Macro

Σε συνεχή διολίσθηση η ελληνική οικονομία

Παρά το μεταρρυθμιστικό μομέντουμ της κυβερνητικής αλλαγής, την επιτυχή ώς τώρα συγκράτηση της εξάπλωσης της πανδημίας στη χώρα και την ετήσια βελτίωση του δείκτη εμπιστοσύνης των καταναλωτών κατά 10 περίπου μονάδες το α΄ εξάμηνο 2020, η ελληνική οικονομία εξασθένησε περισσότερο στη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών και αυτό δεν οφείλεται μόνον στην υγειονομική κρίση του κορονοϊού.

Με δεδομένο ότι οι παραγωγικές επενδύσεις (δηλαδή ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου) είναι ο βασικός κινητήρας της ανάπτυξης κάθε οικονομίας και στην ελληνική περίπτωση αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του αναπτυξιακού προγράμματος της κυβέρνησης, δεν μπορεί να διαφύγει της προσοχής η σαφής τάση υποχώρησής τους σε απόλυτα και σχετικά νούμερα τελευταία.

Συγκεκριμένα, το α΄ τρίμηνο 2020, δηλαδή προ πανδημίας, οι επενδύσεις στην Ελλάδα κατέγραψαν την 5η χειρότερη επίδοση στην ευρωζώνη (έπειτα από Λουξεμβούργο, Μάλτα, Τσεχία και Γαλλία) με κάμψη 8,4% έναντι 4,3% της ευρωζώνης συνολικά. Εξέλιξη που διαψεύδει τον υπουργό Οικονομικών όταν δηλώνει πως «το κυριότερο επίτευγμα του πρώτου χρόνου διακυβέρνησης ήταν η σταθεροποίηση της οικονομίας, η είσοδός της σε αναπτυξιακή τροχιά, πριν από την εξάπλωση της υγειονομικής κρίσης» («Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής», 5/7/2020).

Μάλιστα, η σύγκριση με την ομοειδή σε οικονομικό μέγεθος και τουριστική εξειδίκευση Πορτογαλία είναι αποκαλυπτική: στην Πορτογαλία, αντίθετα με την Ελλάδα, οι παραγωγικές επενδύσεις συνέχισαν να αυξάνουν στη διάρκεια της τελευταίας τριετίας. Σημειώνεται πως η Πορτογαλία έχει ώς τώρα 13 περίπου φορές περισσότερα κρούσματα κορονοϊού από ό,τι η Ελλάδα και 8 φορές περισσότερους θανάτους εξαιτίας της πανδημίας, χωρίς αυτό να εμποδίζει την επίτευξη ανάλογων με τη χώρα μας ρυθμών οικονομικής δραστηριότητας: σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2020 η Ελλάδα και η Πορτογαλία θα γνωρίσουν ύφεση κατά 9% και 9,5% αντίστοιχα, ενώ το 2021 θα ανακάμψουν κατά 6% και 5,2% αντίστοιχα, με την ευρωζώνη να έχει καλύτερες επιδόσεις (-8,7% το 2020 και 6,1% το 2021).

Οι προβλέψεις αυτές δεν περιλαμβάνουν το ενδεχόμενο ενός δεύτερου κύματος κορονοϊού το φθινόπωρο, ενδεχόμενο πλέον πολύ πιθανό μετά την αναζωπύρωση που παρατηρείται τελευταία σε πολλές χώρες που διέκοψαν τα μέτρα της καραντίνας (lockdown). Αν λάβουμε υπόψη τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ που εξετάζουν και το σενάριο του δεύτερου αυτού κύματος, τότε για την Ελλάδα το 2020 η ύφεση αναμένεται να φθάσει το 9,8% και η ανάκαμψη το 2021 να περιοριστεί σε 2,3% έναντι 2,8% για το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας.

