Η υλοποίηση των προβλεπόμενων μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών επί των οποίων βασίζεται ο Προϋπολογισμός 2022 εμπεριέχει σημαντικές αβεβαιότητες που προέρχονται από την ανησυχητική εξέλιξη της πανδημίας και τις συνεχείς μεταλλάξεις (με τη χώρα μας να παραμένει στις χειρότερες ευρωπαϊκές θέσεις όσον αναφορά τις υγειονομικές επιπτώσεις και την πορεία των εμβολιασμών), τις ενδεχόμενες μόνιμες απώλειες της ύφεσης που προκάλεσε η πανδημία, το ενδεχόμενο μεσοπρόθεσμης διατήρησης των πληθωριστικών πιέσεων, την πιθανότητα μεταστροφής της νομισματικής πολιτικής εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων, το βαθμό ικανότητας των επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στις επενδυτικές δυνατότητες που προσφέρει το Ταμείο Ανάκαμψης, όσο και των φορολογούμενων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους επεκτείνοντας συγχρόνως την καταναλωτική τους δαπάνη.
Το βέβαιο είναι πως ο χρόνος λήξης της πανδημίας μετά τις παραλλαγές Δέλτα και Όμικρον σταθερά επιμηκύνεται, θέτοντας νέα ερωτηματικά στην πορεία του τουρισμού εξαιτίας ενδεχόμενου κλεισίματος των συνόρων ή τοπικών λοκντάουν. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων είναι πιθανόν να οδηγήσει σε δημοσιονομική εκτροπή υποσκάπτοντας το αισιόδοξο αναπτυξιακό σενάριο του Προϋπολογισμού.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο η ελληνική όσο και η παγκόσμια οικονομία (υπερχρέωση, υπερτίμηση αγορών περιουσιακών στοιχείων, προστατευτισμός, εθνικοί ανταγωνισμοί, αναγκαστική ενεργειακή μετάλλαξη) βρίσκονται σε μία περίοδο μετάβασης και επώδυνων αλλαγών που δεν συνάδουν με καμία άμεση επιστροφή σε συνθήκες κανονικότητας όπως προσδοκά η εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού.
Η απότομη αύξηση του ΑΕΠ το 2021 ήταν συνέπεια του αποτελέσματος βάσης και των πρωτοφανών μέτρων στήριξης (31 δις ευρώ, όσα και η αύξηση του δημοσίου χρέους την περίοδο 2019-21) που εφεξής και, ιδίως μετά το 2022 (επιστροφή δημοσιονομικών κανόνων), περιορίζονται δραματικά με απρόβλεπτες συνέπειες στην παραγωγή, την απασχόληση και την ιδιωτική κατανάλωση.
Ακόμη, ο Προϋπολογισμός αυτός εικάζεται πως συμβάλλει στην ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας χάρις στη διατήρηση της ‘αναπτυξιακής συνταγής’ των φορολογικών ελαφρύνσεων και της εργασιακής λιτότητας. Όμως, ούτε η διεθνής εμπειρία των φορολογικών ελαφρύνσεων, ούτε βεβαίως η διάλυση των εργασιακών σχέσεων έχει ιστορικά αποδώσει τα αναμενόμενα αναπτυξιακά αποτελέσματα. Η πρόσφατη μαζική στροφή σε κεϋνσιανές συνταγές νομισματικής ρευστότητας και δημοσιονομικής επέκτασης αποτελούν μία σαφή ένδειξη διάψευσης της αποτελεσματικότητας παρόμοιων περιοριστικών πολιτικών.
Οι δημοσιονομικές ανισότητες
Η ακολουθούμενη δημοσιονομική πολιτική τόσο με το φορολογικό σκέλος της, όσο και με το σκέλος των δαπανών λειτουργεί σε μία προοπτική ανακατανομής των βαρών σε βάρος της μισθωτής εργασίας και των φτωχότερων εισοδηματικά τάξεων.
