«Τι άλλο να ζητήσει κανείς αν έχει τέτοια αγάπη.»
Ο πατέρας το ανακοίνωσε στη μητέρα το προηγούμενο βράδυ. Η μικρή Μεχρέμπ βρισκόταν στο δωμάτιό της κι έπαιζε με τα κουζινικά της, ξεφούρνιζε συγκεκριμένα κάτι κουλουράκια την ώρα που άκουσε τον πατέρα της να αναφέρει το όνομά της και να ξεφουρνίζει κι εκείνος με τη σειρά του κάτι ακαταλαβίστικο στη μαμά της. Η Μεχρέμπ σηκώθηκε και στάθηκε στην πόρτα κρατώντας ακόμη στο ένα χέρι το ταψάκι της και στο άλλο το πιατάκι. Έπιανε μόνο μπερδεμένες λέξεις και σκόρπιες φράσεις. «Μου το ζήτησαν», «δεν γίνεται να αρνηθώ», «δεν είναι κακό στο κάτω κάτω», «όμορφη», «πρέπει να ξεπλύνω από πάνω μου τα παλιά της οικογένειας». Η Μεχρέμπ δεν καταλάβαινε τίποτα. Η μητέρα της δεν έλεγε κουβέντα. Μετά έπαψε κι ο πατέρας.
«Τι άλλο να ζητήσει κανείς αν έχει τέτοια αγάπη; Γι’ αυτήν ξεκινήσαμε κι ήρθαμε στο Εγίλ.»
Η μικρή πήγε να ανοίξει την πόρτα αλλά δεν μπορούσε με τα πιατικά που κρατούσε. Έκανε να τα αφήσει πάνω στο θρανίο της, μπροστά στις δυο κούκλες της που είχε καλέσει για τσάι. Εκείνη την ώρα άκουσε βήματα κι η μαμά της άνοιξε την πόρτα με ηρεμία. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή στην είσοδο. Η Μεχρέμπ γύρισε και την κοίταξε. Μείνανε ακίνητες κι οι δυο για ένα λεπτό. Η μητέρα μπήκε στο δωμάτιο κι έκλεισε με πολλή προσοχή την πόρτα. Τόση ήταν η λεπτομέρεια με την όποια έκλεισε την πόρτα, που ήταν λες και προσπαθούσε να κερδίσει λίγο χρόνο ακόμη. Πλησίασε έπειτα την Μεχρέμπ. Της χάϊδεψε τα μαλλιά και της χαμογέλασε. «Τι καλό τους έφτιαξες;» είπε κοιτώντας τις κούκλες.
«Τι άλλο να ζητήσει κανείς αν έχει τέτοια αγάπη; Γι’ αυτήν ξεκινήσαμε κι ήρθαμε στο Εγίλ. Με τέτοια αγάπη, εγώ το μόνο που θέλω είναι μια σκηνή δίπλα στο ποτάμι.»
«Κουλουράκια με κάρδαμο», είπε η Μεχρέμπ, αλλά ο τόνος της απάντησής της έκρυβε μια αγωνιώδη ερώτηση. Τι δουλειά είχε το όνομά της με τις κουβέντες που έλεγαν πριν με τον πατέρα; Και γιατί δεν την φώναξαν να πάει εκείνη στο σαλόνι παρά ήρθε η μαμά της στο δωμάτιό της; Και γιατί χαμογελάει; Ποτέ όταν θέλει να την αγγαρέψει για κάποια δουλειά δεν της χαμογελά. «Τι συμβαίνει μαμά;». Η μητέρα πήρε την Μεχρέμπ απ’ το χέρι και την έβαλε να καθίσει στο κρεβάτι δίπλα της. Όση ώρα μιλούσε της χάϊδευε μια τα χέρια και μια τα μαλλιά.
«Τι άλλο να ζητήσει κανείς αν έχει τέτοια αγάπη; Γι’ αυτήν ξεκινήσαμε κι ήρθαμε στο Εγίλ. Με τέτοια αγάπη, εγώ το μόνο που θέλω είναι μια σκηνή δίπλα στο ποτάμι. Μου αρκεί.»
Όλο το βράδυ η Μεχρέμπ δεν μπορούσε να κλείσει μάτι από την αγωνία της. Ήταν ξαπλωμένη στο πλάι, ακίνητη όλη τη νύχτα. Το πρωί η μητέρα άνοιξε την πόρτα και βρήκε την Μεχρέμπ με ορθάνοιχτα τα μάτια. «Είσαι έτοιμη;» την ρώτησε. Η Μεχρέμπ ένευσε καταφατικά. Η μητέρα έβγαλε από την ντουλάπα το καλό φόρεμα της Μεχρέμπ, ένα μαύρο βελούδινο με μεγάλα βυσσινί λουλούδια και μια ασορτί μεταξωτή μαντίλα. Έφερε από τον διάδρομο και τα λουστρίν παπούτσια της που τα είχε πάρει να τα γυαλίσει το βράδυ. Ο πατέρας της την περίμενε έξω στο αυτοκίνητο. Γυάλιζε και ξαναγυάλιζε τα τζάμια και τις πόρτες, λες και θα γινόταν από γκρίζο ασημί. Η Μεχρέμπ μπήκε στη θέση του συνοδηγού. Γύρισε, κοίταξε τη μαμά της που στέκονταν στην εξώπορτα. Είχε πάρα πολλή αγωνία, η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Ούτε λέξη δεν αντάλλαξαν με τον πατέρα της σ’ όλη τη διαδρομή. Ούτε το ραδιόφωνο άνοιξαν. Κοιτούσαν μόνο ευθεία μπροστά. Μπροστά.
