«Η Επιτροπή» του Αλέκου Σμπαρούνη (εκδ. Νεφέλη) κάνει την ελληνική γλώσσα λάστιχο, χωρίς ποτέ να την κακοποιεί, και διηγείται με ρητορική ευφράδεια ιστορίες για σημεία και τέρατα της ελληνικής πραγματικότητας.
«Δε θα μου χαλάσουν εμένα την επέτειο». Η Γιάννα Μιχαλοπούλου είναι έξαλλη. Η υπουργός Πολιτισμού, η κυρία Σφενδώνη, της τηλεφώνησε να της πει ότι «οι εργασίες της Επιτροπής πρέπει να ανασταλούν μέχρι νεωτέρας – άκου εκεί, το τέρας». Στο μεταξύ ο δικαιοφιλόσοφος Στέλιος Γνάθος την περιμένει να συζητήσουν για τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής, «δεν θα ανεχθώ την συμπαρουσία του αξέστου και προπέτου Γεωργαρά», της λέει. «Αφήστε τις ετερότητες κατά μέρος (…) την ετερότητα του νοήματος εγώ τη συνέλαβα, εγώ την υπέλαβα, εγώ την υπέβαλα, εγώ την απέβαλα _ ήλθον είδον ενίκησα, φτάνει πια…». Κι έπειτα, να, και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μυταράκης στο τηλέφωνο, φίλος του άντρα της από το Χάρβατ. «Τώρα σφίξαν τα γάλατα Γιάννα μου (πάντα χωριάτης κατά βάθος ο Μυταράκης), εκατόμβες νεκρών, δεν μπορούμε να σχεδιάζουμε παρελάσεις φουστανελοφόρων (…) κατέβασε λίγο στροφές». Αλλά η ίδια, «το μόνο που δεν σκεφτόταν ήταν η φουστανέλα». Το είχε μάθει από παλιά. «Το παρελθόν, ιδίως το ένδοξον, είναι η πιο ασφαλής οδός προς την δόξαν του μέλλοντος, όχι για το έθνος, μπαρμπούτσαλα, αλλά για κάθε φιλόδοξα σκεπτόμενο πολιτικό άνδρα (όπου εδώ η κατηγορία άνδρας χωρούσε πολύ άνετα και κάθε πραγματικά φιλόδοξη γυναίκα)…».
Μια ανελέητη σάτιρα, σάτιρα πολιτική και κοινωνική, είναι η Επιτροπή του Αλέκου Σμπαρούνη (εκδ. Νεφέλη), που κάνει την ελληνική γλώσσα λάστιχο, χωρίς ποτέ να την κακοποιεί, και διηγείται με ρητορική ευφράδεια ιστορίες για σημεία και τέρατα της ελληνικής πραγματικότητας, όπως φανερώθηκαν ετούτη την επετειακή χρονιά η οποία κλείνει σε δύο εβδομάδες.
Μυθιστόρημα αλλά και χρονικό, η Επιτροπή παρουσιάζεται ως «ιστορική μελέτη», παραπέμποντας υπαινικτικά στον Εμμανουήλ Ροΐδη ο οποίος το 1866 είχε χαρακτηρίσει «μεσαιωνική μελέτη» την «Πάπισσα Ιωάννα», μια σάτιρα του ορθόδοξου κλήρου.
Το συγκεκριμένο είδος καλλιεργήθηκε ως όπλο εναντίον των ισχυρών. Πιστός στους κανόνες του, ο συγγραφέας το ανασταίνει με αυτό το βιβλίο ως όπλο ηθικώς ορθό για την κοινή ωφέλεια και όχι ως όπλο αυτοπροβολής, προσπερνώντας την ευκολία της χλεύης και χωρίς να υποκύπτει στην ad hominem προσωπική προσβολή και επιθετικότητα του λίβελου. Ετσι προχωρά στην κατεδάφιση σύσσωμου του συστήματος της οικονομικής, πολιτικής και διανοητικής εξουσίας που «έχει κάτσει πάνω στο σβέρκο» της κοινωνίας.