Πρόκειται, ασφαλώς, για πολύ χειρότερες προβλέψεις συγκριτικά με αυτές της ελληνικής κυβέρνησης η οποία στο δυσμενές εναλλακτικό σενάριο του Προγράμματος Σταθερότητας εκτιμά ύφεση 7,9% το 2020 και ισχυρή ανάκαμψη 8% το 2021. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με το πιθανότερο δυσμενές σενάριο του ΟΟΣΑ, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το 2021 προβλέπεται να είναι 65% ασθενέστερη από αυτό που προβλέπει το Υπουργείο Οικονομικών εκτιμώντας ταχεία ανάταξη της οικονομίας: «Το σημαντικό βέβαια είναι πως όλοι συμφωνούν ότι, υπό την προϋπόθεση της αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης, αυτή η κάμψη θα είναι παροδική και το 2021 θα είναι μια χρονιά ισχυρής ανάκαμψης. Το αν αυτή η ανάκαμψη καλύψει όλες τις απώλειες που έχουμε ως χώρα το 2020 θα εξαρτηθεί, πρωτίστως, από την αποτελεσματική αντιμετώπιση του αιτίου» (συνέντευξη Χρ. Σταϊκούρα στη «Real News», 5/7/2020).

Ως αίτιο ο κ. Σταϊκούρας θεωρεί εσφαλμένα μόνο την πανδημία, παραβλέποντας έτσι την οικονομική κρίση που προηγήθηκε και υποφώσκει, όπως μαρτυρεί η όξυνση του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας και άλλοι παράγοντες. Επιπλέον, πρόσφατη επίσημη αμερικανική μελέτη συμπεραίνει πως οι μακροοικονομικές συνέπειες των πανδημιών είναι σημαντικές και εξακολουθούν να υφίστανται για δεκαετίες («Longer-Run Economic Consequences of Pandemics», Federal Reserve Bank of San Francisco, 2020).

Ομως, ακόμη κι αν η οικονομία ανακάμψει ισχυρά με 8%, οι απώλειες της φετινής ύφεσης δεν καλύπτονται. Ο δε υπουργός σφάλλει όταν προσδοκά επιστροφή της ανεργίας το 2021 σε επίπεδα χαμηλότερα και από τα περυσινά. Οπως αποκαλύπτει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, η μέχρι προσφάτως μείωσή της (14,4% τον Μάρτιο) «θα ήταν θετική εάν συνοδευόταν με αύξηση της απασχόλησης. Αυτό όμως που συμβαίνει είναι η αύξηση των οικονομικά μη ενεργών ατόμων», ο αριθμός των οποίοι ανεβαίνει κατά 275.000 το α΄ τρίμηνο 2020. «Επομένως, η κατάσταση στην αγορά εργασίας είχε αρχίσει να επιδεινώνεται από το τελευταίο τρίμηνο του 2019, ενώ η εκδήλωση της υγειονομικής κρίσης φαίνεται να οδηγεί σε περαιτέρω επιδείνωση, εντείνοντας την επισφάλεια και αβεβαιότητα των εργαζομένων» (6ο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, Ιούλιος 2020).

Βάσει του δυσμενούς σεναρίου του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, ο αριθμός των απασχολουμένων το 2020 αναμένεται να μειωθεί κατά 192 χιλιάδες άτομα, εφόσον το ΑΕΠ μειωθεί κατά 10%. Σύμφωνα, δε, με την ΕΡΓΑΝΗ, στο α΄ εξάμηνο 2020 οι μισθωτοί εργαζόμενοι είναι 253.000 λιγότεροι από την ίδια περίοδο πέρσι. Με τον τουρισμό φέτος 70% μειωμένο, τις ενισχύσεις του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης να καθυστερούν και την πολιτική της κυβέρνησης να περικόπτει 20% τους μισθούς, η ελληνική οικονομία δείχνει εξαιρετικά αδύναμη να διαφύγει τον ολισθηρό δρόμο της κάμψης στον οποίο εκ νέου βρέθηκε.

Ο Κώστας Καλλωνιάτης είναι Οικονομολόγος

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών