Macro

Ράνια Σβίγκου: Οι δύο Αμερικές που ήρθαν για να μείνουν

Δεν γνωρίζουμε ακόμα τον νικητή των προεδρικών εκλογών, και ίσως να μην γνωρίζουμε ακόμα πότε θα ανακηρυχθεί, από τη στιγμή που ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, και, μάλλον, ηττημένος των εκλογών, είτε έχει προαναγγείλει είτε έχει ήδη κινήσει τις διαδικασίες για επανακαταμέτρηση των ψήφων σε κάποιες πολιτείες. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι η ταχυδρομική ψήφος στην Πενσυλβάνια είναι έγκυρη μέχρι τις 6 Νοεμβρίου, κι ότι στη Βόρεια Καρολίνα δεν θα υπάρξουν τελικά αποτελέσματα μέχρι την επόμενη εβδομάδα, θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι τότε, εκτός αν το αποτέλεσμα στις υπόλοιπες πολιτείες είναι αρκετό για να δώσει σε έναν από τους δύο υποψηφίους τις 270 ψήφους των εκλεκτόρων. Προς το παρόν, ο Τζο Μπάιντεν έχει αποσπάσει τις περισσότερες ψήφους των πολιτών, αλλά ο Ντόναλντ Τράμπ έχει κερδίσει σημαντικές, για το τελικό αποτέλεσμα, πολιτείες, όπως η Φλόριντα και το Τέξας. Οι προσδοκίες του επιτελείου Μπάιντεν για μια σαρωτική νίκη, για μια «μπλε χιονοστιβάδα» (από το χρώμα του κόμματος των Δημοκρατικών) δεν επαληθεύτηκαν, ενώ οι Δημοκρατικοί δεν φαίνεται να κατορθώνουν να αποσπάσουν την πλειοψηφία στη Γερουσία. Αυτό το τελευταίο είναι σημαντικό, διότι, σε περίπτωση επικράτησης του Τζο Μπάιντεν, πολλές μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να απορριφθούν από το συγκεκριμένο νομοθετικό σώμα όπως είχε συμβεί και επί θητείας Ομπάμα.

Σε μια κατάσταση ακόμα εξαιρετικά αβέβαιη, ο νυν πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών γράφει στο τουίτερ, και επαναλαμβάνει στην τηλεόραση, ότι «κάποιος προσπαθεί να αρπάξει τη νίκη» του, ενώ ανακοινώνει μια πολυμέτωπη δικαστική μάχη, για την ακύρωση ή την επανακαταμέτρηση ψήφων. Πρόκειται για ένα ενδεχόμενο το οποίο είχε προβλέψει ο Μπέρνι Σάντερς, σε πρόσφατη τηλεοπτική του συνέντευξη. Μια αμφισβήτηση του αποτελέσματος, που αποτελεί πλήγμα για την αξιοπιστία των δημοκρατικών θεσμών, σε μια ήδη διχασμένη και πολωμένη κοινωνία.

Διότι η αμερικάνικη κοινωνία, όπως αντικατοπτρίζεται και στην ανάλυση των πρώτων ποιοτικών στοιχείων του εκλογικού σώματος που δημοσιεύτηκαν στα αμερικάνικα ΜΜΕ, είναι βαθιά διχασμένη. Φαίνεται ότι ο Μπάιντεν πλειοψήφισε στη νεολαία, στους κατοίκους των αστικών κέντρων, στους πιο μορφωμένους, στις γυναίκες, τις μειονότητες, σε όσους εκφράζονται από τα κινήματα υπεράσπισης των κοινωνικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αγωνίζονται για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Σε αντίθεση, μάλιστα, με την προηγούμενη υποψήφια των Δημοκρατικών Χ.Κλίντον, τον Μπάιντεν στήριξαν κινηματικές δυνάμεις, παρ’ όλο που θεώρησαν το πρόγραμμα των Δημοκρατικών ανεπαρκές σε πολλά σημεία του.

