Όσο βαθαίνει η στεγαστική κρίση, πληθαίνουν οι ανακοινώσεις για σχέδια και νέα μέτρα στεγαστικής πολιτικής που θα δώσουν διέξοδο στις στεγαστικές δυσκολίες και την αδυναμία πρόσβασης στη στέγη που αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερα τμήματα του πληθυσμού.
Στην Ελλάδα, τα μέτρα που προωθούνται παραμένουν σταθερά στην ίδια κατεύθυνση: ατομικές επιδοτήσεις του κόστους και των ιδιοκτητών, συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα (τράπεζες, ιδιοκτήτες, εργολάβοι), οριζόντια και κεντρικά σχεδιασμένα μέτρα. Τα αποτελέσματα αναμενόμενα πια: αύξηση των τιμών, απουσία εναλλακτικών επιλογών για οικονομικά προσιτή και αξιοπρεπή στέγαση, όξυνση των ανισοτήτων και των αποκλεισμών από τη στέγη.
Παράλληλα, στην Ευρώπη, προχωρούν οι διεργασίες για τη διαμόρφωση του Ευρωπαϊκού Σχεδίου για την Οικονομικά Προσιτή Κατοικία και της Στρατηγικής για την Κατασκευή Κατοικιών, που ανέλαβε Ειδική επιτροπή για την στεγαστική κρίση στην ΕΕ[1]. Στο επίκεντρο της συζήτησης είναι η αύξηση των διαθέσιμων πόρων και των μηχανισμών της χρηματοδότησης, παράλληλα με αναγκαίες θεσμικές μεταρρυθμίσεις (π.χ. στον κανονισμό για τις κρατικές ενισχύσεις), για την παραγωγή βιώσιμων και προσιτών κατοικιών.
Σε μικρότερο βαθμό συζητούνται οι επιπτώσεις της απορρύθμισης της αγοράς, της χρηματιστικοποίησης και εμπορευματοποίησης της κατοικίας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η αύξηση της χρηματοδότησης και η διευκόλυνση της πρόσβασης σε κονδύλια για ενεργειακή αναβάθμιση και νέες κατασκευές κατοικιών δεν μπορούν να δώσουν λύσεις στο στεγαστικό πρόβλημα. Χωρίς την υιοθέτηση μιας στεγαστικής πολιτικής που θα κατοχυρώνει το θεμελιώδες δικαίωμα σε οικονομικά προσιτή, βιώσιμη και αξιοπρεπή κατοικία για όλες και όλους, και χωρίς τη θέσπιση όρων που θα διασφαλίζουν το δημόσιο συμφέρον και το κοινό καλό στις δημόσιες επενδύσεις και δαπάνες στον τομέα της στέγασης, οι ανισότητες αναπαράγονται και εντείνονται.
Η διαπίστωση είναι κοινή: οι πολιτικές που βασίζονται στην αγορά και την ιδιωτική πρωτοβουλία σε πλαίσιο ελεύθερου ανταγωνισμού όχι μόνο έχουν αποτύχει, αλλά αποτελούν και οι ίδιες αιτία της εντεινόμενης στεγαστικής κρίσης και του αδιέξοδου στο οποίο βρίσκονται οι κυβερνήσεις. Εκτός αν θέλουμε να περιμένουμε την επόμενη κατάρρευση του αρπακτικού καπιταλισμού και της φούσκας των ακινήτων, που θα προκαλέσει νέες καταστροφές, αδικίες και ευκαιρίες για συσσώρευση πλούτου στα χέρια των λίγων.
Χρειαζόμαστε ένα νέο παράδειγμα στεγαστικής πολιτικής που θα δίνει προτεραιότητα στην υλοποίηση έργων και προγραμμάτων κοινωνικής και βιώσιμης κατοικίας υπό δημόσιο έλεγχο, παράλληλα με μέτρα για τον περιορισμό των ανεξέλεγκτων αυξήσεων ενοικίων, που θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη θέσπιση ανώτατων ορίων μισθωμάτων, φορολογία για τις κατοικίες που διατηρούνται κενές με κερδοσκοπικά κίνητρα, κίνητρα για την προσαρμοστική επανάχρηση κενών κτιρίων και την ανακαίνιση κενών κατοικιών, με σκοπό τη μίσθωσή τους σε δίκαιες τιμές, την επιβολή περιορισμών στις τουριστικές μισθώσεις, και την ανακατεύθυνση των επενδύσεων σε έργα κοινωνικής ωφέλειας και αργής απόδοσης.
