Ταξιτζής τις προάλλες, αναφερόμενος στον Αλέξη Τσίπρα: «Μου είχε πει ότι θα βάλει ΦΠΑ 13%; Ναι. Έβαλε τελικά 23%; Ναι. Άρα είναι ψεύτης και μου είχε πει ψέματα για να τον ψηφίσω».
Είναι κοινότοπο καλαμπούρι ότι οι συζητήσεις με οδηγούς ταξί συχνά αποτελούν αποκαλυπτικές σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης.
Στην προκειμένη περίπτωση, ας πούμε ότι τούτη η κουβέντα «αποκάλυψε» κάτι που ήδη διαφαινόταν και σε «κανονικές» δημοσκοπήσεις: ότι η μεγάλη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ συνίσταται κυρίως στην αίσθηση πως το εν λόγω κόμμα και ο αρχηγός του είπαν ψέματα στον κόσμο προκειμένου να κερδίσουν στις εκλογές.
Ταυτόχρονα, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο προφανώς, τα περί ψεμάτων Τσίπρα και ΣΥΡΙΖΑ είναι μάλλον το πιο εύκολα πιστευτό στοιχείο της αντικυβερνητικής προπαγάνδας που μεθοδεύεται τώρα από το κοινωνικο-πολιτικό και επικοινωνιακό καθεστώς.
Πολύς κόσμος δείχνει να έχει αληθινά εξοργιστεί, πιστεύοντας πως έχει εξαπατηθεί, και βέβαια το γεγονός αυτό η αντιπολίτευση το εκμεταλλεύεται στο έπακρο.
Μέσα στις άγριες προπαγανδιστικές συνθήκες του σύγχρονου ελληνικού πολιτικού λόγου, το «Δεν είπαμε ψέματα, είχαμε αυταπάτες» είναι αδύνατον να πείσει κανέναν εκτός από τους ήδη πεισμένους.
Από την άλλη, η τόσο μεγάλη απογοήτευση που υπέστη ο κόσμος εξ αιτίας των ψεμάτων που πιστεύει ότι του είπαν κάποιοι πολιτικοί είναι μάλλον πρωτοφανής.
Ιστορικά μιλώντας, παρατηρούμε πως υπάρχει μια αδιάρρηκτη σχέση μεταξύ πολιτικής και ψέματος με μακρά παράδοση στη σύγχρονη ελληνική -και όχι μόνο- κοινωνία.
Η κωμωδία «Ζητείται ψεύτης» του 1961 μαρτυρεί πως ήδη, κάμποσα χρόνια πριν από τη δικτατορία του 1967, στη συνείδηση του πολύ κόσμου, η συστηματική ψευδολογία από τους πολιτικούς, είτε προς την εκλογική τους πελατεία είτε προς το εκλογικό σώμα γενικότερα, είχε καθιερωθεί ως κάτι απολύτως αναμενόμενο, φυσιολογικό, αναπόφευκτο – εν τέλει ίσως και αποδεκτό: η παροιμιώδης μορφή του «Ψευτοθόδωρου» που υποδύεται ο Ντίνος Ηλιόπουλος παρουσιάζεται σχεδόν συμπαθητική.
(Πολλά χρόνια αργότερα, θα συναντήσουμε μια αντίστοιχη «σχεδόν συμπαθητική» μορφή στον αφοπλιστικά κυνικό υποκριτή Sir Humphrey της περίφημης βρετανικής σατιρικής σειράς «Μάλιστα κύριε Υπουργέ».)
Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε πως η ανειλικρίνεια, η υποκρισία, η διαστρεβλωτική ωραιοποίηση των πραγματικών καταστάσεων και, κυρίως, οι μη πραγματοποιήσιμες υποσχέσεις από πλευράς πολιτικών είχαν καταστεί εγγενές στοιχείο της πολιτικής ζωής, όχι μόνον όπως η τελευταία πράγματι ήταν αλλά και όπως ο πολύς κόσμος πίστευε –και τελικά αποδεχόταν– πως ήταν.
Το ψέμα με τις πολλαπλές του εκδοχές είχε καταξιωθεί ως απαραίτητο στοιχείο της ίδιας της λειτουργίας του αστικού πολιτικού συστήματος.
Πέρα από σάτιρες και απαξιωτικές γενικεύσεις (που μεταξύ άλλων είχαν επενεργήσει ως άλλοθι για αντιδημοκρατικές εκτροπές και για το ίδιο το χουντικό πραξικόπημα), σημασία έχει ότι το πολιτικό ψέμα είχε αναδειχθεί ως συγκροτητικό στοιχείο της ίδιας της επικυρίαρχης ιδεολογικής αναπαράστασης του πολιτικού γίγνεσθαι.
Από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες έως τις εκλογές του 2015 που ανέτρεψαν το πολιτικό σκηνικό, ψέμα και πολιτική στη λαϊκή συνείδηση ήταν κάτι σαν τον Μάρτη και τη Σαρακοστή.
Επαναλαμβάνω πως το φαινόμενο είναι διεθνές – εξ ου και τα περί «μετα-αλήθειας» που τελευταία είναι του συρμού.
Μάλλον το πιο σοβαρό πρόβλημα ιδεολογικής στρατηγικής που συναντά η Αριστερά, ιδίως στην Ελλάδα που βρίσκεται στην κυβέρνηση, είναι η αδυναμία να κατανοεί τις προσδοκίες ενός κόσμου που την ψηφίζει χωρίς να είναι «ήδη» αριστερός.
Με άλλα λόγια, απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση της περιπόθητης ιδεολογικής ηγεμονίας είναι να γνωρίζει η Αριστερά τι περιμένουν από εκείνην άνθρωποι χωρίς «αριστερή συνείδηση» αλλά που ωστόσο θέλουν να τη στηρίξουν.
Ας μη γελιόμαστε. Κάτι που στην Αριστερά, ενώ το γνωρίζουμε, συχνά δυσκολευόμαστε να το «χωνέψουμε» είναι ότι πολλοί ψηφοφόροι είτε αγνοούν είτε δεν συμφωνούν είτε δεν ενδιαφέρονται για τα περί του τελικού σκοπού του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Για πολλούς, το 13% ΦΠΑ είναι όντως αυτό που περιμένουν από το κόμμα της Αριστεράς.
Δηλαδή, ακριβέστερα: να υποσχεθεί 13% ΦΠΑ και να το τηρήσει – αλλιώς, να μην το υποσχεθεί.
Για την Αριστερά η ειλικρίνεια δεν είναι ζήτημα «ηθικής συνέπειας». Θα ήταν λάθος να το βλέπει έτσι.
Ηθικολογώντας περί ειλικρίνειας, θα έδινε στον εαυτό της τη δυνατότητα να δικαιολογεί την ασυνέπεια και την ανειλικρίνειά της στο όνομα του ρεαλισμού.
Αντιθέτως, ακριβώς επειδή στην κυριαρχούσα αφήγηση περί πολιτικής το ψέμα είναι ταυτισμένο με τα αστικά κόμματα, θα ήταν ρεαλιστικό εγχείρημα για την Αριστερά να κερδίσει τον κόσμο πείθοντάς τον ότι «κάνει τη διαφορά» τουλάχιστον σε αυτό.