Από την άλλη, σύμφωνα πάλι με τις μέχρι στιγμής δημοσιευμένες έρευνες, η εκλογική δύναμη του Τραμπ εντοπίζεται στους ηλικιωμένους, λευκούς άντρες, στους κατοίκους της επαρχίας, άλλα και σε όσους αισθάνονται να απειλείται ο «παραδοσιακός τρόπος ζωής» τους από την παγκοσμιοποίηση, όσων έχουν χάσει κάθε εμπιστοσύνη στους πολιτικούς και το «κατεστημένο» της Ουάσιγκτον, τις «ελίτ». Η Αμερική των «αναγεννημένων Ευαγγελικών», όσων επιθυμούν την απαγόρευση των αμβλώσεων, η Αμερική του Νότου με τις μνήμες φυλετικού διαχωρισμού, αλλά και η Αμερική όσων αντιστρατεύονται το κοινωνικό κράτος, και τη δημιουργία ενός δημόσιου συστήματος υγείας και ασφάλισης, διότι πιστεύουν το νεοφιλελεύθερο αφήγημα, διότι παραβλέπουν τις φοροαπαλλαγές των πλουσίων, και εχθρεύονται την υπερφορολόγηση. Είναι, δηλαδή, αυτή η Αμερική που επέλεξε τον Ντόναλντ Τράμπ, αυτή τη φορά γνωρίζοντας πια τι εκπροσωπεί και πώς πολιτεύεται.

Και οι δύο Αμερικές, ήρθαν για να μείνουν. Σε μια χώρα που αντιμετωπίζει ταυτόχρονα πολλαπλές κρίσεις, μια οικονομική, που επιδεινώθηκε με την πανδημία, μια κρίση ταυτότητας, όπως διαφάνηκε το προηγούμενο διάστημα, με την έξαρση της αστυνομικής βίας κατά μαύρων, αλλά και μια κρίση αξιοπιστίας των θεσμών, που εκδηλώνεται μέσω της επιδημίας ψευδών ειδήσεων και συνωμοσιολογικών θεωριών, συνυπάρχει και η ελπίδα μιας άλλης Αμερικής: Αυτή που διεκδικεί ίσες ευκαιρίες για όλες και όλους, εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, ελευθερίες. Από το κίνημα Black Lives Matter μέχρι την επανεκλογή και των τεσσάρων γυναικών της αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων (Αλεσάντρια Οκάζιο-Κορτέζ στη Νέα Υόρκη, Ιλχάν Ομάρ στη Μινεσότα, Αγιάνα Πρίσλεϊ στη Μασαχουσέτη, Ρασίντα Τλάιμπ στο Μίσιγκαν), κι από τις δυναμικές και νικηφόρες κινητοποιήσεις διαφόρων συνδικάτων, μέχρι την ισχυρή επανεμφάνιση ενός φεμινιστικού κινήματος, η προοδευτική Αμερική δηλώνει παρών, ασκώντας πίεση από τα αριστερά στο Δημοκρατικό Κόμμα.

Και οι δύο Αμερικές μας αφορούν. Τόσο αυτή της λαϊκιστικής, αντιδραστικής και συνωμοσιολογικής δεξιάς, διότι οι απολήξεις της και οι μιμητές της βρίσκουν, δυστυχώς, ευήκοα ώτα και κοινό και στην Ευρώπη. Αλλά, κυρίως, μας ενδιαφέρει και μας αφορά η άλλη Αμερική, αυτή της ελπίδας, των αγώνων υπό αφάνταστα αντίξοες συνθήκες, η Αμερική των διεκδικήσεων. Θα ήταν χρήσιμο, η ευρωπαϊκή Αριστερά, όχι μόνο να προσφέρει την αλληλεγγύη της, αλλά και να αντλήσει πολύτιμα συμπεράσματα, από αυτήν τη νέα, πολύμορφη, κοινωνική αριστερά της άλλης πλευράς του Ατλαντικού.

Όπως, επίσης, οφείλει να βγάλει συμπεράσματα από το γεγονός ότι πλατιά λαϊκά στρώματα στήριξαν (ξανά) τον Τραμπ. Το μεγάλο στοίχημα είναι πώς η Αριστερά θα βρεθεί δίπλα σε όλους όσοι ζουν τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, της αποβιομηχάνισης, της νεοφιλελεύθερης λιτότητας και στις 2 πλευρές του Ατλαντικού και προσελκύονται από μια ακραία και λαϊκιστική δεξιά, δήθεν αντισυστημική, αλλά στην πραγματικότητα βαθιά καθεστωτική.

Η Ράνια Σβίγκου είναι υπεύθυνη για τον Τομέα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στην ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ

Πηγή: Independent News