Εκείνο που συνήθως σκοπίμως αποκρύπτεται όταν αναλογιζόμαστε εξαιρετικές, εξεγερτικές στιγμές και θέλουμε να πάρουμε θέση υπέρ τους, είναι πως οι άνθρωποι που ξεσηκώθηκαν δεν αντιστοιχήθηκαν με τα συνθήματα που έγραψαν στους τοίχους και μάλλον δε θέλησαν να αναλάβουν τις μέριμνες, τις πειθαρχίες και τα κόστη έτσι ώστε να πραγματοποιηθούν οι μεγάλες αλλαγές που ζήτησαν. Η εργαλειακή αυτή χρήση του λόγου είναι ίσως μια από τις πιο εμφανείς διαδικασίες όχι μόνο στη συλλογική αλλά και στην ατομική ψυχολογία.
Στο γαλλικό Μάη του 1968 οι νέοι και νέες διατύπωσαν δεκάδες αιτήματα, ως αξιακές πλαισιώσεις των κινητοποιήσεων τους, πολλά από τα οποία στη μορφή τους ήταν επηρεασμένα από τη γλώσσα των Καταστασιακών. Μια συνοπτική κατηγοριοποίησή τους θα μπορούσε να είναι ως εξής. Αιτήματα αρνητικής εκφοράς, ενάντια στην εξουσία (την καπιταλιστική, τη γενεακή, της πατριαρχίας, της αστικής δημοκρατίας, την εκπαιδευτική, των τυπικών και επαναλαμβανόμενων συμπεριφορών στις ανθρώπινες σχέσεις κ.ο.κ.) και αιτήματα θετικής εκφοράς, υπέρ της σεξουαλικής, πολιτισμικής, πολιτικής και κομματικής και προσωπικής απελευθέρωσης. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζουν και πολλά συνθήματα που «διαπαιδαγωγούν» μέσω της ειρωνείας, τους αστείου, της αυθάδειας.
Οι παιγνιώδεις διατυπώσεις, τα οδοφράγματα, η ζωή με όρους αντιεξουσιαστικής εναντίωσης στην καθεστηκυία κατάσταση, το βίωμα της ελευθερίας, της ερωτικής διάθεσης ήταν προκείμενες πραγματικές που συνέβησαν και, χωρίς αμφιβολία, οι εμπειρίες αυτές εγγράφηκαν με διαφορετικό τρόπο στα υποκείμενα που επιτέλεσαν αυτά και άλλα. Ταυτόχρονα, μετά το Μάη του 1968, ακόμα κι αν η παλινόρθωση της τάξης και της ομαλότητας επήλθαν, οι άνθρωποι στο δυτικό κόσμο με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο ανέμεναν ή και επινόησαν την εκπλήρωση τέτοιων αιτημάτων, αν και κυρίως στην προσωπική τους ζωή. Από την κατανάλωση διαφορετικών και ετερόκλιτων εμπειριών έως το χιπισμό. Από την βαθιά εξατομίκευση, υποκειμενικοποίηση και αισθητικοποίηση της ζωής, μέχρι τη δημιουργία της Nέας Aριστεράς και την νομιμοποίηση – για μια ακόμα φορά στα κινήματα – του αναρχισμού και των αξιών του.
Η «επιστροφή στην κανονικότητα» όμως ήταν η πραγματικότητα που οι άνθρωποι τελικά θέλησαν περισσότερο από την εξέγερση ή τελοσπάντων τη ζωή αλλιώς. Μην αναλαμβάνοντας τις ευθύνες για να πράξουν την υλικότητα των διατυπωμένων επιθυμιών τους, φαίνεται σαν να έπαιξαν για λίγο με τις μεγάλες ιδέες, σαν να θέλησαν για λίγο μόνο μια πιο πλούσια και πλήρη ζωή. Η εκπλήρωση τέτοιων όμορφων και ευγενικών σκοπών θα άλλαζε με τόσο ραγδαίο τρόπο το συνηθισμένο ως τότε τρόπο ζωής. Tο κόστος ή φάνταζε τεράστιο ή απλώς θα ξεβόλευε. Οι εξεγερμένοι, τις στιγμές της μεγάλης έντασης, πράγματι βίωναν την εμπειρία και την επιθυμία ευόδωσης, ωστόσο η εκπόνηση στρατηγικών για αυτήν την ευόδωση θα άλλαζε τα ισοζύγια της μάλλον μέτριας αλλά κατά τα άλλα σχετικά καλής καθημερινότητας. Υποκρισία; Και ναι και όχι.
Η διατύπωση του αιτήματος για μια ζωή με ελευθερία, για μια ζωή με νόημα έτσι ώστε να αναβλύσουν από τους εαυτούς όλες εκείνες οι κρυμμένες ποιότητες που παραμένουν θαμμένες στις εσώτερες στοιβάδες της ψυχικής διάθεσης, παραμένει απλώς μια διατύπωση χωρίς κόστος, σα λόγια στο καφενείο, αν δεν υπάρξει στοχασμός των «κανόνων» που θα επιτρέψουν την πραγματοποίησή του. Μάλιστα, οι «κανόνες» αυτοί δε θα χρειάζονταν να υπακούσουν σε κάποιο παρωχημένο και παραδοσιακό πνεύμα, αλλά να αντλούν από εκείνα που είναι τόσο σύγχρονα και τόσο ενδιαφέροντα: παιγνιώδης διάθεση, αντιεξουσιαστικότητα, αυθορμησία, πειραματισμός κ.ο.κ.
Ο Κώστας Αξελός μπορεί να είχε δίκιο όταν διατύπωνε την άποψη πως, «ο Μάιος του ’68 μου θύμισε ορισμένα στοιχεία της Αντίστασης με τον ενθουσιασμό του, με την αμφισβήτηση, αλλά η αμφισβήτηση ήτανε μερική: τα παιδιά ήθελαν πολύ μερικά αιτήματα, δεν είχανε ολική θέα του όλου θέματος, και επιπλέον δεν φαινόντουσαν να ενδιαφέρονται να κινούνται από μια συνθετική ολική σκέψη, μια ριζική σκέψη, μια σκέψη συνδεμένη με μια ποίηση, και ακόμα περισσότερο από τη γραφτή ή την προφορική ποίηση, με την ποιητικότητα του ίδιου του κόσμου».
Ωστόσο, οι άνθρωποι δεν ξεχνούν τις στιγμές όπου οραματίστηκαν πως ένας άλλος κόσμος ή και ένας άλλος εαυτός είναι εφικτός. Τη δεκαετία του 1980 πολλοί και πολλές που συμμετείχαν στους Μάηδες του 1968 διαδήλωσαν υπέρ ενός κόσμου χωρίς πυρηνικά. Με άλλα λόγια, για να σταθούμε στο μπόι των ονείρων μας, για να ονομάσουμε δηλαδή το νόημα, δεν χρειάζεται να χαμηλώσουμε το πήχη, να καταφύγουμε στην ατομικότητα, τη βολή ή να ζήσουμε με υποκατάστατα. Αρκεί να επινοήσουμε, να εφεύρουμε το αυτή τη στιγμή αδύνατο και ταυτόχρονα επιθυμητό, δηλαδή να παίξουμε το πιο ωραίο παιχνίδι.
ΥΓ η συζήτηση για το Μάη δεν τελειώνει φυσικά σε αυτή την πτυχή. Δομικές συνθήκες επενεργούν και σημαντικοί παίκτες παίζουν ρόλο έτσι ώστε να συγκροτηθεί η πραγματικότητα.