Αναμφίβολα, η στεγαστική κρίση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποκλειστικά σε τοπικό επίπεδο, ωστόσο η ενεργοποίηση και ισχυροποίηση των τοπικών δρώντων είναι καθοριστικής σημασίας, ιδίως στην κατεύθυνση διαμόρφωσης ενός δίκαιου στεγαστικού μοντέλου προσαρμοσμένου στις τοπικές ιδιαιτερότητες και ανάγκες. Ενός μοντέλου που θα βασίζεται στην προσέγγιση των δικαιωμάτων και θα αντιμετωπίζει την κατοικία ως βασικό κοινωνικό αγαθό, και όχι ως εμπόρευμα και πεδίο κερδοσκοπίας. Με κεντρικό ρόλο για τους τοπικούς δρώντες, ως βασικούς συμμάχους στον σχεδιασμό και την υλοποίηση της στεγαστικής πολιτικής, με έμφαση στη συνδημιουργία στον οικιστικό τομέα και τη συμμετοχή των πολιτών για την παραγωγή στεγαστικών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας.
Η εκπόνηση της εθνικής στρατηγικής για τη στεγαστική πολιτική[2], προκηρύχθηκε πρόσφατα από το υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και βρίσκεται στη φάση ανάθεσης. Ωστόσο, τίποτα δεν διασφαλίζει ότι η διαδικασία θα είναι συμμετοχική και ανοιχτή –η μέχρι τώρα εμπειρία δείχνει το αντίθετο.
Για τον σκοπό αυτό, είναι κρίσιμο να προχωρήσει άμεσα μια διεκδικητική συμμαχία. Οι δήμοι, οι τοπικές συλλογικότητες, οι φορείς κοινωνικής οικονομίας και τα στεγαστικά κινήματα θα πρέπει να διεκδικήσουν τον ρόλο τους στη διαμόρφωση της στεγαστικής πολιτικής, χτίζοντας πάνω στην εμπειρία και τη σημαντική τεχνογνωσία που παράγεται ήδη στο πεδίο.
Να απαιτήσουν ουσιαστική συμμετοχή, περισσότερους πόρους και μηχανισμούς δημόσιας χρηματοδότησης, θεσμικές εγγυήσεις και αναγνώριση για μη-κερδοσκοπικούς δημοτικούς, κοινωνικούς και συνεταιριστικούς παρόχους κατοικίας. Να θέσουν ως όρο την προνομιακή πρόσβαση σε δημόσια γη και κτίρια για τη δημιουργία κοινωνικής και συνεταιριστικής κατοικίας υπό δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο. Να επιμείνουν στη δίκαιη αξιοποίηση των κονδυλίων για ενεργειακή αναβάθμιση και κλιματική προσαρμογή προς όφελος της προσιτής κατοικία. Και τέλος, να απαιτήσουν ένα πλαίσιο διαφάνειας και λογοδοσίας για όλα τα στεγαστικά προγράμματα και έργα που χρηματοδοτούνται με δημόσιους πόρους.
Ανδρέας Καραδάκης, Τμήμα επιχειρησιακού σχεδιασμού Δήμου Θεσσαλονίκης
Meric Ozgunes, υπεύθυνη στεγαστικών προγραμμάτων, Αναπτυξιακή Μείζονος Αστικής Θεσσαλονίκης
Δήμητρα Σιατίτσα, δρ. Πολεοδομίας, ερευνήτρια, μέλος CoHab
Σημειώσεις:
1. https://www.europarl.europa.eu/…/en/hous/home/highlights
2. https://minscfa.gov.gr/diakiryxi-diagonismou-gia-meleti…/