Macro

Ράνια Σβίγκου: Μια πρώτη εκτίμηση για τις εκλογές στη Γερμανία

Σημαντική ενίσχυση των σοσιαλδημοκρατών του SPD, ιστορικό χαμηλό για τους Χριστιανοδημοκράτες CDU- CSU, μεγάλη άνοδος των Πρασίνων. Ιδιαίτερα θετική η άνοδος, συνολικά, του προοδευτικού χώρου. Προβληματισμός για την πτώση της γερμανικής Αριστεράς. Αυτή είναι μια πρώτη εικόνα του αποτελέσματος των γερμανικών εκλογών. Ας δούμε όμως κάποια δεδομένα.

Δύο κόμματα που παίρνουν, και τα δύο γύρω στο 25 τοις εκατό: για το ένα (CDU/CSU με 24,1 τοις εκατό) μια ηχηρή ήττα, για το άλλο (το SPD με 25,7) μια απροσδόκητη νίκη. Τα δύο κόμματα που τα τελευταία χρόνια ηγούνται της χώρας με τον Μεγάλο Συνασπισμό (Große Koalition) και ως εκ τούτου έχουν επίσης μοιραστεί τις ευθύνες της κυβέρνησης, αντιμετωπίζονται με τον αντίθετο τρόπο από τους ψηφοφόρους: το CDU/CSU καταγράφει ιστορική ήττα, χάνοντας σχεδόν 9 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2017. Ενώ το SPD, το οποίο μόλις πριν από λίγους μήνες, όλοι το είχαν για χαμένο, χάρη σε έναν υποψήφιο που δεν άφησε τον εαυτό του να εκφοβιστεί από τις απαισιόδοξες αρχικές δημοσκοπήσεις, τον Όλαφ Σόλτς έχει αναγεννηθεί από τις ίδιες του τις στάχτες και καταφέρνει όχι μόνο να μην παρουσιάσει μείωση ποσοστών, (όπως πολλοί φοβούνταν) αλλά και να αυξήσει κατά 5,2 μονάδες τη δύναμή του, σε σχέση με το 2017.

Το κόμμα των Πράσινων, με την Annalena Baerbock, αν και μόλις πριν από λίγους μήνες έβγαινε ακόμα και πρώτο στις δημοσκοπήσεις, πήρε 14,8%. Ένα πάρα πολύ καλό αποτέλεσμα (το 2017 είχε πάρει 8%), το οποίο δείχνει ότι το μεγάλο ζήτημα της κλιματικής κρίσης πρωταγωνιστεί, επιτέλους, στην κεντρική πολιτική ατζέντα. Ταυτόχρονα, η πρωτιά στους νέους ψηφοφόρους είναι σημάδι ότι η άνοδος των Πρασίνων δεν είναι κάτι το πρόσκαιρο, αλλά θα έχει μέλλον.

Ο σχηματισμός της νέας κυβέρνησης είναι ένα ανοιχτό ζήτημα, και οι διαβουλεύσεις προβλέπονται να είναι χρονοβόρες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι – εξαιρουμένου ενός νέου Μεγάλου Συνασπισμού– η μελλοντική κυβέρνηση θα καθοριστεί, εν πολλοίς από τους Πράσινους και τους φιλελεύθερους του FDP (που επιβεβαίωσαν τη δημοσκοπική τους πορεία, παίρνοντας 11,8%), δύο κόμματα των οποίων τα προγράμματα, ειδικά στο πεδίο της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης δεν θα μπορούσαν να είναι πιο αλληλοσυγκρουόμενα. Οι πρώτοι είναι πεπεισμένοι ότι το κράτος πρέπει να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην οικολογική μετάβαση, οι δεύτεροι αντιτίθενται σε αυτό που θεωρούν υπερβολικά «παρεμβατικές» μορφές ελέγχου και ρύθμισης της αγοράς. Με τα δύο μεγάλα κόμματα (SPD, CDU/CSU) τόσο κοντά, σε ποσοστά και έδρες το ένα στο άλλο, οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι θα είναι αυτοί που θα έχουν κεντρικό ρόλο στο σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, με μια προβλέψιμη σειρά διασταυρούμενων βέτο που θα χαρακτηρίσουν αυτές τις διαβουλεύσεις.

Ως προς το οικονομικό πρόγραμμα, μένει να δούμε πώς θα μπορούσε να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ SPD και FDP, δηλαδή μια επεκτατική οικονομική πολιτική (με αύξηση λ.χ. του κατώτατου μισθού κατά 25%) που υπόσχεται ο Σόλτς, με τη μη αύξηση των φόρων και τη διατήρηση του συνταγματοποιημένου «φρένου χρέους», ζητήματα τα οποία αποτελούν «κόκκινες γραμμές» για τους Φιλελεύθερους. Η «κοινωνική στροφή» των Σοσιαλδημοκρατών, η οποία ξεκίνησε από το 2019, και συνέβαλε στη σημερινή άνοδο του κόμματος, θα αποτελέσει σίγουρα ένα από τα «αγκάθια» των διαβουλεύσεων- με τους Φιλελεύθερους, όχι όμως και με τους Πράσινους, με τους οποίους υπάρχει κοινό έδαφος ως προς την κοινωνική και οικονομική ατζέντα.