H πένα του Σμπαρούνη είναι ακομπλεξάριστη, βαθιά καλλιεργημένη και αιχμηρή. Η αφήγησή του, με έναν ρυθμό παραληρηματικό, είναι απολύτως διαυγής. Και κάνει αναρίθμητους διανοητικούς συσχετισμούς ευφυείς, αλλά χωρίς εξυπνακισμό. Εδώ υποφώσκει ο Μένιππος, ο Οράτιος, και ο Αλεξάντερ Πόουπ, εδώ ο Αριστοφάνης και ο Ροΐδης, εδώ, όπως σημείωσε ο Αριστοτέλης Σαΐνης («Εφ.Συν.» 11/12/2021), εκδηλώνονται και η μποστική ελευθεροστομία και το τσιφορικό μπρίο. Ο συγγραφέας της Επιτροπής έχει χιούμορ κατάμαυρο και υπαρξιακή αγωνία. Και το κυριότερο, μας προκαλεί να προβληματιστούμε για το ποιοι είμαστε 200 χρόνια μετά το Εικοσιένα, ποιοι θέλουμε να είμαστε, πώς βλέπουμε την Ελλάδα.
Η Επανάσταση ως μνημείο
Το κλειδί για να… αποκαλυφθούμε ως ελληνική κοινωνία είναι, κατά τον συγγραφέα, η σχέση μας με την υπόθεση των Γλυπτών του Παρθενώνα. Ενάμιση χρόνο πριν από τη συνάντηση Μητσοτάκη – Μπόρις Τζόνσον και πριν να ειπωθούν τα περί «δανεισμού» των Γλυπτών με ανταλλάγματα, ο Σμπαρούνης διαβλέπει την έλευση των «Μαρμάρων» ως το μυστικό όπλο της Γιάννας Μιχαλοπούλου, που όμως θα χαθεί από τα χέρια της.
Οπότε «Τι θα γίνουμε χωρίς Μαρμάρους;» Με αυτό το εύρημα ο συγγραφέας κάνει ένα πικρό σχόλιο για την αέναη ιδεολογική χρήση του αρχαίου κλέους στην αρένα της πολιτικής. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η λέξη «Επανάσταση» έχει εξοριστεί από τις σελίδες του βιβλίου και ότι η «Πρόεδρος» μιλά μόνο για την «Επέτειο της Ανεξαρτησίας και της Παλιγγενεσίας του 1821». Είναι ένας σαφής υπαινιγμός του συγγραφέα ότι η κοινωνική διάσταση της Επανάστασης του Εικοσιένα υποβαθμίστηκε απολύτως από την ελίτ του εορτασμού.
Οπως σχολίασε στην «Εφ.Συν.»: «Εχουμε βάλει τα “μάρμαρα” που πάνω τους “κακιά σκουριά δεν πιάνει”, στο κέντρο της εθνικιστικής μας ιδεοληψίας για την αδιατάρακτη συνέχεια του ελληνισμού, κι αυτό έχει περάσει και σε ένα τμήμα του αριστερού λόγου. Στην Επιτροπή σχολιάζω ότι φτάσαμε να γιορτάζουμε το Εικοσιένα όχι ως “Επανάσταση” αλλά ως “μάρμαρα”, διότι απ’ ό,τι φάνηκε, μόνον ως “Μνημείο” μπόρεσε να γίνει αντικείμενο του επίσημου ενδιαφέροντος… Και φυσικά το μνημείο των μνημείων είναι, όπως κάπου τον αναφέρω, ο Παρεθνώνας».
Η λεξιπλασία είναι ένα από τα εργαλεία του Σμπαρούνη σε αυτό το εγχείρημα, όπως είναι και τα ψευδώνυμα. Ψευδώνυμο είναι και το δικό του όνομα που… πυροβολεί με όπλο τη λογοτεχνία. Αλλωστε με τα ψευδώνυμά τους καθιερώθηκαν και οι νομπελίστες μας. Ολα τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν εμφανίζονται με διάφανα ψευδώνυμα. Τα περισσότερα παραπέμπουν στα πρόσωπα που επιλέχθηκαν για την Επιτροπή του επίσημου εορτασμού «Ελλάδα 1821-2021», όπως αυτά ανακοινώθηκαν σε δύο φάσεις. Πρώτα τα 31 αρχικά «ονόματα» από τον ακαδημαϊκό κυρίως χώρο (7/11/2019) αλλά και από τον εκκλησιαστικό. Μεταξύ τους «ο Δημητριάδος Ignacio, πρώην καθολικός _ του τάγματος Λογιόλα_ νυν ορθόδοξος μητροπολίτης _ όλα κι όλα». Και έπειτα οι 12 της διεύρυνσης (21/2/2020), μαζί τους «ο Παναγιώτης Πάπιας πρώην αρχηγός ΓΕΕΘΑ»… Δίπλα τους, οι πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής Μυταράκης, Βορβορίδης, Τζίφρας (που θα επανεκλεγεί) κ.ά. Ξεχωρίζουν ο Βάσος Περεγκός, alter ego του συγγραφέα, και ορισμένοι αλεξιπτωτιστές χαρακτήρες-μοχλοί για τη δράση.
