Κοντεύουν πενήντα χρόνια από την πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος του Σoλ Μπέλοου και τίποτε δεν έχει ατονήσει πάνω του, παραμένει ένα κωμικό, αυτοσαρκαστικό, φαρμακερό -oρισμένες στιγμές- βιβλίο με πολλές αυτομυθοπλαστικές προεκτάσεις του συγγραφέα. Ο Μπέλοου γεννήθηκε το 1915, δύο χρόνια αφότου ο πατέρας του ήρθε από την Ρωσία στο Κεμπέκ και από εκεί στο Σικάγο.
Βασικός αφηγητής είναι ο Τσάρλι Σιτρίν, θεατρικός συγγραφέας και βιογράφος, που γνωρίζει μέρες δόξας, με δύο Πούλιτζερ και παραστάσεις στο Μπρόντγουεϊ. Είναι πενηνταπεντάρης, σε καλή φόρμα, με ένα ακριβό αυτοκίνητο, τραπεζικές καταθέσεις και με μια εντυπωσιακή φιλενάδα, την Ρενάτα, που έχει ένα αγοράκι από τον προηγούμενο γάμο της. Ταυτόχρονα ο Σιτρίν πρέπει να αντιμετωπίσει τις υπερβολικές απαιτήσεις της πρώην συζύγου του με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, και η οποία σκοπεύει να τον στραγγίξει οικονομικά σέρνοντάς τον διαρκώς σε δικαστικές διαμάχες.
Ο Σιτρίν γεννήθηκε στο Γουινσκόνσιν, γιος μετανάστη ρωσοεβραίου που ήρθε στην Αμερική από το Κίεβο. Ο τόπος του Σιτρίν είναι το Σικάγο όπου γράφει εμπνεόμενος από τη ζωή και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Η πόλη τον εμπνέει σαν ζωντανός χαρακτήρας, τον φορτίζει ψυχικά κι αυτός την περιγράφει μοναδικά, με τη «Bellovian» ματιά του συγγραφέα δίνοντας τα ωραιότερα παραδείγματα της «urban realism»[1]. Περιγράφει όχι μόνον τις ομορφιές της φύσης, και ειδικά των λιμνών, αλλά και της παρακμιακής πλευράς της πόλης, ενώ δεν παραλείπει την αναπτυσσόμενη βιομηχανία με τις καταστροφικές συνέπειες για το περιβάλλον. Υπάρχει μια δυνατή σκηνή που εξελίσσεται πάνω σε έναν νεοαναγειρόμενο ουρανοξύστη. Εκεί τον έχει ανεβάσει ο μαφιόζος Καντάμπιλε για να τον εκφοβίσει. Σχεδόν αιωρούμενος στο κενό, ο έντρομος Σιτρίν περνάει ακόμη μια δοκιμασία αφού η ζωή του είναι γεμάτη τέτοιες. Ο Καντάμπιλε του έχει ήδη καταστρέψει το πανάκριβο αυτοκίνητο και συνεχίζει να τον τρομοκρατεί γιατί ο Σιτρίν τόλμησε να αμφισβητήσει την αξιοπιστία του σε ένα χαρτοπαικτικό παιγνίδι και απαίτησε να πάρει πίσω τα λεφτά που έχανε. Τώρα, όμως, όσα και να δώσει δεν την γλιτώνει.
Πνεύμα και ύλη, μαφιόζοι και καλλιτέχνες
Ο Σιτρίν, στον παρόντα χρόνο του μυθιστορήματος, που τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, κινείται ανάμεσα σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετα περιβάλλοντα. Πνεύμα και ύλη, μαφιόζοι και καλλιτέχνες: Από τη μια ο αδηφάγος κομπιναδόρος Καντάμπιλε και από την άλλη ο Βαν Χάμπολντ Φλάισερ, ένα σπουδαίος ποιητής που διέπρεψε τις δεκαετίες του ’30 και ’40 αλλά είχε ένα θλιβερό, άσημο τέλος, θαμμένος πια στο νεκροταφείο των φτωχών. Κατά κάποιον τρόπο η εμπλοκή του Καντάμπιλε πυροδοτεί τις μνήμες του Χάμπολντ, την κοινή τους ζωή, την επιρροή του ποιητή πάνω στη σκέψη και στη διαμόρφωση του Σιτρίν. Ο Χάμπολντ, από πατέρα ουγγροεβραίο μετανάστη, πρέσβευε ότι «η Αμερική είναι περήφανη για τους νεαρούς ποιητές της», αλλά στο τέλος της ζωής του δεν συμπεριλαμβανόταν σε καμιά ανθολογία. Για δεκαπέντε χρόνια ήταν σαν αδέλφια με τον Σιτρίν αλλά η επιτυχία του νεότερου τους οδήγησε σε μια οξυμένη αντιπαλότητα, σε σημείο να του αποσπάσει ο Χάμπολντ με ίντριγκα αρκετά χρήματα. Στο τέλος όμως θα επιστραφούν στον Σιτρίν με άλλο τρόπο αφού, πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Χάμπολντ, βρέθηκε στη διαθήκη του ένα σενάριο που είχαν δουλέψει μαζί και κάποιοι το είχαν κλέψει για να γυριστεί μια πετυχημένη ταινία.
Με το σενάριο αυτό, ο Σιτρίν εμπλέκεται σε νέες διενέξεις και συμβιβασμούς με τους παραγωγούς, κερδίζοντας πάντως χρήματα που τα είχε ανάγκη για τη σπάταλη Ρενάτα και την απαιτητική Ντενίζ. Όμως και πάλι ο Καντάμπιλε θα αναμιχθεί στις διαπραγματεύσεις με τα στούντιο για να «βοηθήσει» τον Σιτρίν παίρνοντας ποσοστά, ενώ απαιτεί να βοηθήσει την νεαρή σύντροφό να γράψει το διδακτορικό της βασισμένο στο έργο του Χάμπολντ! Δυσάρεστη αίσθηση αφήνει η κακοποιητική συμπεριφορά του Χάμπολντ απέναντι στη γυναίκα του που -μαζί με τα υπόλοιπα- αναρωτιέσαι τι ακριβώς θαύμασε ο Σιτρίν σ’ αυτό το εγωκεντρικό και αυτοκαταστροφικό άτομο ώστε να αναχθεί η σχέση τους σε «δεσμό εκστατικής ευτυχίας»;
Ο Σιτρίν για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες, την ηλικία, τη λήθη και το άγχος του θανάτου καταφεύγει στη θεοσοφία και τον μυστικισμό, με δάσκαλο τον Ρούντολφ Στάινερ (τον οποίο συνάντησε και ο Κάφκα, σύμφωνα με τα ημερολόγιά του). Θα λέγαμε ότι όλος του ο αγώνας είναι η αγωνία και το βάρος της θνητότητας εξ ου και οι ιδεαλιστικές θεωρίες που τον ελκύουν, κόντρα στην υλιστική πραγματικότητα.
Τα άγχη και τα πάθη των νεκροζώντανων
Θεοσοφία, μαφία, το Σικάγο, η Αμερική «ως πείραμα Θεού», καταναλωτισμός και φιλοχρηματία, λυρισμός και χυδαιότητα, ο Εβραϊσμός της Αμερικής, η νοσταλγία της Ευρώπης, είναι μερικά από τα θεματικά μοτίβα αυτού του άναρχου, φιλόδοξου έργου, το οποίο δεν υποδέχτηκαν θερμά οι κριτικοί όταν κυκλοφόρησε. Όμως το βιβλίο χάρισε στον Μπέλοου το Pulitzer τη χρονιά που κέρδισε και το Νόμπελ το 1976.
Ο Φίλιπ Ροθ, που μαθήτευσε δίπλα στον Μπέλοου, τον αποκάλεσε «Κολόμβο της πεζογραφίας» γιατί «ο Μπέλοου λειτούργησε πράγματι σαν Κολόμβος για ανθρώπους όπως εγώ, τα εγγόνια μεταναστών που, μετά απ’ αυτόν, θα έβαζαν στόχο να γίνουν αμερικανοί συγγραφείς»[2].
Στο Δώρο του Χάμπολντ εδρεύει η καρδιά της Αμερικής, της παγκοσμιοποιημένης μυθοπλασίας και ο ιδιόμορφος ρεαλισμός του Μπέλοου με καταβολές από τον Λόρενς Στερν και τους μοντερνιστές. Ποτέ δεν έχεις την αίσθηση ότι είναι ένα παρωχημένο κείμενο κι ας λείπει από μέσα η σύγχρονη τεχνολογία. Είναι τόσος ο όγκος των πληροφοριών και των αλληλένδετων γεγονότων, τόση η ένταση της φωνής του Σιτρίν/Μπέλοου, που αντιστοιχεί στη σημερινή υστερική μεταμοντέρνα κατάσταση μιας κοινωνίας χωρίς αυτοεπίγνωση και αυτοκριτική.
Στο βάθος, στο σκοτεινό τοπίο, παραμονεύει ο μεταφυσικός τρόμος. Άραγε άξιζε να περάσει όλα αυτά ο ήρωάς μας; Στο φινάλε, όταν κηδεύει ξανά σε ένα καλύτερο κοιμητήριο τη σορό του Χάμπολντ, χαμηλώνει τους τόνους, θάβοντας τις φιλοδοξίες των ζωντανών. Το βλέμμα του επικεντρώνεται στα λουλούδια που φύονται ανάμεσα στους τάφους – είναι κρόκοι. Ό,τι και νά ’ναι δεν έχουν τα άγχη και τα πάθη των νεκροζώντανων πάνω και κάτω από τη γη. Κάπου εκεί ο Μπέλοου μας αφήνει το δικό του μυθιστορηματικό δώρο. Ας πούμε ότι ο είναι ο σημαντικότερος αμερικανός συγγραφέας του 20ού αιώνα για να αφήσουμε χώρο για κάποιους άλλους στον 21ο.
Σημειώσεις
1. James Wood, The Irresponsible Self. On Laughter and the Novel. Pimlico 2005.
2. Rhilip Roth Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους. Πόλις 2014 και Rhilip Roth “Κουβέντες του συναφιού”. Πόλις 2004.
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης είναι συγγραφέας.