Ο πιθανότερος συνασπισμός, και επίσης αυτός που συνάδει περισσότερο με τα εκλογικά αποτελέσματα, είναι το λεγόμενο «φανάρι»: κόκκινο (SPD), κίτρινο (FDP) και πράσινο (Grüne), ο προτιμώμενος συνδυασμός τόσο για τους Σοσιαλδημοκράτες, όσο και για τους Πράσινους. Παρότι, σύμφωνα με τους αριθμούς, είναι επίσης δυνατός ένας συνασπισμός αποκαλούμενος «Τζαμάικα»: μαύρο (CDU), πράσινο (Grüne), κίτρινο (Fdp), κάτι που προτιμάται από το FDP, εντούτοις, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι Πράσινοι θα προσφέρονταν να συμφωνήσουν σε κάτι τέτοιο. Διότι, σε έναν συνασπισμό με το CDU και το FDP (κόμματα που συγκλίνουν πολύ μεταξύ τους στα οικονομικά ζητήματα και τις στρατηγικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης) στην πραγματικότητα θα κινδύνευαν να συνθλιβούν και να χάσουν τα κέρδη που έχουν συσσωρεύσει τους τελευταίους μήνες. Φυσικά, αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα ήταν πραγματικά τραγικό, μετά τον άθλο του Σολτς, το SPD να παραμείνει εκτός της κυβέρνησης.

Το AfD, το ακροδεξιό, ρατσιστικό και συνωμοσιολογικό κόμμα, εξακολουθεί να εκπροσωπείται στο κοινοβούλιο με το 10,3 % των ψήφων, ωστόσο η δύναμή του, σε σχέση με το 2017, μειώνεται. Αποδεικνύεται ότι τα περιθώρια επέκτασής του είναι πιο μικρά από όσο πιστεύαμε. Αυτό που πολλοί φοβούνταν δεν συνέβη: οι ψήφοι που έφυγαν από το CDU δεν πήγαν τελικά στο AfD. Και αυτά είναι πολύ καλά νέα για τη γερμανική δημοκρατία, και για την Ευρώπη στο σύνολό της.

Αρνητικό είναι το αποτέλεσμα για τη γερμανική Αριστερά: με το 4,9% των ψήφων δεν υπερέβη το όριο του 5%, χάνοντας σχεδόν τη μισή της εκλογική δύναμη, Μπαίνει όμως στη βουλή εξαιτίας του περίπλοκου γερμανικού εκλογικού συστήματος, επειδή κερδίζει έδρες σε τρεις μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες.

Η γερμανική Αριστερά πλήρωσε την πόλωση, αφού μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων της κατευθύνθηκε προς το SPD και τους Πράσινους (σύμφωνα με τα exit polls 600 χιλιάδες ψήφους προς το SPD και 440 χιλιάδες προς τους Πράσινους). Η ήττα των Χριστιανοδημοκρατών, και η προοπτική συγκυβέρνησης των άλλων δύο κομμάτων, φαίνεται ότι βάρυνε στις προτιμήσεις των αριστερών και προοδευτικών πολιτών.
Σημαντικό ρόλο, όμως, έπαιξαν και τα λάθη του ίδιου του κόμματος. Δεν μπόρεσε να παρουσιάσει μια πειστική κοινωνική ατζέντα, να εμπνεύσει ένα νέο, εναλλακτικό όραμα, αλλά και να απαντήσει στα διλήμματα και τα ερωτήματα, ιδίως της νέας γενιάς. Οι διφορούμενες θέσεις του, πχ στο ενδεχόμενο προοδευτικής διακυβέρνησης ή σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και σχετικά με την θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη, απέναντι στο ΝΑΤΟ και τη Ρωσία, φαίνεται ότι προβλημάτισαν πολλούς πολίτες, που θέλουν να αισθάνονται ότι η Γερμανία βρίσκεται στο κέντρο της Ευρώπης και της Δύσης. Δέχτηκε βέβαια και έναν ανελέητο πόλεμο από τα ΜΜΕ για την ενδεχόμενη συμμετοχή του σε μια κυβέρνηση “κόκκινο-κόκκινο-πράσινη”. Και εδώ όμως υπήρχε διχασμός στο εσωτερικό της die linke.

Με δεδομένο τον κεντρικό ρόλο που παίζει η Γερμανία εντός της ΕΕ, το ερώτημα που αφορά άμεσα την Ένωση, αλλά και τη χώρα μας, είναι το κατά πόσον, με τη νέα γερμανική κυβέρνηση θα προωθηθούν αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας και στους κανόνες για τα ελλείμματα και το χρέος. Μένει να δούμε τι κυβέρνηση θα σχηματιστεί τους επόμενους μήνες για να απαντήσουμε.

Τέλος, θα πρέπει να θυμίσουμε ότι, πέρα από τους μακρόχρονους δεσμούς, που διατηρεί ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ με το Die Linke, τόσο στο πλαίσιο του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς, όσο και στα ευρωπαϊκά κινήματα, ο Αλέξης Τσίπρας, ήδη από την περίοδο της πρωθυπουργίας του, όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, έχουν αναπτύξει στενές επαφές, με τον Όλαφ Σόλτς και την Ανναλένα Μπέρμποκ. Άλλωστε, είναι κοινή συνισταμένη ότι η αλλαγή της Ευρώπης σε μια προοδευτική κατεύθυνση, η καταπολέμηση των ανισοτήτων, της νεοφιλελεύθερης λιτότητας, αλλά και η αντιμετώπιση της μεγάλης πρόκλησης της εποχής μας, της κλιματικής κρίσης, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ούτε μόνο από μια χώρα, ούτε μόνο από μια πολιτική ομάδα, αλλά απαιτούν ευρύτερες συγκλίσεις και κοινές προσπάθειες.

Η Ράνια Σβίγκου είναι υπεύθυνη για τον Τομέα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