Ειδικότερα, μεταξύ 2021 και 2022 οι άμεσοι φόροι σημειώνουν μία οριακή αύξηση σαν ποσοστό του ΑΕΠ από 10,1% σε 10,2% (όταν το 2019 ήταν 11,2%), ενώ οι έμμεσοι φόροι που πλήττουν κυρίως τα λαϊκά εισοδήματα αυξάνουν αντίστοιχα από 14,9% σε 15,4%. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ο λόγος των έμμεσων προς τους άμεσους φόρους να αυξηθεί από 1,48 σε 1,51 (το 2019 ήταν 1,37).
Αξίζει να τονιστεί πως ενώ οι φόροι συνολικά αυξάνουν 7,5% το 2022, οι τακτικοί φόροι ακίνητης περιουσίας μειώνονται 2,3% όπως επίσης μειώνονται οι λοιποί φόροι επί παραγωγής κατά 7,9% και οι φόροι κεφαλαίου κατά 6,6% αντίστοιχα.
Από την πλευρά των δαπανών, επίσης, υπάρχει μία εμφανής τάση περιορισμού του κοινωνικού κράτους μέσω της μείωσης των κοινωνικών δαπανών τόσο σε απόλυτα όσο και σε σχετικά μεγέθη. Θεωρώντας πως τα υπουργεία Εργασίας & Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Παιδείας, Περιβάλλοντος & Ενέργειας, Προστασίας του Πολίτη και Κλιματικής Κρίσης & Πολιτικής Προστασίας αντανακλούν το σύνολο των κοινωνικών δαπανών, διαπιστώνουμε πως από 53,9% του ΑΕΠ το 2021 αυτό το σύνολο μειώθηκε σε 52,4% το 2022, δηλαδή κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ ή 2,8 δις σε τιμές 2022.
Επίσης, από την πλευρά των δημοσίων επενδύσεων, το σύνολό τους (εθνικοί πόροι και συγχρηματοδοτούμενα) που το 2020 είχε κορυφωθεί με την πανδημία στα 10,6 δις ευρώ ή 6,4% του ΑΕΠ, το 2021 υποχώρησε στα 8,4 δις ή 4,7% του ΑΕΠ και το 2022 προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω στα 7,8 δις ή 4,2% του ΑΕΠ. Στα ποσά αυτά συμπεριλαμβάνονται οι δαπάνες Covid-19.
Υπερχρέωση και πράσινη μετάβαση
Μολονότι το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε σε απόλυτους αριθμούς στη διάρκεια της πανδημίας (από 331 δις το 2019 σε 350 δις το 2021 και προβλέπεται να αυξηθεί περαιτέρω στα 355 δις το 2022), σε σχετικούς αριθμούς μειώνεται την τελευταία διετία (από 206% του ΑΕΠ το 2020 σε 197% το 2021 και 190% το 2022).
Προϋπόθεση για την εξέλιξη αυτή ήταν η ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας η οποία, ωστόσο, επιτεύχθηκε χάρις στην πρωτοφανή επεκτατική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική που ασκήθηκε πανευρωπαϊκά, δηλαδή με τη δημιουργία νέων χρεών. Αυτό σημαίνει πως το αναπτυξιακό πρόβλημα της ελληνικής και παγκόσμιας οικονομίας παραμένει η δημόσια και ιδιωτική υπερχρέωση και πως για την αποφυγή μιας δίνης χρεοκοπιών και ύφεσης απαιτείται η διατήρηση της ισχυρής ανάκαμψης.
Εμπόδιο, όμως, στη διατήρηση αυτή – πέρα από άλλες εγγενείς ανισορροπίες – είναι οι δυσλειτουργίες που δημιουργεί στο οικονομικό σύστημα βραχυχρονίως η υγειονομική κρίση (διακοπές στις διεθνείς αλυσίδες τροφοδοσίας) και μεσομακροχρόνια η κλιματική κρίση με τις επιβαλλόμενες μετατροπές του ενεργειακού και παραγωγικού πρότυπου της οικονομίας.
Για τον σκοπό αυτό σχεδιάστηκε από την ΕΕ το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας το οποίο επέβαλε στα εθνικά σχέδια των χωρών-μελών ένα ελάχιστο όριο 37% του συνόλου των πόρων του να κατευθύνεται σε δράσεις πράσινης-ενεργειακής μετάβασης. Αν και η Ελλάδα ανήκει στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου που πλήττονται περισσότερο από την κλιματική αλλαγή και έχει υψηλότερη ενεργειακή εξάρτηση από εισαγωγές (βλ την πρόσφατη υψηλότερη δυναμική των ενεργειακών ανατιμήσεων συγκριτικά με την ΕΕ), το εθνικό σχέδιο του ταμείου ανάκαμψης «Ελλάδα 2.0» όρισε πως μόλις το 38% των ευρωπαϊκών πόρων θα διατεθεί για την πράσινη μετάβαση, δηλαδή πολύ κάτω από τον μέσον ευρωπαϊκό όρο (43%).
Με αυτό ως δεδομένο, θα περίμενε κανείς ο Προϋπολογισμός 2022 να εμφανίζει μία εμπροσθοβαρή τουλάχιστον κατανομή των πόρων πράσινης και ενεργειακής μετάβασης δίνοντας ώθηση στην βιώσιμη παραγωγική αναδιάρθρωση της χώρας. Η προσδοκία αυτή δυστυχώς διαψεύδεται από τον Προϋπολογισμό, αφού για το 2022 τα υπουργεία Περιβάλλοντος-Ενέργειας και Κλιματικής κρίσης-Πολιτικής προστασίας μαζί δεν συγκεντρώνουν πάνω από το 2,2% των συνολικών δαπανών Φορέων Κεντρικής Διοίκησης σε ταμειακή βάση (έναντι 1,2% το 2021).
Βεβαίως, η πράσινη μετάβαση έχει σχεδιασθεί από την ΕΕ έτσι ώστε να διαχέεται στις δράσεις των περισσότερων υπουργείων. Έτσι, οι Φορείς Κεντρικής Διοίκησης στους οποίους υπάγονται όλα τα υπουργεία πρόκειται να απορροφήσουν αθροιστικά 2,9 δις ευρώ το 2022 από το Ταμείο Ανάκαμψης-Ανθεκτικότητας, εκ των οποίων το 38% ή 1,1 δις αφορά δράσεις πράσινης μετάβασης. Πρόκειται για ένα ποσό που στο σύνολο των δαπανών των Φορέων (67,9 δις) ισοδυναμεί με μόλις το 1,6%.
Στην πρόσφατη ετήσια έκθεση για το 2021, το Εθνικό Συμβούλιο Παραγωγικότητας (ΚΕΠΕ) κάνει δύο κρίσιμες επισημάνσεις. Πρώτο, ότι «η Ελλάδα κατατάσσεται χαμηλά στον δείκτη ανταγωνιστικότητας για την υγεία, έχοντας υστέρηση στις δημόσιες δαπάνες για την υγεία, τις υποδομές υγείας και την καθολική κάλυψη υγειονομικής περίθαλψης, λόγω του υψηλού ποσοστού πληρωμών από τα νοικοκυριά που ανέρχεται στο 35,2% του συνόλου των τρεχουσών δαπανών για την υγεία».
Δεύτερο, πως «οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου για τα νοικοκυριά, εκφρασμένες σε μονάδες αγοραστικής δύναμης στην Ελλάδα, είναι από τις υψηλότερες στην ΕΕ-27, ενώ το ποσοστό ενεργειακής φτώχειας παραμένει πολύ πιο υψηλό από τον μέσον όρο της ΕΕ-27, γεγονός που καθιστά την εθνική οικονομία πιο εκτεθειμένη στην πρόσφατη αύξηση των τιμών των ενεργειακών προϊόντων».
Η υψηλή εξάρτηση από εισαγωγές ενέργειας και η χαμηλότερη συγκριτικά ενεργειακή παραγωγικότητα της χώρας, επιβάλλουν μία όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων που προσφέρει στη χώρα το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την πράσινη μετάβαση του ενεργειακού και παραγωγικού της συστήματος. Από τον κρίσιμο αυτό στόχο υπολείπονται σημαντικά οι δράσεις του Προϋπολογισμού 2022.
Κώστας Καλλωνιάτης
Πηγή: tvxs