«Οκτώ ώρες δουλειά, 8 ώρες ανάπαυση, 8 ώρες ύπνο»: πόσοι, αλήθεια, από τους εργαζόμενους του δυτικού κόσμου έχουν τη δυνατότητα να απολαμβάνουν ένα 24ωρο με τον παραπάνω καταμερισμό και ταυτοχρόνως να βιοπορίζονται από την εργασία τους; Η απάντηση στο ερώτημα μας γυρίζει ευθέως πίσω, στην προ-Σικάγου εποχή, όπου, σημειωτέον, ούτε η αργία της Κυριακής αποτελούσε δεδομένο.
Εν αρχή ην το Σικάγο
Ο πρώτος σπόρος έπεσε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1882. Την ημέρα εκείνη οι Ιππότες της Εργασίας (Knights of Labor), το πιο σημαντικό συνδικάτο στα τέλη του 19ου αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες, διοργάνωσε μια διαδήλωση υπέρ των δικαιωμάτων των εργαζομένων στη Νέα Υόρκη, με βασική διεκδίκηση τη θέσπιση του οκτάωρου. Δυο χρόνια αργότερα, και σε μια ανάλογη διαδήλωση, οι «Ιππότες» εξέδωσαν ένα ψήφισμα βάσει του οποίου η διαδήλωση θα γινόταν σε ετήσια βάση. Άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι οποίες ήταν πιο κοντά στο σοσιαλιστικό και αναρχικό κίνημα, πρότειναν ως ημερομηνία της διαδήλωσης την 1η Μαΐου. Η Ιστορία, όμως, θα μπορούσε να είχε γραφτεί διαφορετικά εάν τις πρώτες ημέρες του Μαΐου του 1886 δεν είχαν βαφτεί στο αίμα οι εργατικές διαδηλώσεις στο Σικάγο.
Ήταν στις 3 Μαΐου του 1886 όταν οι απεργοί εργάτες συγκεντρώθηκαν στην είσοδο του εργοστασίου κατασκευής των αγροτικών μηχανημάτων McCormick στο Σικάγο των ΗΠΑ. Η διεύθυνση του εργοστασίου κάλεσε την αστυνομία, με τους αστυνομικούς να επιχειρούν να διαλύσουν το πλήθος με τη χρήση όπλων. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσουν τη ζωή τους δυο διαδηλωτές και να τραυματιστούν πολλοί ακόμη. Η απάντηση δεν άργησε να έρθει με μια νέα συγκέντρωση διαμαρτυρίας στις 4 Μαΐου στην πλατεία Χέιμαρκετ – ήταν το μέρος όπου φιλοξενούνταν η αγορά των αγροτικών μηχανημάτων. Τίποτε δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε. Η συγκέντρωση ήταν τόσο ειρηνική ώστε ο δήμαρχος Κάρτερ Χάρισον, ο οποίος έχει περάσει από εκεί για να ελέγξει την κατάσταση, σκέφτηκε να φύγει για το σπίτι του. Το κλίμα οξύνθηκε, όμως, όταν οι αστυνομικοί άρχισαν να προσεγγίζουν το βήμα των ομιλητών, ένα ξύλινο κάρο, σε σχηματισμό. Ήταν σε εκείνο το σημείο όταν από την πλευρά των διαδηλωτών εκτοξεύθηκε μια βόμβα. Η αστυνομία απάντησε πυροβολώντας αδιακρίτως. Κι αν δεν έγινε ποτέ γνωστός ο δράστης της βομβιστικής επίθεσης, δεν έγινε γνωστός ούτε ο ακριβής αριθμός των θυμάτων των διαδηλωτών – πολλοί από τους τραυματίες απέφυγαν να πάνε στο νοσοκομείο από τον φόβο ότι θα συλληφθούν.
