Τη συνέντευξη με τον καθηγητή Οικονομίας της Κοινωνικής Πολιτικής, Σάββα Ρομπόλη πήρε ο Νίκος Γιαννόπουλος
Είναι βαθύς γνώστης του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας και ταυτόχρονα διαθέτει πάντα μία προοδευτική ματιά για τα πράγματα, μακριά από τις νεοφιλελεύθερες δοξασίες. Ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, Σάββας Ρομπόλης εξηγεί τι σημαίνει και γιατί πρέπει να αποφευχθεί η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας επικουρικής ασφάλισης, όπως την οραματίζεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Η συνέντευξη του συνεργάτη του πρωθυπουργού, του κ. Πατέλη, προϊδεάζει για συγκεκριμένες εξελίξεις στο ασφαλιστικό. Είχαμε πάρει ήδη μία γεύση από την έκθεση Πισσαρίδη. Γιατί επιμένει η κυβέρνηση;
Γιατί ουσιαστικά η πρόταση της κεφαλαιοποίησης (ιδιωτικοποίηση) της δημόσιας επικουρικής ασφάλισης εντάσσεται στο πλαίσιο των επιλογών της αναπτυξιακής πολιτικής της Επιτροπής Πισσαρίδη, η οποία αποτελεί μία νεοφιλελεύθερη (shock therapy) επιλογή τύπου Λατινικής Αμερικής, Ανατολικής Ευρώπης και Βαλκανίων. Δεσπόζουσα θέση αυτής της επιλογής για την ελληνική οικονομία κατέχουν οι ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων και δημόσιων υποδομών, καθώς και η εγκαθίδρυση όρων ασιατοποίησης στις εισοδηματικές, εργασιακές, κοινωνικές διαστάσεις της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας. Ακριβώς σ’ αυτό το πλαίσιο, η πρόταση, μεταξύ των άλλων, «της εισαγωγής του κεφαλαιοποιητικού συστήματος στο δεύτερο πυλώνα της κοινωνικής ασφάλισης» θεωρείται από την Επιτροπή Πισσαρίδη «αναπτυξιακό μέτρο», μέσω της συσσώρευσης των αποταμιεύσεων των καταβαλλόμενων ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων, οι οποίες θα επενδύονται στις κεφαλαιαγορές. Αντίθετα, η ποσοτική επεξεργασία, η ανάλυση και η τεκμηρίωση αναδεικνύει με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι πρόκειται για επιλογή υψηλού οικονομικού-δημοσιονομικού (57 δισ. ευρώ κόστος μετάβασης που προστίθενται στο δημόσιο χρέος) κινδύνου καθώς και κοινωνικού κινδύνου, με την έννοια της κατάργησης της αλληλεγγύης των γενεών και της δημιουργίας συνθηκών σύγκρουσης των γενεών και με την αποκλειστική εμπλοκή ιδιωτικών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, τραπεζών, κεφαλαιαγορών, κ.λ.π., λειτουργώντας ουσιαστικά σε επισφαλείς συνθήκες διαχείρισης 2,5 δισ. ευρώ καταβαλλόμενων ασφαλιστικών εισφορών.
Μη πολιτικά ορθή επιλογή, κατά το ΔΝΤ
Ο κ. Πατέλης στις δηλώσεις του ισχυρίστηκε επίσης ότι ο θεσμός του «προσωπικού κουμπαρά» υπάρχει ήδη σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Τι ακριβώς ισχύει;
Πολλές χώρες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης δεν έχουν επιχειρήσει να μετατρέψουν ένα ήδη διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με την έρευνα και τη σχετική βιβλιογραφία, τα διανεμητικά κοινωνικο-ασφαλιστικά συστήματα για να διατηρήσουν τη μακροχρόνια οικονομική τους ισορροπία επιλέγουν παρεμβάσεις παραμετρικού χαρακτήρα. Έτσι, στις χώρες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης έχουν επιλέξει παρεμβάσεις παραμετρικών αλλαγών καθώς και προαιρετική δημιουργία κεφαλαιοποιητικών ταμείων από την αρχή χωρίς ελλείμματα και κόστη μετάβασης, όπως συμβαίνει με τα Ταμεία Επαγγελματικής ασφάλισης του δεύτερου πυλώνα που υπάρχουν με βάση την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2341/2016 και τους Ν.3029/2002 και Ν.4680/2020 και στη χώρα μας.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι με την οικονομική συγκυρία της μεγάλης ύφεσης, η κυβέρνηση θα έκανε δεύτερες σκέψεις. Δεν είναι ανασχετικός παράγοντας στο σχέδιό της η ύφεση;
Πράγματι σε όρους μιας ορθολογικής και αποτελεσματικής επιλογής και ιδιαίτερα στις σημερινές και αυριανές συνθήκες οικονομικής κρίσης και ύφεσης, υψηλής ανεργίας, χαμηλών εισοδημάτων, διεύρυνσης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης και των ανισοτήτων, θα μπορούσαν να υπάρχουν δεύτερες σκέψεις, προκειμένου να αποφευχθούν από την κεφαλαιοποίηση (ιδιωτικοποίηση) της δημόσιας επικουρικής ασφάλισης, οι προαναφερόμενες σοβαρές συνέπειες στην οικονομία, την κοινωνική προστασία, τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους. Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ακόμη και αντίστοιχες εκθέσεις του Δ.Ν.Τ. (Nicolas Barr, 2000) και της ΕΚΤ (2019) συνιστούν ότι δεν είναι πολιτικά ορθή μία επιλογή της μετάβασης σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα ενός ήδη υπάρχοντος διανεμητικού συστήματος, δεδομένου ότι επιδεινώνεται το βιοτικό επίπεδο των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων και ταυτόχρονα προστίθεται στο δημόσιο χρέος της χώρας το κόστος μετάβασης.
Σε πρόσφατο άρθρο σας στην «Αυγή» διατυπώσατε την άποψη ότι «είναι μύθος το επιχείρημα του υψηλού ποσοστού αναπλήρωσης της ultra κεφαλαιοποιημένης επικουρικής σύνταξης των νέων εργαζομένων που θα επιλέξουν το σύστημα των ατομικών λογαριασμών». Μπορείτε να μας εξηγήσετε γιατί είναι μύθος;
Είναι μύθος γιατί οι συνταξιοδοτικές προσδοκίες στην ultra-κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης βασίζεται στις αποδόσεις των κεφαλαιαγορών. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι οι συντελούμενες χρηματοπιστωτικές κρίσεις (1993, 1998, 2001, 2008) είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του επιπέδου των κεφαλαιοποιημένων συντάξεων τουλάχιστον κατά 50%. Το ίδιο επιχείρημα του υψηλού ποσοστού αναπλήρωσης (70%) προέβαλε στη Χιλή η κυβέρνηση Πινοσέτ. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι το 2015 ο μέσος συντελεστής αναπλήρωσης στις κεφαλαιοποιημένες συντάξεις της Χιλής ήταν μόλις 37%, λόγω της δημογραφικής γήρανσης και των χρηματοπιστωτικών κρίσεων.
Τι χαρακτήρα θα έπρεπε να είχε μία πραγματικά ριζική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού που θα έχει ως κύριο στόχο τη διατήρηση της αλληλεγγύης των γενεών και την προάσπιση του δημόσιου χαρακτήρα του συστήματος;
Είναι κοινότυπη η διαπίστωση ότι το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες έχει δεχθεί διαδοχικές παρεμβάσεις που ως κεντρικό στόχο, ιδιαίτερα κατά την δεκαετία των ασκούμενων μνημονιακών πολιτικών, είχαν τη μείωση του επιπέδου (63 δισ. ευρώ 2010-2019) των συντάξεων (κύριων και επικουρικών), τη μείωση της κρατικής χρηματοδότησης (από 9,2% του ΑΕΠ το 2017 σε 6,1% του ΑΕΠ την περίοδο 2018-2070 και σε 14 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης από 6,75% του ΑΕΠ σε 6,03% του ΑΕΠ την περίοδο 2018-2070) και τη μείωση (από 17,1% του ΑΕΠ το 2017 σε 12% του ΑΕΠ το 2070 και σε 14 κράτη-μέλη της Ε.Ε. από 11,3% του ΑΕΠ το 2017 σε 11,4% του ΑΕΠ το 2070) των συνταξιοδοτικών δαπανών. Από τα πρόσφατα αυτά στατιστικά στοιχεία των αναλογιστικών μελετών της χώρας μας και των άλλων κρατών-μελών προκύπτει ότι δεν απειλείται η δημοσιονομική βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στην χώρα μας και την Ευρώπη. Κι αυτό, επειδή για την περίπτωση της Ελλάδας, διατηρείται (μέχρι το 2070) το επίπεδο της συνταξιοδοτικής δαπάνης (κύριας και επικουρικής σύνταξης) σε χαμηλά επίπεδα (12% του ΑΕΠ-34 δισ. ευρώ), ποσοστό πολύ κατώτερο του μνημονιακού πλαφόν του 16,2% του ΑΕΠ, αντιστοιχώντας σε αριθμό συνταξιούχων 2.580.000 ατόμων και σε επίπεδο κύριας και επικουρικής σύνταξης 950-1000 ευρώ μεικτά σε σταθερές τιμές (52% συνολικός συντελεστής αναπλήρωσης από 75% το 2009). Κατά συνέπεια στις συνθήκες αυτές, η προοπτική του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα απαιτεί τη διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα του, την ενίσχυση της διαγενεακής αλληλεγγύης, τη διεύρυνση της αναδιανεμητικότητας, την αποκατάσταση της αναλογικότητας εισφορών-παροχών, τη βελτίωση του οργανωτικο-λειτουργικού επιπέδου του ΕΦΚΑ με κεντρικό στόχο την έγκαιρη και αποτελεσματική εξυπηρέτηση των ασφαλισμένων-συνταξιούχων και τη σταδιακή βελτίωση των συνταξιοδοτικών παροχών και των αντίστοιχων δαπανών τουλάχιστον στο πλαίσιο του πλαφόν του 16,2% του ΑΕΠ.
Πηγή: Η Εποχή