Μια συζήτηση του Πέτρου Λινάρδου Ρυλμόν και του Γιώργου Μπάλια με τον διευθυντή του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, Στεβαστιανό Μοιρασγεντή, που ξεκινά από το παγκόσμιο πρόβλημα της κλιματικής κρίσης και εστιάζει στις ευρωπαϊκές πολιτικές, για να καταλήξει στην ελληνική στρατηγική. «Αν θέλουμε να πετύχουμε τον στόχο του 1,5 βαθμού Κελσίου, στα μέσα της δεκαετίας του 2050, οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου θα πρέπει να μηδενιστούν. Επομένως, οι πολιτικές που θα πρέπει να εφαρμοστούν προδιαγράφονται από αυτόν τον «προϋπολογισμό άνθρακα», τονίζει μεταξύ άλλων.
Οι εκθέσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) καταγράφουν μία σειρά στοιχείων, που έχουν να κάνουν με την κλιματική κρίση και καταλήγουν σε προβλέψεις, και μάλιστα ανά περιοχή. Με αυτό το δεδομένο, ποια τα συμπεράσματα που μπορούμε να βγάλουμε συγκεκριμένα για την Ελλάδα;
Η IPCC είναι ένα όργανο των Ηνωμένων Εθνών που δεν παράγει πρωτογενώς επιστημονική γνώση, αλλά αξιολογεί ήδη δημοσιευμένες ερευνητικές εργασίες. Η αποστολή της Επιτροπής είναι να κάνει αυτές τις αξιολογήσεις, ανά επταετία, προκειμένου να παρέχει στις κυβερνήσεις επιστημονικά τεκμηριωμένη γνώση σχετικά με τα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής, έτσι ώστε αυτές να λαμβάνουν τις κατάλληλες πολιτικές αποφάσεις. Η 6η Έκθεση Αποτίμησης ήταν προγραμματισμένη να δημοσιευθεί το 2021, αλλά λόγω της πανδημίας, θα γίνει το 2022. Δεν μπορώ να αναφερθώ σε συγκεκριμένα αποτελέσματα της Έκθεσης, καθώς η διαδικασία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί αλλά και ως συγγραφείς δεσμευόμαστε για εχεμύθεια μέχρι την ολοκλήρωσή της. Αυτό που μπορώ, ωστόσο, να πω είναι ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι πιο σημαντικές από αυτές που είχαν καταγραφεί στην προηγούμενη Έκθεση και γι’ αυτό οι μειώσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που θα απαιτηθούν τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να είναι πιο φιλόδοξες και πιο επείγουσες, τόσο για τις αναπτυγμένες όσο και για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Μπορεί στην Ευρώπη να είμαστε σε μία πορεία μείωσης –εντούτοις μη ικανοποιητικής– των εκπομπών ως αποτέλεσμα των πολιτικών που εφαρμόστηκαν τις τελευταίες δεκαετίας, αλλά και οι αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Κίνα ή η Ινδία που η οικονομική τους ανάπτυξη και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πληθυσμών τους συνοδεύεται ακόμη από αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, θα κληθούν να συντομεύσουν αυτή την αυξητική πορεία, και στη συνέχεια να εφαρμόσουν αποτελεσματικές πολιτικές για τη μείωσή τους. Μόνο υπό αυτές τις προϋποθέσεις, δηλαδή της υιοθέτησης εξαιρετικά φιλόδοξων πολιτικών μείωσης των εκπομπών τόσο από τα αναπτυγμένα όσο και από τα αναπτυσσόμενα κράτη, μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος που έχει τεθεί από τη διεθνή κοινότητα μέσω της συμφωνίας του Παρισιού για περιορισμό της αύξησης της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας ικανοποιητικά κάτω των 2 βαθμών Κελσίου ή ακόμη και στα επίπεδα του 1,5 βαθμού Κελσίου μέχρι το τέλος του αιώνα σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα.
Ήδη οι εκθέσεις το ’20 και το ’21 από τον ΟΗΕ και τον Παγκόσμιο Μετεωρολογικό Οργανισμό καταγράφουν μια αύξηση των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου και εντονότερη χρήση των ορυκτών καυσίμων. Πώς θα αντιστραφεί αυτό το αποτέλεσμα; Η ΕΕ είναι σε θέση να το καταφέρει;
Η κλιματική αλλαγή είναι ένα παγκόσμιο περιβαλλοντικό πρόβλημα και στην ανάλυσή μας πρέπει να ξεκινάμε από αυτό το πλαίσιο, και μετά να εστιάζουμε σε επιμέρους γεωγραφικές περιοχές. Αν θέλουμε να πετύχουμε τον στόχο του 1,5 βαθμού Κελσίου, στα μέσα της δεκαετίας του 2050, οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου θα πρέπει να μηδενιστούν. Επομένως, οι πολιτικές που θα πρέπει να εφαρμοστούν προδιαγράφονται από αυτόν τον «προϋπολογισμό άνθρακα». Η ίδια η Σύμβαση Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή αναγνωρίζει ότι αναπτυγμένα και αναπτυσσόμενα κράτη έχουν «κοινές, αλλά διαφοροποιημένες ευθύνες» για το κλίμα. Επομένως, δεν μπορούν να απαιτηθούν από όλους οι ίδιες πολιτικές. Καθώς οι αναπτυγμένες χώρες βαρύνονται ιστορικά με τη δημιουργία του προβλήματος, θα πρέπει να ηγηθούν και της προσπάθειας λύσης του υιοθετώντας σημαντικά πιο φιλόδοξους στόχους μείωσης των εκπομπών σε σχέση με τις αναπτυσσόμενες χώρες. Λύση όμως χωρίς και τη συμμετοχή των φτωχότερων, αναπτυσσόμενων χωρών δεν μπορεί να υπάρξει. Η υιοθέτηση από τους λαούς αυτούς του δυτικού αναπτυξιακού μοντέλου θα οδηγήσει σε μια πρωτοφανή κλιματική κρίση. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, στη Συμφωνία του Παρισιού υπάρχει δέσμευση μεταφοράς πόρων από τις αναπτυγμένες στις αναπτυσσόμενες χώρες, προκειμένου να επιτευχθεί ένα διαφορετικό αναπτυξιακό μοντέλο. Έχοντας λοιπόν αυτά υπόψη, οι αναπτυγμένες χώρες (Βόρεια Αμερική, Ευρώπη, κ.λπ.) θα πρέπει να ηγηθούν της παγκόσμιας προσπάθειας για μείωση και τελικά μηδενισμό των εκπομπών. Στο πλαίσιο αυτό –και πολύ σωστά– η ΕΕ δεσμεύτηκε για απανθρακοποίηση της οικονομίας της έως το 2050. Αντιλαμβανόμενη δε ότι ο αρχικός ενδιάμεσος στόχος που είχε θέσει για μείωση των εκπομπών κατά 40% το 2030, σε σχέση με το 1990, δεν ήταν συμβατός με το στόχο της απανθρακοποίησης, υιοθέτησε στη Σύνοδο Κορυφής του περασμένου Δεκεμβρίου τον πιο φιλόδοξο στόχο της μείωσης των εκπομπών κατά τουλάχιστον 55% σε σχέση με το 1930.
Υπάρχουν μέτρα που μπορούν να υπηρετήσουν αυτό τον σκοπό; Διότι είναι πολύ κρίσιμο χρονοδιάγραμμα η δεκαετία του 2030.
Το πώς θα επιτευχθούν οι στόχοι μείωσης των εκπομπών από τις χώρες της ΕΕ, προδιαγράφονται στα Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) και στα κείμενα Μακροχρόνιας Στρατηγικής για το 2050. Μετά την απόφαση της Συνόδου Κορυφής, και την υιοθέτηση του στόχου στο 55%, όλες οι σχετικές οδηγίες αναμένεται να επικαιροποιηθούν έως τον Ιούνιο. Αυτό σημαίνει και επικαιροποίηση των ΕΣΕΚ.
Στο υφιστάμενο ελληνικό ΕΣΕΚ προδιαγράφονται διάφορες πολιτικές, όπως η απολιγνιτοποίηση, οι ανακαινίσεις των κτιρίων για εξοικονόμηση ενέργειας, η περαιτέρω ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), η ηλεκτροκίνηση, κ.λπ. Η άποψή μου είναι ότι με τις πολιτικές που έχουν σχεδιαστεί και με μικρές σχετικά διορθωτικές παρεμβάσεις, είναι εφικτό να επιτευχθεί ο στόχος του 55%. Εντούτοις, ο τρόπος που σχεδιάζονται οι πολιτικές αυτές θεωρώ ότι θα δυσχεράνει την προσπάθεια της χώρας για περαιτέρω μειώσεις των εκπομπών μετά το 2030 προς την κατεύθυνση της απανθρακοποίησης. Συγκεκριμένα, οι τεχνολογικές επιλογές που δρομολογούνται «εγκλωβίζουν» (lock in) εκπομπές θερμοκηπικών αερίων, από τις οποίες δύσκολα θα απαλλαγούμε μελλοντικά.
Για παράδειγμα, στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής: η απολιγνιτοποίηση είναι η αναγκαία συνθήκη για να φτάσουμε στις μηδενικές εκπομπές. Για να γίνει και ικανή, θα πρέπει το παραγωγικό κενό που δημιουργείται από τις λιγνιτικές μονάδες, να καλυφθεί από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Εντούτοις, ήδη δρομολογείται εγκατάσταση έξι νέων μονάδων φυσικού αερίου, που θα δεσμεύσουν το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας στη χρήση ορυκτών καυσίμων για τις επόμενες τρεις δεκαετίες. Αντίστοιχα το πρόγραμμα των ενεργειακών ανακαινίσεων των κτιρίων είναι προσανατολισμένο στις ήπιες ενεργειακές παρεμβάσεις που θα βελτιώνουν την ενεργειακή κλάση των κτιρίων κατά τρεις κατηγορίες, φθάνοντας για την πλειονότητα των παλαιών κατοικιών στις κατηγορίες Γ και Δ. Για να υποστηριχθεί, όμως, η μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, θα πρέπει να έχουμε κτίρια σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης, που για τις υφιστάμενες κατοικίες σημαίνει κατηγορία Β+ και άνω. Επομένως, τα 60.000 κτίρια που θα ανακαινίζονται κάθε χρόνο, μέχρι το 2030 θα πρέπει να περάσουν ένα δεύτερο γύρο ενεργειακής ανακαίνισης μετά από μία δεκαετία, ενώ σημαντικό μέρος του παλαιού κτιριακού αποθέματος δεν θα έχει ανακαινισθεί καθόλου. Αντί, λοιπόν, το ΕΣΕΚ να προσανατολισθεί στις ριζικές ενεργειακές ανακαινίσεις, επιλέγονται τα «μπαλώματα» των ήπιων ανακαινίσεων.
Γενικότερα, θα μπορούσα να πω ότι το ΕΣΕΚ κα η Μακροχρόνια Στρατηγική διακατέχεται από μια τεχνολογική μονομανία. Στα κτίρια είναι οι ανακαινίσεις χαμηλής φιλοδοξίας και οι αντλίες θερμότητας, στις μεταφορές κυριαρχεί η προώθηση της ηλεκτροκίνησης, κ.ο.κ. Απουσιάζει μια ολιστική αντίληψη της απανθρακοποίησης στη βάση της Αποφυγής (περιορισμός των ενεργειακών αναγκών χωρίς την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής), του Μετασχηματισμού (π.χ. στις μεταφορές προώθηση μέσων φιλικότερων προς το περιβάλλον όπως οι σιδηρόδρομοι και τα μέσα μαζικής μεταφοράς, στη βιομηχανία και στα κτίρια η υιοθέτηση των πρακτικών της κυκλικής οικονομίας, κλπ.), και τέλος της Βελτίωσης (μέσω προώθησης μέτρων ενεργειακής αποδοτικότητας και καθαρών ενεργειακών πόρων). Οι συνέπειες της απουσίας αυτού του ολιστικού πλαισίου θα είναι οδυνηρές μετά το 2030, όταν οι εύκολες τεχνολογικά λύσεις για μείωση των εκπομπών θα έχουν εξαντληθεί.
