Η συνάντηση του ΥΠΕΞ Ν. Δένδια με τον Τούρκο ομόλογό του Μ. Τσαβούσογλου σημαδεύτηκε από τα όσα διημείφθησαν στη συνέντευξη Τύπου. Κανείς δεν αρνείται ότι η διατύπωση των πάγιων ελληνικών θέσεων, σε μια σειρά από ζητήματα, από τον κ. Δένδια ήταν επιβεβλημένη. Δεν γνωρίζουμε, βέβαια, για ποιο λόγο έσπευσαν οι κυβερνητικές πηγές να διαβεβαιώσουν με αστραπιαία ταχύτητα μετά το τέλος της συνέντευξης ότι έγινε κατόπιν «εντολής Μητσοτάκη».
Το πραγματικό ζητούμενο, όμως, δεν είναι η ικανοποίηση ούτε των εσωτερικών ακροατηρίων της κάθε πλευράς ούτε όσων από την αρχή έλεγαν ότι «δεν κάνουμε διάλογο με πειρατές». Είναι η υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας και η ενεργητική προώθηση του διαλόγου με την Τουρκία στη βάση του διεθνούς δικαίου.
Ακόμα μία φορά γίνεται φανερή η απουσία μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης στρατηγικής, ενεργητικών πρωτοβουλιών και στοχευμένων κινήσεων από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης.
Ας φέρουμε ένα πρόσφατο παράδειγμα. Πολύς λόγος έγινε, τις προηγούμενες μέρες, για το περίφημο «Sofagate», κατά τη συνάντηση του Ερντογάν με τους προέδρους της Κομισιόν και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Αυτό που δεν συζητήθηκε στη χώρα μας, όμως, είναι ότι η Φον Ντερ Λάιεν και ο Μισέλ αναμενόταν να ανακοινώσουν έναν πολιτικό οδικό χάρτη μεταξύ της Ε.Ε. και της Τουρκίας, ο οποίος θα περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τόσο ζητήματα που άπτονται του προσφυγικού όσο και τη σταδιακή και υπό όρους επανεκκίνηση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Ε.Ε. – Τουρκίας.
Κι όμως, η χώρα μας θα έπρεπε να πρωταγωνιστεί στον ευρωτουρκικό διάλογο προβάλλοντας τις ελληνικές θέσεις τόσο για το προσφυγικό όσο και για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Τουρκία -ας μην ξεχνάμε το σχέδιο να τεθεί εκτός νόμου το τρίτο μεγαλύτερο τουρκικό κόμμα, το HDP.
Αντ’ αυτού, όχι μόνο απέτυχε, άλλη μια φορά, να εξασφαλίσει μηχανισμό κυρώσεων για τις τουρκικές προκλητικές ενέργειες, στις αποφάσεις της συνόδου κορυφής της 25ης Μαρτίου, που θα ανάγκαζαν την Τουρκία να καθίσει με σοβαρότητα στο τραπέζι του διαλόγου, αλλά, ταυτόχρονα, είτε έχει χάσει πολύτιμο χρόνο είτε απουσιάζει από διαβουλεύσεις που αφορούν άμεσα τη χώρα, στις οποίες θα έπρεπε να πρωτοστατεί, όπως η συζήτηση για την αναθεώρηση της συμφωνίας Ε.Ε. – Τουρκίας για το προσφυγικό ή οι ευρωτουρκικές σχέσεις.
Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη έχει αφήσει να μιλούν και να συζητούν άλλοι γι’ αυτήν, όπως η Γερμανία ή η ηγεσία της Ε.Ε.
Την ίδια στιγμή προσπαθεί να καλύψει το χαμένο έδαφος από τη μακρά απουσία της και στο άλλο μεγάλο θέμα, αυτό του τουρκολιβυκού μνημονίου. Όχι με ιδιαίτερη επιτυχία, όπως φάνηκε και στην πρόσφατη συνάντηση του κ. Μητσοτάκη με τον πρόεδρο του προεδρικού συμβουλίου της Λιβύης.
Η Τουρκία έχει μια σαφή και συγκεκριμένη στρατηγική στην εξωτερική της πολιτική. Η ατζέντα της περιλαμβάνει από μια λύση δύο κρατών στο Κυπριακό μέχρι τις δήθεν «γκρίζες ζώνες» και τα «αποστρατιωτικοποιημένα νησιά» στην περιοχή του Αιγαίου και της νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Εκμεταλλευόμενη τη γεωστρατηγική της θέση και τις σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας, εμπλέκεται σε μια σειρά μέτωπα, από τη Λιβύη και τη Μέση Ανατολή μέχρι τη ΝΑ Μεσόγειο και τον Καύκασο. Δεν είναι τυχαίες οι δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου ακόμα και για την αλλαγή του καθεστώτος της διέλευσης από τα Στενά, είτε μέσω αναθεώρησης της συνθήκης του Μοντρέ είτε, εμμέσως, με την κατασκευή διώρυγας που θα τα παρακάμπτει.
Αντίθετα ο Κ. Μητσοτάκης, πέρα από την επικοινωνιακή υπεροπλία εντός Ελλάδας, δεν διαθέτει ούτε σχέδιο ούτε στρατηγική. Η ελληνική κυβέρνηση απουσιάζει από τις συζητήσεις που αφορούν άμεσα τη χώρα, αντιδρά μόνο κατόπιν εορτής και σπασμωδικά, έχει αφήσει ανεκμετάλλευτα τα πολυμερή σχήματα τα οποία της είχε αφήσει ως παρακαταθήκη η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, έχει εγκαταλείψει την ενεργητική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική της περιόδου 2015-19.
Όμως η επόμενη περίοδος είναι κρίσιμη για μια σειρά ζητήματα. Ο ευρωτουρκικός διάλογος έχει ανοίξει και οι ελληνικές θέσεις δεν μπορούν φυσικά να προβληθούν δι’ αντιπροσώπων. Κανείς δεν γνωρίζει εάν υπάρχει κάποιος σχεδιασμός για ενδεχόμενη προσφυγή στη Χάγη για υφαλοκρηπίδα / ΑΟΖ.
Και φυσικά το μεγάλο ερώτημα αφορά το Κυπριακό, αφού σε λίγο καιρό θα πραγματοποιηθεί η πενταμερής. Ως προς αυτό η κυβέρνηση οφείλει να κινηθεί με βάση τις αποφάσεις του ΟΗΕ και το πλαίσιο Γκουτέρες και να μην αφήσει να χαθεί άλλη μια ευκαιρία χρονοτριβώντας, σκεπτόμενη ότι ο χρόνος είναι με το μέρος μας. Αυτήν τη λανθασμένη θεώρηση την έχουμε πληρώσει ήδη ακριβά τα προηγούμενα χρόνια.
Η αδράνεια και η έλλειψη σχεδίου, η παθητικότητα και οι κινήσεις κατόπιν εορτής έχουν αφήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων σε μια Τουρκία που και σχέδιο διαθέτει και το προβάλλει δυναμικά. Σε αυτή την κρίσιμη περίοδο, όμως, δεν συγχωρούνται αντιφάσεις, αδράνειες και χρονοτριβές. Ούτε το «βλέποντας και κάνοντας» ούτε η νοοτροπία «να αφήσουμε τα δύσκολα να τα λύσει μια άλλη κυβέρνηση» μπορούν να αποτελούν τον τρόπο με τον οποίο μπορεί μια κυβέρνηση να πορευθεί, ιδίως σε μια συγκυρία όπως η σημερινή. Είναι απαραίτητο και επείγον ένα συγκροτημένο σχέδιο για την εξωτερική πολιτική της χώρας.
Η Ράνια Σβίγκου είναι υπεύθυνη για τον Τομέα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στην Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία
Πηγή: Η Αυγή