσουν οι κατηγορίες περί εθνομηδενισμού και προδοσίας. Αυτά γίνονταν κάποτε σε αυτή τη χώρα, κι ας επιθυμεί ο  κ. Σαμαράς και η ακροδεξιά παρέα του να τα επαναφέρει, ενισχύοντας τη Χρυσή Αυγή. Αυτά συμβαίνουν σε χώρες αυταρχισμού όπως η Τουρκία, όπου οι πολίτες διώκονται με την κατηγορία του εθνομηδενιστή και του προδότη.

Η περίπτωση των δύο ελλήνων αξιωματικών

Η κράτηση των δύο αξιωματικών συνεχίζεται. Άλλοι συνδέουν την κράτηση αυτή με τους 8 τούρκους αξιωματικούς, άλλοι με το προσφυγικό και άλλοι με την ΑΟΖ της Κύπρου. Τι ισχύει, κατά τη γνώμη σου; Πώς θα  εξελιχθεί η υπόθεση;
Η Τουρκία, αν δεν θέλει να κόψει κάθε επαφή με όλες τις έννοιες του δικαίου (καλής γειτονίας, διεθνούς, κλπ), θα απελευθερώσει άμεσα τους έλληνες στρατιωτικούς. Προσπάθησε να συνδέσει αυτό το απλό, μεθοριακό επεισόδιο με τους 8 τούρκους αξιωματικούς, γνωρίζοντας ευθύς εξαρχής και η ίδια ότι αυτό δεν γίνεται. Σ’ αυτή την παγίδα ωστόσο έπεσαν και κάποιοι από την Ελλάδα. Γενικώς, τον τελευταίο καιρό επικράτησε η λογική του πολέμου της ατάκας με την Τουρκία: ποιος θα πει τη μεγαλύτερη «πατριωτική εξυπνάδα».

Η Τουρκία βυθίζεται στο μεγάλο παιχνίδι

Πώς διαμορφώνεται η σχέση ΗΠΑ Τουρκίας, με βάση τα νέα δεδομένα;
Η Τουρκία έχει μπλέξει σε ένα μεγάλο παιχνίδι στη Μέση Ανατολή, κι έχει μπλέξει γιατί πρωτίστως φοβάται. Φοβάται τον αναθεωρητισμό, αλλά αντί να τον απομακρύνει ως δυνατότητα με δημοκρατικούς τρόπους –λύση του κουρδικού και δημοκρατία στο εσωτερικό της, καλή και δημοκρατική γειτονία με τα γύρω κράτη- βυθίζεται όλο και περισσότερο στο παιχνίδι επίδειξης ισχύος και εντέλει αναθεωρητισμού. Όσο βυθίζεται όμως σε αυτό τόσο αυξάνει τις εξαρτήσεις της από την πολιτική της Ρωσίας και των ΗΠΑ και των μεταξύ τους σχέσεων. Δεν μπορεί λοιπόν να τραβήξει μια πολιτική σύγκρουσης με τις ΗΠΑ στα άκρα, γιατί αυτό θα την μετέβαλε αυτομάτως σε ένα μεσοανατολικό πρόβλημα την ίδια. Η επένδυση αποκλειστικά στη συμμαχία με Ρωσία και Ιράν δεν την φέρνει αντιμέτωπη μόνο με την ΕΕ και τις ΗΠΑ αλλά και με ένα σημαντικό μέρος της σουνιτικής Μέσης Ανατολής. Από την άλλη μεριά, το γεγονός ότι η Ελλάδα στα Βαλκάνια αναπτύσσει μια δημοκρατική πολιτική ισότητας και φιλίας με τις γειτονικές χώρες, απομακρύνοντας έτσι το ενδεχόμενο μεσοανατολικοποίησης των ήδη βεβαρυμένων Βαλκανίων, συνιστά το πιο φιλόδοξο, πατριωτικό και ευρωπαϊκό σχέδιο των πολλών τελευταίων χρόνων. Συνιστά επίσης το σημαντικότερο διαπραγματευτικό χαρτί με την Τουρκία, αφού η τελευταία –για να ανήκει στη βαλκανική-ευρωπαϊκή πολιτική γεωγραφία- θα πρέπει να σεβαστεί τους όρους συνύπαρξης που συνασπισμένες αυτές οι βαλκανικές χώρες διαμορφώνουν.

Πηγή: Η Εποχή