«Θα έρθει η μέρα που η σιωπή μας θα είναι πιο δυνατή από τις φωνές που σήμερα πνίγεται με τον θάνατο» φώναξε ο Σπάισις. Ο Φίσερ άφησε την τελευταία πνοή με το σύνθημα «Hoch die Anarchie» (Ζήτω η αναρχία) στα γερμανικά (το ίδιο και ο Ένγκελ), ενώ ο Πάρσονς κατάφερε μόλις και με δυσκολία να πει «αφήστε να ακουστεί η φωνή του λαού». Ο λόγος ήταν ότι ο δήμιος είχε σφίξει πάρα πολύ το σκοινί γύρω από τον λαιμό του οδηγώντας τον σε έναν αγωνιώδη θάνατο.
Ο διεθνής αντίκτυπος ήταν τεράστιος – είναι χαρακτηριστικό ότι στη Γερμανία ο καγκελάριος Ότο Φον Μπίσμαρκ απαγόρευσε τις διαδηλώσεις υπέρ των κατηγορουμένων του Χέιμαρκετ παρά το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς ήταν μετανάστες γερμανικής καταγωγής. Η Β’ Διεθνής, πάντως, θα ανακήρυσσε το 1889, από το Παρίσι, την 1η Μαΐου ημέρα απεργίας. Σήμερα γιορτάζεται σε πολλές χώρες, είτε ως απεργία, είτε ως επίσημη αργία. Όχι όμως και στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου για ευνόητους λόγους, αντί της 1ης Μαΐου, προτιμήθηκε η πρώτη Δευτέρα του Σεπτεμβρίου.
Από τους αγώνες για το 8ωρο στο σήμερα
135 χρόνια μετά, οι αγώνες της εργατικής τάξης για κοινωνική δικαιοσύνη παραμένουν επίκαιροι. Η φράση να μοιάζει κλισέ για το νεοφιλελεύθερο newspeak το οποίο δεν αναγνωρίζει ταξικές συγκρούσεις και μας καλεί όλους και όλες να αφήσουμε στο παρελθόν τις «αριστερές ιδεοληψίες» προκειμένου να δούμε την οικονομία να ευημερεί. Όπου «οικονομία», ένα ουδέτερο μέγεθος χωρίς συστατικό στοιχείο την κύρια αντίθεση Κεφαλαίου – Εργασίας, χωρίς το απαραίτητο και σήμερα πρόταγμα αναδιανομής πλούτου και ισχύος από το πρώτο στη δεύτερη.
Σήμερα, όμως, που η κυριαρχία των αγορών και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές επιτίθενται με μεγαλύτερη σφοδρότητα από ποτέ στα εργασιακά δικαιώματα ακυρώνοντας στην πράξη κατακτήσεις ενός ολόκληρου αιώνα, η Εργατική Πρωτομαγιά αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία. Σε μια εποχή που οι εξελίξεις της σύγχρονης τεχνολογίας παρέχουν τη δυνατότητα για καλύτερους όρους και συνθήκες εργασίας για όλους (δυνανατότητα η οποία συνυπάρχει με την μεγάλη ανησυχία ότι η επέλαση των ρομπότ θα μειώσει της θέσεις εργασίας για τους ανθρώπους, αλλά εδώ χωράει τεράστια συζήτηση), οι κυρίαρχες ελίτ προσπαθούν να διαλύσουν εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα με στόχο τη βίαιη αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου προς όφελός τους, διευρύνοντας τις κοινωνικές ανισότητες. Κάτι που αποκρύπτουν οι «αναλυτές» που παπαγαλίζουν την ανάγκη να ενισχύσουμε τις μεγάλες επιχειρήσεις με νέες φοροαπαλλαγές και ακόμα μεγαλύτερη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας.
Αύξηση ωρών εργασίας, πλήρης ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, μείωση αποδοχών, περιορισμός των δικαιωμάτων σε περίπτωση απόλυσης, κατάργηση συλλογικών διαπραγματεύσεων και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, επιδείνωση των συνθηκών υγείας και ασφάλειας στην εργασία δρομολογούνται ή έχουν ήδη γίνει πραγματικότητα στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Πηγή: Left