Macro

Sarah O’Connor: Το δικαίωμα στην αποσύνδεση

Αν κάτι είναι τελευταία της μόδας στον κόσμο του Εργατικού Δικαίου αυτό είναι πιθανότατα το «δικαίωμα στην αποσύνδεση». Η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, η Κολομβία, το Περού, η Αργεντινή, η Κόστα Ρίκα και η Ταϊλάνδη ενέκριναν νομοσχέδια το τελευταίο εξάμηνο που σε γενικές γραμμές δίνουν στους εργαζομένους το δικαίωμα να αποσυνδέονται από την τεχνολογική εργασία κάποιες ώρες. Εφόσον κερδίσουν στις επόμενες εκλογές, και οι Βρετανοί Εργατικοί υπόσχονται να κάνουν το ίδιο, «μαθαίνοντας από τις εμπειρίες άλλων χωρών, όπου το μέτρο εφαρμόζεται με επιτυχία».
 
Είναι εύκολο να δει κανείς γιατί η ιδέα έχει τέτοια απήχηση στους πολιτικούς. Τους κάνει να δείχνουν ότι σκέφτονται το μέλλον, ότι ελέγχουν αυτόν τον μεταβαλλόμενο κόσμο και έχουν κάτι να πουν για αυτόν. Το μέτρο απευθύνεται, επίσης, στην πραγματική ανησυχία που προκαλεί σε πολλούς ανθρώπους η διάλυση των ορίων μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής. Η ιδέα τα πάει αρκετά καλά και στις σφυγμομετρήσεις. Έρευνα του Ipsos στη Βρετανία αποκάλυψε πέρυσι ότι το 60% των ενηλίκων τάσσεται υπέρ «νόμων που θα έδιναν στους εργαζομένους το δικαίωμα να αγνοούν προσπάθειες επικοινωνίας σχετιζόμενες με την εργασία τους έξω από το ωράριο ή τις βάρδιές τους». Μόλις το 11% τάχθηκε εναντίον. Η ίδια έρευνα έδειξε, επίσης, ότι το πρόβλημα του να μην έχεις τη δυνατότητα να αποσυνδεθείς δεν περιορίζεται μόνο στους υψηλά αμειβόμενους επαγγελματίες, αν και γίνεται πιο έντονα αισθητό από αυτούς. Περισσότερο από το 80% των ανθρώπων που ο μισθός τους ξεπερνά τις 55.000 λίρες τον χρόνο δήλωσε ότι ελέγχει και απαντά σε μηνύματα εκτός ωραρίου. Το ίδιο, όμως, έκανε και το 65% όσων αμείβονται με λιγότερες από 55.000 λίρες τον χρόνο.
 
Εύκολα διαπιστώνουμε και γιατί οι επικριτές προβλέπουν ότι οι νέοι νόμοι θα καταλήξουν σε καταστροφή, ιδίως τα δρακόντεια μέτρα της Πορτογαλίας που απαγορεύουν στους εργοδότες να επικοινωνούν με τους εργαζομένους τους εκτός ωραρίου. Οι πολιτικές αυτές δεν λαμβάνουν υπόψη την πραγματικότητα του τρόπου δουλειάς των σύγχρονων επιχειρήσεων, όπως υποστηρίζουν. Εργαζόμενοι σε διαφορετικές ζώνες ώρας έχουν διαφορετικά ωράρια. Δεν θα τους επιτρέπεται πλέον να επικοινωνούν μεταξύ τους; Και τι θα γίνει με εκείνους που επιλέγουν το δικό τους ωράριο επιτόπου, κάνοντας ένα διάλειμμα για να πάρουν τα παιδιά τους από το σχολείο ή να πάνε για τζόκινγκ; Θα δέσουμε στ’ αλήθεια εταιρείες και εργαζομένους με γραφειοκρατικούς δεσμούς, αντί να τους αφήσουμε να βρουν τον δικό τους τρόπο;
 