Διότι στην Επιτροπή συμβαίνουν ακόμη και εγκλήματα και είναι έντονη η πολιτικο-ιδεολογική δράση, που μάλιστα τη βλέπουμε να προβάλλεται στο μέλλον, όμως όχι ως φάρσα, αλλά ως τραγωδία. Μια γενιά αργότερα ο Κώστας Βρακογιάννης θα γίνει επικεφαλής της Αντιπολίτευσης «με το νεοδεξιό κόμμα “Μητριά Πατρίδα”», το οποίο θα συσπειρώσει μεταξύ άλλων τους επιγόνους του φιλοναζιστικού «ΔΑΝΑΗ – Διελληνικός Αρχαίος Νεώτερος και Αιώνιος Ηρωισμός»…
«Δεν τελειώσαμε με τον εθνικισμό»
Τρεις είναι οι βασικοί χαρακτήρες στην Επιτροπή της Γιάννας Μιχαλοπούλου, που φωτίζουν τα διακυβεύματα της Επετείου 1821-2021, όπως την αποδομεί στη δική του Επιτροπή ο Σμπαρούνης. Είναι ο Θάνος Τρίμης, «ο γενικός Ελλην, καθηγητής-ιστορικός και ιστορικός καθηγητής, (…) η έννοια του πανέθνους ήταν δικής του επινοήσεως». Επίσης ο δικηγόρος Περικλής Μπονάνος, «στιβαρά ελληνολάτρης, ρηγοπουλικότερος του Παπαρρηγοπούλου», ο οποίος δέχεται ότι «ο νόμος της αρπαχτής χτίζει καριέρες».
Τελευταίος, ο «αρχαιολόγος Βάσος Περεγκός, γνωστός και ως ο ζωγράφος της αριστεράς», ο μόνος στην Επιτροπή που ρητά «υιοθετεί τον διαλεκτικό υλισμό». Η ηχητική απόδοση του ονόματός του στα γαλλικά (Père Gauche) παραπέμπει στην Αριστερά, κυρίως όμως παραπέμπει πολιτικά και πολιτισμικά στον Χριστόφορο Περραιβό (1773-1863), Φιλικό, αγωνιστή με δράση στον Μοριά και στο Σούλι, που έγραψε πολεμικά Απομνημονεύματα και, κυρίως, υπήρξε στενός συνεργάτης του Ρήγα Φεραίου.
Αυτή η τριάδα πυροδοτεί την ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση στην Επιτροπή, ενώ καλλιεργεί τις φιλοδοξίες της Γιάννας Μιχαλοπούλου ή μπλέκεται στα πόδια της, σε μια εποχή που, όπως λέει στην «Εφ.Συν.» ο Σμπαρούνης, «νομίζουμε ότι, μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, τελειώσαμε με τον εθνικισμό, αλλά κάνουμε λάθος». Ετσι ο Τρίμης εκφράζει τον άκρατο φιλοευρωπαϊσμό ως νεοφιλελεύθερο εκσυγχρονισμό με τον κυνισμό που τον συνοδεύει, ο Μπονάνος τον ευρωσκεπτικισμό και την εθνικιστική ακροδεξιά με την «μπρουταλιτέ» της και ο Περεγκός τον διεθνισμό και την Αριστερά με τον ρομαντισμό αλλά και τις αγκυλώσεις της. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ρήγας είναι η ιδεολογική αναφορά του συγγραφέα της Επιτροπής.
«Σήμερα», σημειώνει, «ο εθνικισμός δεν είναι εμφανής όπως τον είδαμε στο “Μακεδονικό”. Είναι επιμελώς κρυμμένος και εν τέλει περισσότερο ισχυρός. Οι λύσεις που προτείνονται τόσο από τους νεοφιλελεύθερους ευρωπαϊστές όσο και από τους ευρωσκεπτικιστές είναι παμπάλαιες και καθόλου δεν προσπαθούν να θεραπεύσουν την αδικία και την ανελέητη ταξικότητα της κοινωνίας, ούτε να σταματήσουν την καταπίεση. Αυτή τη συνθήκη εκφράζει η παρούσα κυβέρνηση. Οι Τρίμηδες και οι Μπονάνοι είναι στο ίδιο στρατόπεδο κι έχουν μέσα τους τον εθνικισμό. Αυτό θέλησα να πω με το βιβλίο μου. Επίσης ότι ένα κομμάτι της Αριστεράς φοβάται τον διεθνισμό, ίσως ακόμη και ο Περεγκός καθότι αρχαιολόγος».
Μικέλα Χαρτουλάρη
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών