Οι αιτίες της ήττας στις δημοτικές εκλογές της Κυριακής πρέπει να αναζητηθούν σε μεγάλο βαθμό και στην απογοήτευση των πολιτών της Βόρειας Μακεδονίας, από το μπλοκάρισμα της ενταξιακής πορείας της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Είναι αδιανόητο, τη στιγμή που μια κοινή αμυντική και εξωτερική πολιτική της ΕΕ, θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ, στην περίπτωση της ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων, ιδίως της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας, η Ε.Ε. να αποδεικνύεται αδύναμη και ασυνεπής.
Αδύναμη, γιατί δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τις εξελίξεις, ακόμα και στην περιοχή των Βαλκανίων, δηλαδή στην ίδια της γειτονιά. Αντί να αναβαθμίσει τον διεθνή της ρόλο, χρονοτριβεί, δεν διαθέτει ενιαία γραμμή και στρατηγική, δεν δρα με αποφασιστικότητα, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο σε άλλους, διεθνείς και περιφερειακούς παίκτες, να ενεργούν στην ευρύτερη περιοχή.
Ήδη, την περίοδο 2014-17, η ΕΕ είχε παγώσει την διεύρυνση προς τα Βαλκάνια. Και δεν άλλαξε γραμμή, ακόμα κι όταν η προσφυγική κρίση, η μεγαλύτερη μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, είχε δημιουργήσει αντιπαλότητες και προστριβές στις χώρες των Βαλκανίων, αναφορικά με την αντιμετώπιση των προσφυγικών ροών.
Αλλά και αργότερα, η ΕΕ αποδείχθηκε ασυνεπής ως προς τις ίδιες της τις διακηρύξεις, την περίοδο της υπογραφής της συμφωνίας των Πρεσπών. Κράτη με βαρύνοντα ρόλο, στο εσωτερικό της, αρχικά βρήκαν ως αφορμή τη στάση της Βουλγαρίας, για να μην προχωρήσει η ενταξιακή διαδικασία. Σήμερα, αντί να εργαστούν για να βρεθεί λύση στις αντιρρήσεις που προβάλλει η Βουλγαρία, και να βρεθεί μια διέξοδος, μέσα από τον διάλογο, για έναν αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό μεταξύ Βουλγαρίας και Βόρειας Μακεδονίας, αφήνουν τον χρόνο να κυλάει. Έτσι, όμως, τρίτες δυνάμεις ενισχύουν την επιρροή τους, ενώ, ταυτόχρονα, μειώνεται η επιρροή της ΕΕ στα Βαλκάνια.
Κι όμως, η ειρήνη και η σταθερότητα στην περιοχή, περνάει σήμερα μέσα από την ενταξιακή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων. Όπως πέρασε κι από τις Πρέσπες. Αυτό που κατάφερε η χώρα μας, επί πρωθυπουργίας Αλέξη Τσίπρα, και η Βόρεια Μακεδονία με πρωθυπουργό τον Ζόραν Ζαεφ, είναι αναγκαίο όσο ποτέ να συνεχιστεί.
Διότι, η συμφωνία των Πρεσπών αποτέλεσε ένα ιστορικό βήμα εναντίον των εθνικισμών, στην πολύπαθη περιοχή των Βαλκανίων. Απέδειξε ότι μπορούν να βρεθούν έντιμες και ειρηνικές λύσεις στις διακρατικές διαφορές, αρκεί να υπάρχει θέληση, εμπιστοσύνη, αλλά, κυρίως, πολιτική βούληση. Πολιτική βούληση που δεν υπήρχε, επί δεκαετίες, από εθνικιστικές και συντηρητικές δυνάμεις, ούτε από δυνάμεις που ακολουθούσαν την τακτική μετακύλισης των προβλημάτων στους επόμενους.
Ο Ζόραν Ζάεφ δεν πτοήθηκε από τις εθνικιστικές κραυγές του VMRO, του κόμματος που, παρότι είχε τεράστιες ευθύνες για τη δημιουργία μιας αδιέξοδης κατάστασης, στη γειτονική χώρα, πολέμησε λυσσαλέα τη λύση και τη συμφωνία.
Στη χώρα μας, η συμφωνία των Πρεσπών αποτέλεσε το επιστέγασμα της πολυδιάστατης, φιλειρηνικής και ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Μιας εξωτερικής πολιτικής που εγκαταλείφθηκε από τη ΝΔ, η οποία έχει επιστρέψει στην τακτική της αναβλητικότητας και τη λογική του «πιστού και πρόθυμου συμμάχου» των ισχυρών.
Σήμερα, η ΝΔ έχει πλέον αποδεχθεί τον θετικό ρόλο της συμφωνίας των Πρεσπών. Βέβαια, μπορεί να έχουν περάσει πια οι εποχές της συμπόρευσής της στα συλλαλητήρια, με την ακροδεξιά, και της διασποράς ψευδών ειδήσεων, όπως της «ανταλλαγής του ονόματος με τη μη μείωση των συντάξεων».
Από την άλλη μεριά, όμως, η ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη δεν προχωρά στα απαραίτητα επόμενα βήματα, τα οποία αυτή προβλέπει. Εγκλωβισμένη στις απαιτήσεις της εθνικιστικής της πτέρυγας και φοβούμενη ότι θα πιεζόταν και η ίδια να προβεί σε βήματα όπως η κύρωση των μνημονίων συνεργασίας , η κυβέρνηση δεν εξασφάλισε την εφαρμογή της συμφωνίας σε σημαντικούς τομείς (πχ σχολικά βιβλία Βόρειας Μακεδονίας).
Ο δρόμος που άνοιξαν ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ με τον Ζόραν Ζάεφ, θα πρέπει να συνεχιστεί. Διότι, αυτός είναι ο μόνος δρόμος για την συνέχιση και την εμπέδωση της ειρήνης, της συνεργασίας και της καλής γειτονίας μεταξύ της χώρας μας και της Βόρειας Μακεδονίας, αλλά και για τη σταθερότητα στην περιοχή. Ταυτόχρονα, όμως, είναι πολύ σημαντικό η Ελλάδα, ως πραγματικός πυλώνας ειρήνης και σταθερότητας, να αναλάβει πρωτοβουλίες, στην ΕΕ, για να λυθεί το ζήτημα με τη Βουλγαρία, και, γενικότερα, για να ενταχθούν οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ. Η κυβέρνηση οφείλει να καταστήσει σαφές στους εταίρους μας, ότι στα Δυτικά Βαλκάνια κρίνεται ο διεθνής ρόλος της ΕΕ και η αξιοπιστία της.
Αυτή θα είναι και η καλύτερη απάντηση στις εθνικιστικές και συντηρητικές δυνάμεις, και των δύο χωρών, που βάζουν πάνω από την ειρήνη και τη σταθερότητα, το πρόσκαιρο μικροκομματικό και μικροκομματικό τους όφελος.
Ράνια Σβίγκου
Πηγή: ieidiseis.gr