«Τι άλλο να ζητήσει κανείς αν έχει τέτοια αγάπη; Γι’ αυτήν ξεκινήσαμε κι ήρθαμε στο Εγίλ. Με τέτοια αγάπη, εγώ το μόνο που θέλω είναι μια σκηνή δίπλα στο ποτάμι. Μου αρκεί. Πήρα το γράμμα σου και ήρθα, για σένα ήρθα.»
Διέσχισαν μαζί το πλήθος, ο πατέρας κρατούσε απ’ το χέρι και σχεδόν έσερνε πίσω του τη Μεχρέμπ προσπαθώντας ν’ ανοίξει δρόμο. Η Μεχρέμπ ένιωθε πως η στιγμή πλησίαζε. Ήταν γεμάτη ένταση. Γύρω κόσμος με σημαίες, κόσμος που φώναζε, άντρες όλο άντρες να πειράζονται μεταξύ τους, να φωνάζουν δυνατά, να βρίζουν. Ο πατέρας της δεν τους έδινε σημασία. Προσπαθούσε να πλησιάσει στην εξέδρα. Η Μεχρέμπ ανησυχούσε μήπως τσαλακωθεί το φόρεμά της ή λερώσει τα παπούτσιά της έτσι όπως περνούσαν μέσα απ’ τον κόσμο, και θα ήταν κρίμα, θα ρεζίλευε τη μητέρα της αν τα ρούχα της δεν ήταν φροντισμένα. Ο πατέρας της συνέχισε να τρέχει, ούτε καν γύριζε να κοιτάξει γύρω του. Πότε πότε φώναζε «Να περάσω! Να περάσω! Πρέπει να περάσω!». Η Μεχρέμπ γύρισε και κοίταξε την εξέδρα. Κάποιος είχε αρχίσει να μιλάει. Ακουγόταν δυνατά απ’ τα μεγάφωνα. Μπάσα φωνή. Έκλεισε τα μάτια της. Ο πατέρας της συνέχισε να την τραβολογά, η μικρή ακολουθούσε στα τυφλά, με κλειστά τα μάτια. Η καρδιά της είχε συντονιστεί με τον μπάσο βόμβο στα μεγάφωνα. Ένιωθε τον ήχο του να διασχίζει και να ταράζει όλο της το σώμα. «Εδώ είναι» άκουσε τον πατέρα της να λέει, ενώ είχε ακόμη τα μάτια της κλειστά. ‘Ακουσε μια φωνή να της λέει «Ανέβα, τώρα, τώρα, για σένα λέει, θα χαθεί η στιγμή» κι ένα χέρι από πίσω να τη σπρώχνει ν’ ανέβει μια στενή μεταλλική σκάλα. Την ανέβηκε χωρίς να βλέπει, συνέχισε να κρατά τα μάτια της κλειστά. Ένιωσε ένα χέρι να την τραβά προς το μέρος του, να την φέρνει κοντά του, τα μάτια της πάντα κλειστά, ένιωσε να την αγκαλιάζει άγαρμπα, στραβά με το ένα χέρι, να την γυρνά προς τον κόσμο, τους θεατές, ένιωσε φόβο και ταραχή, άνοιξε τα μάτια. Δεν είδε τίποτα. Τα μάτια θολά. Το πρόσωπο παγωμένο.
«Τι άλλο να ζητήσει κανείς αν έχει τέτοια αγάπη; Γι’ αυτήν ξεκινήσαμε κι ήρθαμε στο Εγίλ. Με τέτοια αγάπη, εγώ το μόνο που θέλω είναι μια σκηνή δίπλα στο ποτάμι. Μου αρκεί. Πήρα το γράμμα σου και ήρθα, για σένα ήρθα. Μην κλαις.»
(σ.σ.: το παρόν διήγημα είναι προϊόν μυθοπλασίας μέν, αφορμώμενο δέ από μια σκηνή που διαδραματίστηκε στην επαρχιακή πόλη Ereğli της Τουρκίας, όταν κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του περιοδείας, ο Recep Tayyip Erdogan ανέβασε στην εξέδρα ένα κορίτσι που έκλαιγε με λυγμούς από τη χαρά της που τον συναντούσε. Ο Erdogan ισχυρίστηκε πως παρακινήθηκε από το γράμμα του κοριτσιού για να επισκεφθεί την πόλη αυτή.
Σχετικό βίντεο: https://www.youtube.com/watch?v=tCIH0hrQoR0 )
Ιωάννα Λιούτσια