Μήπως τέτοιου είδους προβλέψεις εντάσσονται στο Ταμείο Ανάκαμψης;
Προς το παρόν, όχι. Ουσιαστικά οι πράσινες δράσεις που προβλέπονται στο Ταμείο Ανάκαμψης παραπέμπουν στο ΕΣΕΚ. Και εδώ αναδεικνύεται άλλη μία αδυναμία του σχεδίου, καθώς οι προαδιαγραφόμενες πολιτικές αδυνατούν να μεριμνήσουν για τους πλέον φτωχούς και αδύνατους, αυτούς που τελικά είναι οι πλέον ευπαθείς στην κλιματική αλλαγή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα και πάλι το πρόγραμμα εξοικονόμησης ενέργειας στις κατοικίες. Παρά τις πολύ υψηλές επιδοτήσεις που προβλέπονται για την υλοποίηση των ενεργειακών ανακαινίσεων, είναι σίγουρο ότι δεν θα κατορθώσουν να εντάξουν τους πλέον φτωχούς και ευάλωτους, αυτούς που τελικά ζουν στις πιο υποβαθμισμένες κατοικίες, καθώς δεν θα υπάρχει δυνατότητα κάλυψης της ίδιας συμμετοχής στο πρόγραμμα. Από την άλλη θα κατευθυνθούν δημόσιοι πόροι προς μεσαία εισοδήματα, που πιθανότατα δεν θα ήταν αναγκαίοι για την υλοποίηση των ανακαινίσεων αυτών. Το παράδειγμα αυτό αναδεικνύει την αναγκαιότητα της υιοθέτησης διαφορετικών υποστηρικτικών πολιτικών για τα νοικοκυριά με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα. Ενώ για τα δεύτερα η υιοθέτηση ενός πλέγματος φοροαπαλλαγών μπορεί να καταστήσει τις ενεργειακές ανακαινίσεις πιο ελκυστικές και χαμηλότερου κόστους για την πολιτεία, για τα πρώτα θα πρέπει να υιοθετηθεί η λογική των βιομηχανοποιμένων ενεργειακών ανακαινίσεων, αποκλειστικά με δημόσιους πόρους ώστε να επιτυγχάνονται οικονομίες κλίμακος.
Η κλιματική αλλαγή φέρνει και ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως είναι οι έντονες βροχοπτώσεις ή η μετατόπιση καλλιεργειών. Δεν θα πρέπει να προβλεφθούν πολιτικές αντιμετώπισης και αυτών των φαινομένων και να φτιαχτούν και οι κατάλληλες υποδομές;
Σε επιστημονικό επίπεδο γίνεται σημαντική έρευνα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη συνολικά σχετικά με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε διάφορους τομείς (γεωργία, τουρισμός, κλπ.), τις πιθανές δράσεις προσαρμογής, κλπ. Εντούτοις, όπως και στην περίπτωση της μείωσης των εκπομπών, όπου επίσης οι τεχνολογίες είναι διαθέσιμες και εμπορικά ώριμες, λείπει η εξειδίκευση των απαιτούμενων πολιτικών που θα οδηγήσουν σε αυτόν τον μετασχηματισμό, τόσο στον τομέα της προσαρμογής όσο και στον τομέα του μετριασμού. Αρεσκόμαστε στην περιγραφή δράσεων και τεχνολογιών, χωρίς να εξειδικεύουμε στις απαραίτητες πολιτικές που θα επιτρέψουν την εφαρμογή τους και την ενσωμάτωσή της στις παραγωγικές δομές της χώρας. Το παράδειγμα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι χαρακτηριστικό. Σήμερα η εγκατεστημένη ισχύς φωτοβολταϊκών και ανεμογεννητριών είναι περίπου 6,6 GW. Το 2030 η εγκατεστημένη ισχύς θα πρέπει να έχει υπερδιπλασιαστεί φθάνοντας τα 15 GW, ενώ το 2050 θα πρέπει να έχει τετραπλασιαστεί ακόμη και στα συντηρητικότερα σενάρια. Πώς όμως θα γίνει αυτό όταν σε όλη τη χώρα υπάρχει μια γενικευμένη αντίδραση στην εγκατάστασή τους; Που θα μπουν αυτά τα συστήματα; Με ποια κοινωνική συμφωνία; Νέοι θεσμοί, όπως οι ενεργειακές κοινότητες, που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην κοινωνική αποδοχή των εν λόγω τεχνολογιών, φαίνεται να αγνοούνται από το σχεδιασμό, χωρίς όμως και να προτείνεται κάτι εναλλακτικό.
Πράγματι είναι ένα εργαλείο συναίνεσης. Αλλά οι συναινετικές θεσμικές λειτουργίες πρέπει να διευρυνθούν.
Εδώ αντί να διευκολυνθούν οι ενεργειακές κοινότητες, οδηγούνται σε μαρασμό.
Η ανάπτυξη των ΑΠΕ γίνεται μόνο προς μία κατεύθυνση, αυτή των αιολικών πάρκων και των φωτοβολταϊκών. Υπάρχουν, ωστόσο, και άλλες δυνατότητες, οι οποίες αγνοούνται. Ταυτόχρονα, δεν δίνεται χώρος για την κοινωνία και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπως υπονόησες με το μαρασμό των ενεργειακών κοινοτήτων, αλλά δίνεται όλος ο χώρος για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Όλα αυτά λείπουν από το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο είναι ταξικά προσανατολισμένο και φοβάμαι ότι θα είναι και εντελώς αναποτελεσματικό, αφού ο στόχος του 37% για την πράσινη μετάβαση είναι αδύνατο να πιαστεί. Είναι έτσι;
Θεωρώ ότι υπάρχει περιθώριο για έργα που μπορούν να ενταχθούν και να επιτευχθεί ο στόχος του 37%. Για παράδειγμα, οι διασυνδέσεις των νησιών με το ηλεκτρικό δίκτυο της ηπειρωτικής Ελλάδας απαιτούν μεγάλες επενδύσεις, που θα συμβάλουν στην κάλυψη του στόχου από πλευράς προϋπολογισμού. Ως προς τις άλλες ΑΠΕ, εκτός φωτοβολταϊκών και αιολικών, αν και η εγκατάστασή τους προβλέπεται στο ΕΣΕΚ, εντούτοις το δυναμικό τους είναι υποδεέστερο και αναμένεται να καλύψει μικρό σχετικά ποσοστό του συνολικού στόχου. Για παράδειγμα στην ηλεκτροπαραγωγή το δυναμικό βιομάζας ή γεωθερμίας ανέρχεται σε περίπου 0,5 GW αντίστοιχα, σημαντικά χαμηλότερα των απαιτήσεων ισχύος που περιγράφησαν προηγούμενα. Το τεχνολογικό στίγμα, λοιπόν, θα το δώσουν τα φωτοβολταϊκά και τα αιολικά. Συμφωνώ με την παρατήρησή σου ότι υπάρχει πολύ μεγάλος χώρος για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Θα έλεγα μάλιστα ότι θα πρέπει να επιδιωχθεί η περαιτέρω εμπλοκή των μεγάλων επιχειρήσεων, ιδιαίτερα στην εγκατάσταση υπεράκτιων αιολικών πάρκων, στην παραγωγή εγχώριου εξοπλισμού για φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες κλπ. Αυτό είναι απαραίτητο για να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη για την ελληνική οικονομία. Από την άλλη, η εμπλοκή των μεγάλων επιχειρήσεων δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει χώρος για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα αλλά και νέες δομές όπως οι ενεργειακές κοινότητες. Αντίθετα, δεδομένων των δυσκολιών που υπάρχουν θεωρώ ότι είναι απαραίτητη η υιοθέτηση υποστηρικτικών πολιτικών ώστε οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι ενεργειακές κοινότητες να αποτελέσουν συστατικά στοιχεία αυτού του μετασχηματισμού.
Αυτό που λες είναι σημαντικό. Ωστόσο, το πρόβλημα παραμένει. Ξέρουμε από τους όρους και προϋποθέσεις του Ταμείο Ανάκαμψης ότι η ανάπτυξη των ΑΠΕ δεν μπορεί να γίνεται εις βάρος της βιοποικιλότητας. Και οι μεγάλες επενδύσεις που γίνονται τώρα στην Ελλάδα είναι βλαπτικές. Υπάρχει τρόπος να συνυπάρξουν; Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στις μεγάλες εταιρείες να ισοπεδώσουν όλα τα βουνά της χώρας. Δεν υπάρχει τέτοια πρακτική σε άλλες χώρες.
Νομίζω ότι με ένα ορθολογικό χωροταξικό πλαίσιο, και ταυτόχρονα με τη μείωση ζήτησης και κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, με αποδοτικότερα συστήματα, και αξιοποίηση όλης της γκάμας επιλογών (μικρές μονάδες μέσω ενεργειακών κοινοτήτων, μεγάλες μονάδες, με χωροταξικό προσδιορισμό, κ.λπ.) μπορεί να βρεθεί η χρυσή τομή. Φυσικά και θα υπάρξουν κάποιες περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Δυστυχώς όλες οι τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής συνοδεύονται στον ένα ή στον άλλο βαθμό με περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Αυτό άλλωστε δεν συνέβαινε και με το λιγνίτη στην Δυτική Μακεδονία και στην Μεγαλόπολη, όπου οι προκαλούμενες επιπτώσεις στην υγεία και το περιβάλλον αν και τεράστιες (εφάμιλλες του κόστους παραγωγής), ποτέ δεν ενσωματώθηκαν στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας και δεν αποζημιώθηκαν οι παθόντες; Δεδομένου δε ότι οι διασυνδέσεις της χώρας επιβάλουν ότι τουλάχιστον το 85% της ηλεκτρικής ενέργειας θα παράγεται εντός της χώρας, κάποιες περιβαλλοντικές επιπτώσεις είναι αναπόφευκτες.
Δεν πρέπει να υπάρξει δίκαιη ισορροπία μεταξύ της ανάπτυξης των ΑΠΕ και της προστασίας της βιοποικιλότητας; Και πώς θα υπάρξει όταν στεφανώνονται τα βουνά;
Όπως ήδη ανέφερα κάθε τεχνολογική επιλογή έχει και μειονεκτήματα όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιδόσεις. Είναι ένα πρόβλημα σύνθετο που απαιτεί σύνθετες δράσεις. Αδιαμφισβήτητα έμφαση θα πρέπει να δοθεί στη μείωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας τόσο με την υιοθέτηση ενός πιο βιώσιμου τρόπου ζωής όσο και με την προώθηση της ενεργειακής αποδοτικότητας. Στη συνέχεια πρέπει να αξιοποιηθούν όλες οι εμπορικά ώριμες διαθέσιμες τεχνολογίες, που θα εξασφαλίζουν τη διατήρηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας σε αποδεκτά επίπεδα. Επομένως, στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να προωθηθούν και μικρά και μεγάλα έργα και προφανώς θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στα υπεράκτια αιολικά πάρκα. Μόνο με τον τρόπο αυτό θα καταστεί εφικτός ο περιορισμός των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που όμως σε κάθε περίπτωση θα είναι μικρότερες από αυτές που βιώσαμε ιστορικά στον συγκεκριμένο παραγωγικό τομέα. Δεν είναι ένας εύκολος μετασχηματισμός, απαιτείται η χάραξη προτεραιοτήτων αλλά και η αποδοχή ορισμένων αρνητικών επιπτώσεων για τις οποίες θα πρέπει να ληφθούν ειδικές μέριμνες ώστε να ελαχιστοποιηθούν. Για την αριστερά όμως η κόκκινη γραμμή δεν μπορεί να είναι η αντίθεση σε κάθε μεγάλο έργο ΑΠΕ, αλλά η εμπλοκή στην εκμετάλλευση τυχόν κοιτασμάτων φυσικού αερίου της περιοχής μας, στην οποία δυστυχώς ενεπλάκη κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας της.
Πράγματι πρέπει να εγκαταλείψουμε κάποια πράγματα, όπως είναι ο λιγνίτης. Θα πρέπει όμως να αντικαταστήσουμε την απασχόληση με νέα απασχόληση, με νέες δραστηριότητες.
Αυτό είναι και ένα από τα κύρια μηνύματα της νέας έκθεσης του IPCC, ότι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί να γίνει ανεξάρτητα από την ικανοποίηση των άλλων στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης, όπως την ορίζει φυσικά η κάθε χώρα. Άλλες οι προτεραιότητες στην Ινδία, άλλες στην Ελλάδα και άλλες στην Γερμανία. Σε κάθε χώρα θα πρέπει να βρεθεί ένα μείγμα πολιτικών που αφενός θα μειώνει τις εκπομπές θερμοκηπικών αερίων και, αφετέρου, θα ικανοποιούνται άλλες κοινωνικές ανάγκες. Είναι ένα μεγάλο στοίχημα το τι θα γίνει στην Μεγαλόπολη και την Πτολεμαΐδα, με το κλείσιμο των λιγνιτικών σταθμών. Στη μετάβαση δεν μπορεί να βγουν όλοι νικητές. Εντούτοις, θα πρέπει να ληφθεί κάθε μέριμνα ώστε να προστατευθούν και να υποστηριχθούν οι πλέον ευάλωτοι.
Πηγή: Η Εποχή