Πέρα, όμως, από την αντιπαράθεση στις χώρες όπου τα νέα δικαιώματα ισχύουν, κάτι πάντα με προβλημάτιζε: Γιατί δεν μαθαίνουμε ποτέ πως τα πάνε αυτά τα μέτρα στην πράξη; Η απάντηση, νομίζω, είναι ότι τα μέτρα είχαν μικρότερο αντίκτυπο από εκείνον που έλπιζαν ότι θα είχε οι υποστηρικτές ή εκείνον που φοβούνταν ότι θα είχε οι επικριτές. Στην Ιρλανδία η Σιόμπρα Ρας, διευθυντικό στέλεχος στη Lewis Silkin του Δουβλίνου, λέει ότι ο «κώδικας πρακτικής» στη χώρα της προκάλεσε «μεγάλη κατακραυγή» όταν το μέτρο άρχισε να εφαρμόζεται το 2021. Δεν παρατήρησε, όμως, στη συνέχεια σχετικές διαμαρτυρίες ή καταγγελίες. Η μεγαλύτερη αλλαγή στις εργασιακές συνήθειες που πρόσεξε είναι ένα νέο υπόμνημα στον πάτο κάποιων ηλεκτρονικών μηνυμάτων, σημειώσεις όπως «Στέλνω αυτό το μήνυμα μέσα στο ωράριό μου, αλλά, εκτός και αν είναι σημαδεμένο ως επείγον, δεν περιμένω απάντηση έξω από το δικό σου ωράριο».
 
Ισως κάτι τέτοιο να είναι αναμενόμενο στην Ιρλανδία που υιοθέτησε μια μετριοπαθή προσέγγιση, όμως τα πράγματα είναι περίπου ίδια και στην Πορτογαλία, που βρίσκεται στο άλλο άκρο του φάσματος. Η Ινιές Ρεΐς, επικεφαλής ανθρώπινου δυναμικού στη νομική εταιρεία PBBR, δηλώνει ότι «τίποτε δεν άλλαξε πραγματικά» εξαιτίας του νόμου. Δεν υπάρχουν καταγγελίες και, όπως και στην Ιρλανδία, υπάρχουν μόνο υποσημειώσεις ότι δεν αναμένεται γρήγορη ανταπόκριση.
 
Η Νάντια Ντ’Αγκοστίνο, διευθυντικό στέλεχος στην Eversheds Sutherland, συμφωνεί πως «δεν υπήρξε μεγάλη αλλαγή στην εργασιακή κουλτούρα». Δηλώνει πως δεν υπάρχουν σημαντικά κίνητρα για τους εργοδότες να συμμορφωθούν επειδή τα πρόστιμα είναι σχετικά χαμηλά ούτε όμως και οι εργαζόμενοι αισθάνονται την ανάγκη να καταγγείλουν τυχόν παραβιάσεις. «Είναι μια δύσκολη καταγγελία» υποστηρίζει η Ντ’Αγκοστίνο. «Δεν υπάρχουν αυτόματες οικονομικές αποζημιώσεις που θα μπορούσες να λάβεις, επομένως είναι ευκολότερο για τους εργαζομένους απλώς να κάνουν τη δουλειά και να δηλώνουν υπερωρίες».
 
Ηταν όλα αυτά τότε χάσιμο χρόνου; Δεν θα το έλεγα. Τα νέα δικαιώματα και κώδικες φαίνεται να ώθησαν εργοδότες και εργαζομένους να σκέφτονται περισσότερο για την επικοινωνία έξω από τον πυρήνα του ωραρίου. Πολλοί νόμοι στην Ευρώπη απαιτούν από τις εταιρείες και τους εργαζομένους να συμφωνήσουν σε μια πολιτική που θα λειτουργεί για αυτούς, κάτι που φαίνεται συνετό με δεδομένες τις επιπλοκές για πολλούς διαφορετικούς οργανισμούς.
 
Υπάρχει, όμως, εδώ και ένα μάθημα για τους ψηφοφόρους: Μην πιστεύετε τόσο εύκολα κάθε εντυπωσιακό πολιτικό μέτρο. Είτε θεωρείτε ότι ένα νέο νομοσχέδιο δείχνει υπέροχο είτε απαίσιο, αναρωτηθείτε πρώτα με ποιον τρόπο η κυβέρνηση σκοπεύει να το εφαρμόσει.

Sarah O’Connor