Στον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. υπάρχει μια νέα κατάσταση.
Το βασικό ζήτημα είναι ο στόχος. Και ο στόχος είναι να ανακάμψει ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. το ταχύτερο δυνατό.
Να ασκήσει δυναμική και αποτελεσματική αντιπολίτευση, με ουσία, σχέδιο και περιεχόμενο.
Και να πείσει, στο τέλος, ότι είναι έτοιμος να αποτελέσει εναλλακτική κυβερνητική λύση απέναντι στη διακυβέρνηση της Ν.Δ. και του Μητσοτάκη.
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη: σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. πρέπει να υπερβεί τα προβλήματα που τον οδήγησαν στην εκλογική κατάρρευση του Μαΐου και του Ιουνίου.
Δηλαδή, να αποκαταστήσει τις πολιτικές του λειτουργίες. Ώστε να μπορέσει να διαμορφώσει τη γραμμή του συλλογικά και δημοκρατικά.
Να εργαστεί για τη διαμόρφωση ενός προγράμματος ικανού να συσπειρώσει γύρω του την κοινωνική πλειονότητα.
Να ξαναδώσει νόημα στη ζωή και στη λειτουργία των οργανώσεών του. Και να αξιοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος από τα 140.000 μέλη που ενεπλάκησαν στις διαδικασίες για την εκλογή προέδρου.
Να αποκτήσει ξανά σύνδεση με την κοινωνία. Να παίξει ηγεμονικό ρόλο σε συλλόγους, επιστημονικούς φορείς, συνδικάτα, επιμελητήρια.
Και να οργανώσει τις εσωτερικές του λειτουργίες. Να ξεφύγει από την προβληματική κατάσταση όπου κινητήρια δύναμη για την ανάδειξη οργάνων και την ανάληψη ρόλων ήταν οι κάθε είδους ατομικές φιλοδοξίες.
Ολα αυτά δεν είναι καινούργια. Ούτε είναι κάποιες σοφές διαπιστώσεις που διαφεύγουν από το κόμμα.
Διατυπώνονται κάθε φορά στα συνεδριακά κείμενα. «Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να…».
Το να λέμε τι πρέπει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. δεν έχει κανένα νόημα πλέον. Αν δεν τα κάνει, έχει πρόβλημα.
Γιατί η διαδικασία μας παρέσυρε σε διάφορες αναλύσεις. Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. βρίσκεται σε ένα σημείο ασταθούς ισορροπίας, ανάμεσα στο 3% και στην ανάκαμψη.
Τι δεν πρέπει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.: να εγκλωβιστεί σε εσωκομματικές αντιπαραθέσεις και ξεκαθαρίσματα λογαριασμών που θα τον κρατήσουν για μεγάλο διάστημα με τη μύτη κάτω από το νερό.
Ούτως ή άλλως, η διαφορά των δύο υποψηφίων είναι υπολογίσιμος παράγοντας.
Αν η πλειοψηφία δεν διαχειριστεί την κατάσταση με ηγεμονικό τρόπο, θα αντιμετωπίσει τριβές που ούτε χρειάζονται ούτε θα βοηθήσουν κάποιο σχέδιο.
Από την άλλη, βέβαια, όλα είναι θέμα επιλογής.
Αν η πλειοψηφία σχεδιάζει να εκκαθαρίσει το κόμμα από τη μειοψηφία, θα πρέπει να σταθμίσει τις συνέπειες και να είναι έτοιμη να τις διαχειριστεί.
Και ακριβώς το ίδιο ισχύει και για τη μειοψηφία: αν αποφασίσει να σηκώσει το δικό της μπαϊράκι, οφείλει να σταθμίσει τις συνέπειες ενός άλματος στο κενό.
Συμφέρει κανέναν αυτό; Προφανώς όχι.
Μια τελευταία παρατήρηση: η αντιπαράθεση στα κοινωνικά δίκτυα πήρε χαρακτήρα εξαιρετικά τοξικό.
Αυτή είναι μια μαγική εικόνα. Γιατί στην ψηφοφορία, που οι άνθρωποι ήρθαν σε επαφή μεταξύ τους, δεν συνέβη το παραμικρό.
Αντιθέτως, περίσσεψε η ευγένεια – «Καθήστε μέχρι να έρθει η σειρά σας και θα σας ειδοποιήσω».
«Το παιδάκι σας είναι; Πώς σε λένε, μικρό μου;».
Επομένως, το θέμα είναι απλό. Παίρνουμε τις κομματικές σχέσεις από τον χώρο των κοινωνικών δικτύων και τις μεταφέρουμε στην πραγματική ζωή.
Κι εκεί τις καλλιεργούμε και τις βάζουμε να κάνουν κάτι. Αλληλεγγύη. Πολιτιστική δραστηριότητα στη γειτονιά. Εκδηλώσεις με ενδιαφέρον. Σχέσεις με τα μαγαζιά – «Γεια σας, είμαστε από τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.».
140.000 έχουμε εγγεγραμμένους. Και το ένα τέταρτο να κινητοποιήσουμε, κέρδος θα είναι.
Ασε που αν κινητοποιήσουμε το ένα τέταρτο, θα μαζευτούν αμέσως και οι υπόλοιποι.
Και τέλος, ένα συνέδριο επανεκκίνησης. Αυτό.
Ο Σχολαστικός