Macro

Ρωγμές στον δικομματισμό;

Θα προχωρήσουν οι εσωκομματικοί αντίπαλοι του Τραμπ στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στην ίδρυση νέου μετριοπαθούς κεντροδεξιού κόμματος επιβεβαιώνοντας το σχετικό προχθεσινό ρεπορτάζ του Reuters;

Δεν θα πρόκειται για την πρώτη φορά στην Ιστορία των ΗΠΑ που επιχειρείται η συγκρότηση τρίτου πόλου στην πολιτική σκηνή, αλλά σήμερα δίχως αμφιβολία η διαφορά είναι ότι η χώρα βρίσκεται στη δίνη μιας γενικευμένης πολιτικής και κοινωνικής αποσταθεροποίησης.

Κατ’ αρχήν η δημοσιοποίηση των διεργασιών για συγκρότηση τρίτου κόμματος, στις οποίες φέρονται να πρωταγωνιστούν στελέχη των κυβερνήσεων του Ρέιγκαν και των Μπους, πατρός και υιού, αποτυπώνει μια σκληρή για τους εσωκομματικούς αντιπάλους του Τραμπ πραγματικότητα.

Την έμμεση πλην σαφέστατη παραδοχή ότι η μάχη στο πλαίσιο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος είναι χαμένη, με τον Τραμπ κυρίαρχο του παιχνιδιού να απειλεί τους εσωκομματικούς του αντιπάλους με ακύρωση και περιθωριοποίηση.

Το επόμενο εκλογικό ραντεβού στις ΗΠΑ είναι οι ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου του 2022 όπου εκλέγεται το σύνολο της Βουλής των Αντιπροσώπων και ανανεώνεται το ένα τρίτο των μελών της Γερουσίας.

Η οριακή πλειοψηφία των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο και η παράδοση που θέλει τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο -όπως ο Κλίντον το 1994 και ο Ομπάμα το 2010- να καταγράφουν φθορά στις πρώτες ενδιάμεσες εκλογές μετά την είσοδό τους στον Λευκό Οίκο εξ ορισμού δεν ευνοούν όλους όσοι θα χρεώνονταν μια εσωκομματική ανταρσία και πολύ περισσότερο διασπαστική της ενότητας πρωτοβουλία.

Κατά δεύτερο λόγο οι εσωκομματικοί αντίπαλοι του Τραμπ υποτιμούν το γεγονός ότι ο απελθών πρόεδρος αύξησε την εκλογική του βάση τον περασμένο Νοέμβριο σε σχέση με τις κάλπες του 2016.

Αν για το 2016 υπάρχει το ελαφρυντικό του αιφνιδιασμού και της σύγχυσης, για το 2020 δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων του Τραμπ τον ψήφισε μετά λόγου γνώσεως και έτσι νομιμοποίησε την παραβατικότητά του σε σχέση με την κατεστημένη αντίληψη για το πλαίσιο και τους όρους της πολιτικής ορθότητας.

Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η ενδεχόμενη ίδρυση νέου κόμματος χαροποιεί τον Μπάιντεν και το Δημοκρατικό Κόμμα, η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική.

Αν από τη διάσπαση των Ρεπουμπλικανών προκύψει κεντροδεξιό κόμμα με αξιώσεις εκπροσώπησης στο Κογκρέσο, τότε εγγράφεται μια σοβαρή υποθήκη στη δικομματική σταθερότητα του πολιτικού συστήματος της χώρας.

Με άλλα λόγια, διάσπαση των Ρεπουμπλικανών, με τους αποχωρούντες να καταγράφουν υπολογίσιμο ποσοστό, είναι βέβαιο ότι θα πριμοδοτήσει δυναμική εσωτερικών εντάσεων και διαφοροποιήσεων ανάμεσα στη μετριοπαθή και τη ριζοσπαστική πτέρυγα.

Η πιθανή δημιουργία τρίτου κόμματος θα επιτρέψει στον Τραμπ να μετατρέψει τους Ρεπουμπλικανούς σε προσωπική παράταξη, καθιστώντας έτσι τον λαϊκισμό της περιχαράκωσης και της εσωστρέφειας σταθερά του αμερικανικού πολιτικού συστήματος.

Ολα τα παραπάνω αθροιστικά εκ των πραγμάτων υπονομεύουν την προσπάθεια των Μπάιντεν και Μπλίνκεν να διαμηνύσουν με πειστικό τρόπο ότι οι ΗΠΑ επιστρέφουν δυναμικά στη διεθνή σκηνή.

Ενα από τα κύρια γνωρίσματα της ηγεμονικής ισχύος μιας μεγάλης δύναμης, πολύ δε περισσότερο μιας υπερδύναμης, είναι η εσωτερική κοινωνική και πολιτική σταθερότητα, ένα προαπαιτούμενο που παραμένει σήμερα και για το ορατό μέλλον ζητούμενο στις ΗΠΑ…